Ο Paezano, ήταν η χαρακτηριστικότερη ίσως φιγούρα της Φωκίωνος Νέγρη. Το όνομα του ήταν Νίκος Χατζηκώστας και στους ογκώδεις ώμους του βρισκόταν συνέχεια ένα μικρό μαϊμουδάκι, το οποίο λάτρευε.
Άνοιξε στην Κυψέλη μια πιτσαρία και εκτός από το πολύ καλό φαγητό που σέρβιρε, φρόντιζε συνεχώς οι θαμώνες του να μην πλήττουν και συνεχώς να εκπλήσσονται. Κάποια στιγμή μάλιστα εκεί γύρω στις αρχές της δεκαετίας του 90, έφερε μέσα στο μαγαζί σαν attraction και δυο κροκόδειλους.
Κάποιες βραδιές διοργάνωνε happening με φωτιές, κελεμπίες, γούνες και ότι μπορεί να φανταστεί κάποιος. Ήταν ένας άνθρωπος της show biz σε μια εποχή που στην Ελλάδα κανείς δεν ήξερε τι σημαίνει η λέξη.
Ήταν πληθωρικός όνομα και πράγμα, και εκκεντρικός. Αυτό σε συνδυασμό με το φαγητό, τον έκανε γνωστό στη νυχτερινή ζωή όχι μόνο της Κυψέλης, αλλά και της Αθήνας τη χρυσή εικοσαετία των 80s και των 90s.
Το μαγαζί έμενε μέχρι το ξημέρωμα ανοιχτό και τότε όταν έκλειναν τα θέατρα και οι πίστες, εκεί συγκεντρώνονταν για φαγητό όλα τα πρώτα ονόματα της Αθήνας. Τραγουδιστές, ηθοποιοί, επιχειρηματίες, δημοσιογράφοι, πολιτικοί, οι πάντες. Ήταν μια πιτσαρία «after».
Μαζί του δεν βαριόσουν ποτέ. Μια φορά σε μια δίκη που είχε στα δικαστήρια εμφανίσθηκε ντυμένος βρικόλακας, ενώ μια άλλη φορά έκανε φωτομοντάζ σε μια φωτογραφία του που τον έδειχνε να αυτοπυρπολείται και να καίγεται μέσα στις φλόγες. Τη φωτογραφία δημοσίευσαν οι εφημερίδες της εποχής που έκαναν λόγο για αυτοκτονία.
Γεννήθηκε σε μια ευκατάστατη οικογένεια από τις Αρχάνες του Ηρακλείου. Αργότερα ο παππούς του μετανάστευσε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Εκεί δημιούργησε νέες επιχειρήσεις.
«Κάποια δεδομένη στιγμή, το κωλόπαιδο ο Paezano -εγώ δηλαδή- την κοπάνησε με μια βαλίτσα στο χέρι. Πέρασα από διάφορα στάδια. Ένα φεγγάρι έκανα διερμηνέας του Ιμπν Σαούντ, όταν ήρθε στην Ελλάδα τη δεκαετία του ‘60. Μετά βέβαια γνώρισα τους γιους του και τρέχαμε παρέα σε διάφορα κέντρα διασκέδασης. Είχαμε μάλιστα κλεισμένη μία σουΐτα στο Hilton της Αθήνας και κάθε βράδυ διασκεδάζαμε παρέα στο Galaxy.» είχε πει ο ίδιος για τη ζωή του σε μια συνέντευξη του.
Τα κεριά στο μαγαζί
Όταν άνοιξε την πιτσαρία του το 1977, ήταν ακόμη σε ισχύ ο νόμος περί ενέργειας. Αυτός απαγόρευε στους μαγαζάτορες να κρατούν ανοιχτά τα καταστήματα τους μετά τις 2 το πρωί για να μην καίνε ρεύμα. Ο Paezano βρήκε τη λύση χωρίς να παρανομήσει.
Στις 2 ακριβώς κάθε βράδυ, κατέβαζε τον γενικό διακόπτη στο μαγαζί και άναβαν δεκάδες κεριά. Στα τραπέζια, στους τοίχους, στον πάγκο. Παντού κεριά. Και τότε έβγαινε η τεράστια πιατέλα με τα μακαρόνια που έπαιρναν φωτιά και ο σερβιτόρος τα περιέφερε σε όλο τον χώρο με τους θαμώνες να επευφημούν και να χειροκροτούν.
Η μαϊμού στα δικαστήρια της Σανταρόζα
Μια μέρα τον φώναξαν για άλλη μια φορά στα δικαστήρια που τότε ήταν στην οδό Σανταρόζα. Ο Paezano, πήγε, μόνο που στον ώμο του είχε την μαϊμού του. Κάποια στιγμή μέσα στην αίθουσα λύνει το μαϊμουδάκι το οποίο αρχίζει να σκαρφαλώνει παντού και να χοροπηδάει σαν τρελό.
