Κάποια νεαρή δασκάλα Μαρία Καλημαγείρου, με καταγωγή απ’ τη Μικρά Ασία, ασθενούσε από βαριά νευρασθένεια, που ήδη έφθανε στην τρέλα. Μετά από πολύχρονη και μάταια θεραπεία στην Αθηναϊκή πολυκλινική η μητέρα της την πήγε στην Τήνο. Όταν έφθασαν εκεί, η Μαρία δεν ήθελε με τίποτα να πάει στην εκκλησία.
Την πήγαν στο ξενοδοχείο. Το βράδυ την ξεγέλασαν και την κάλεσαν δήθεν για βόλτα. Όταν περπάτησαν λίγο, λέει ξαφνικά η Μαρία, ότι κάτι την τραβά δυνατά προς την εκκλησία και κάλεσε τη μητέρα της και τους άλλους οι οποίοι ήταν μαζί τους να πάνε στην εκκλησία.
Ερχόμενοι στην εκκλησία, βρήκαν την πόρτα κλειστή. Λυπήθηκαν γι’ αυτό. Τότε ο αδελφός της Μαρίας κοίταξε μέσα απ’ το παράθυρο της εκκλησίας και είπε:
– Είμαστε τυχεροί. Να, μέσα είναι μια μοναχή, θα έρθει να μας ανοίξει.
Η γυναίκα αυτή άρχισε να γίνεται όλο μεγαλύτερη και μεγαλύτερη ώσπου έγινε τεραστίων διαστάσεων. Εξαφανίστηκε και τότε ακούστηκε δυνατός κρότος στην εκκλησία. Ό κρότος ακούστηκε μακριά.
Γρήγορα κάλεσαν τους εκκλησιαστικούς επιτρόπους. Άνοιξαν την εκκλησία και δε βρήκαν κανέναν στην εκκλησία. Όμως η κορύφωση του θαύματος ήταν αυτή, αφού μετά απ’ αυτό τον κρότο η δασκάλα Μαρία έγινε εντελώς καλά.
Χαρούμενη η μητέρα και η κόρη, χαρούμενος ο αδελφός και όλος ο χριστιανικός λαός της Τήνου. Αυτό το θαύμα ακούστηκε σ’ όλη την Ελλάδα και περί αυτού λέγεται πάντοτε και γράφεται.
Αυτό έγινε στις αρχές του μήνα Σεπτεμβρίου του σωτηρίου έτους 1935.
Από το βιβλίο του Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Εμμανουήλ», των εκδόσεων Χρόες