Πανικός μέσα στην αίθουσα. Όλοι να κυνηγάνε την μαϊμού, ο Πρόεδρος να φωνάζει, οι δικηγόροι να γελάνε, το ακροατήριο να ουρλιάζει και η μαϊμού να χοροπηδάει και να πιάνει τα δικόγραφα και να τα πετάει στον αέρα. Τότε άρχισαν να κυνηγάνε την μαϊμού οι αστυνομικοί. Πού να την πιάσουν.
Οι κροκόδειλοι
Κάποια στιγμή ο Paezano αποφάσισε να φέρει κροκόδειλους στο μαγαζί του. Σε συνέντευξη που είχε δώσει στο newbeast, είχε πει για το περιστατικό: «Κατάφερα να ξεγελάσω τους τελωνειακούς όταν τους έφερα (τους κροκόδειλους) στο Ανατολικό αεροδρόμιο. Με ρωτούσαν μάλιστα τι είχα μέσα στο κουτί που κουβαλούσα από την αραπιά (Αίγυπτο). Αρχικά ισχυρίστηκα ότι είχα παπούτσια και είχα ανοίξει τρύπες στο κουτί για να παίρνουν αέρα. Με έλεγξαν εάν κουβαλούσα ηλεκτρονικά από το εξωτερικό. Τους είπα ότι είχα κροκόδειλους. “Άντε φύγε ρε από ‘δω, βλάκα”, είπε ο ένας από τους τελωνιακούς, με έδιωξε, κι έτσι πέρασα τον έλεγχο».
Όμως κάποια στιγμή ο ένας από τους δυο κροκόδειλους κατάφερε να το σκάσει. Ο Paezano πήγε στο αστυνομικό τμήμα της Κυψέλης και ανέφερε τι είχε συμβεί. Οι αστυνομικοί τον άκουγαν εμβρόντητοι με το στόμα ανοιχτό. Ένας κροκόδειλος το είχε σκάσει και κυκλοφορούσε ελεύθερος στους δρόμους της Κυψέλης.
Και ο Paezano συνεχίζει: «Την επομένη με φώναξε ο εισαγγελέας. “Δεν φταίω, ζωάκια είναι, την κοπάνησε το ένα”, είπα εγώ απολογούμενος. Κάποια στιγμή με ειδοποίησαν ότι βρήκαν τον κροκόδειλο στη Φωκίωνος. Τον είχε πατήσει ένα αυτοκίνητο. Κι έτσι ηρέμησα από τον εισαγγελέα. Λίγο καιρό μετά ξαναπήγα στην Αίγυπτο, αγόρασα ακόμα έναν και τον έφερα στην Ελλάδα για να έχει παρέα ο άλλος. Τους αμόλησα στο σιντριβάνι της Φωκίωνος και την περνούσαν εκεί μέχρι που κάποιο γυφτάκι τους πετροβόλησε και τους σκότωσε».
Το 1996 και οδεύοντας προς το 2.000 η Αθήνα αρχίζει να αλλάζει. Το ίδιο και η Φωκίωνος Νέγρη. Άρχισαν να ξεφυτρώνουν πολλά καφέ. Τότε ο Paezano έπρεπε να αποφασίσει εάν θα έμενε στην περιοχή ή θα έφευγε για την πλατεία Αβησσυνίας που ήταν το νέο στέκι της εποχής. Και τότε κάποιος του έκανε πρόταση να αγοράσει το μαγαζί του. Το πούλησε.
Ο ίδιος όπως είχε πει, στεναχωρήθηκε πολύ. Πάρα πολύ. Αποφάσισε να επιστρέψει πίσω στις ρίζες του. Όχι στην Αίγυπτο αλλά στην Κρήτη. Στις Αρχάνες. Αποσύρθηκε. Τα παιδιά του μεγάλωσαν και έμειναν στην Αθήνα. Έκαναν δικές τους οικογένειες.
Εκείνος έμεινε σε ένα κτήμα σε ένα βουνό στην Καλή Ράχη. Έμεινε μαζί με τη γυναίκα της ζωής του. Μια Αμερικανίδα που είχε γνωρίσει παλιά και ήταν μαζί 49 χρόνια. Τον τελευταίο καιρό ο Paezano αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας.
Έφυγε σήμερα. Έζησε μια γεμάτη ζωή που δεν χώρεσε σε κανένα καλούπι. «Έζησα όμως. Ταξίδεψα αρκετά. Γνώρισα πολύ κόσμο. Βοήθησα καταστάσεις όπου μπορούσα. Απέκτησα πέντε εγγόνια». Είχε πει.