Back to top

Το βασικό σχέδιο της CIA για να «παίρνει στα χέρια» της τα πιο προηγμένα ρωσικά όπλα (φωτό, βίντεο)

10/02/2018 - 13:10

Μερικές φορές η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου φαινόταν σαν ένα μεγάλο «κυνήγι θησαυρού». Όταν η μια πλευρά αποκάλυπτε ένα καινούριο όπλο. άλλη προσπαθούσε με κάθε τρόπο να το πάρει στα χέρια της, να κάνει ένα αντίγραφο και να το αναλύσει, να χρησιμοποιήσει την τεχνολογία του εις βάρος της αντίπαλης πλευράς (το γνωστό reverse-engineer) ή να το δώσει στους αντάρτες που είχαν υπό την «φτερούγα» τους.

Οι ΗΠΑ ονόμασαν όλη αυτήν την διαδικασία ως Εξωστρεφή Στρατιωτική Εκμετάλλευση (Foreign Military Exploitation - FME). Μία συλλογή έγγραφων που είδε το φως της δημοσιότητας δείχνει το ποσό εκτεταμένη ήταν η εκστρατεία της Αμερικής για ν’ αποκτήσει τα τελευταία ρωσικά όπλα.

Για παράδειγμα, μια έκθεση της Αεροπορίας των ΗΠΑ από το 1951 περιγραφεί το πως ήρθε στα χέρια της η ευκαιρία να εξετάσει ένα σοβιετικό μαχητικό αεροσκάφος MiG-15 που συγκλόνισε τους Αμερικάνους πιλότους στην Κορέα. Μετά από μια σκληρή αερομαχία βορειοδυτικά της Πιονγιάνγκ στις 9 Ιουλίου 1951, ένας πιλότος MiG-15 εγκατέλειψε το μαχητικό αεροσκάφος προτού αυτό συντριβεί στην θάλασσα κοντά στην δυτική ακτή της Κορέας. 

Βρετανικό αεροσκάφος εντόπισε εντόπισε τα συντρίμμια άλλα η ομάδα της Αεροπορίας των ΗΠΑ δεν μπόρεσε ν΄ ανακτήσει το μαχητικό.

Στα τέλη του Ιουλίου του 1951, μια συνδυασμένη αμερικανοβρετανική ναυτική και αεροπορική δύναμη προσπάθησε ξανά. Παρά τα πυρά από κομουνιστικές δυνάμεις - οι οποίες προσπαθούσαν επίσης ν’ ανακτήσουν το μαχητικό αεροσκάφος - οι αμερικανοβρετανικές δυνάμεις κατάφεραν κυριολεκτικά ολόκληρο το αεροσκάφος το οποίο εστάλη στις ΗΠΑ γι’ ανάλυση.

Άλλο ένα κατεστραμμένο αεροσκάφος αποδείχθηκε «χρυσωρυχείο» όπως το Yak-28 Firebar που συνετρίβη στο δυτικό Βερολίνο τον Απρίλιο του 1966.

Ίσως η πιο διάσημη περίπτωση της σοβιετικής τεχνολογίας ήρθε στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν η CIA «δανείστηκε» και φωτογράφησε έναν σοβιετικό δορυφόρο Luna που εκτίθετο στο Μεξικό. 

Το 1965 η CIA κανόνισε να πάρει ένα νέο σοβιετικό ελικόπτερο Mi-8 και ζήτησε επίσης 100.000 δολάρια για να αποκτήσει έναν σοβιετικό ψηφιακό υπολογιστή Minsk-2 (δεν αναφέρεται εάν η επιχείρηση ήταν επιτυχημένη).

Η συνεχώς μεταβαλλόμενες συμμαχίες του Ψυχρού Πολέμου σήμαιναν ότι τα όπλα που δόθηκαν σε έναν σύμμαχο στον Τρίτο Κόσμο συχνά θα κατέληγαν στην αντίπαλη υπερδύναμη όταν ένας σύμμαχος άλλαζε πλευρές.

Έτσι λοιπόν η CIA απέκτησε σοβιετικά αντιαεροπορικά όπλα που παραδόθηκαν στην Γκάνα, τα οποία στην συνέχεια πρόσφεραν στις ΗΠΑ (ομοίως, οι Σοβιετικοί είχαν πιθανώς «κοιτάξει» τα F-14 και άλλα αμερικανικά όπλα που είχαν παραδοθεί στο Ιράν μετά την ισλαμική επανάσταση) .

Το πρόβλημα με τις επιχειρήσεις πληροφοριών είναι ότι σήμα δεν είναι ξεκάθαρο εάν τ’ αποτέλεσμα επιβεβαιώνουν την όλη προσπάθεια. Αλλά τα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα ξεκαθαρίζουν ότι η απόκτηση του σοβιετικού εξοπλισμού και τεχνικών εγχειριδίων απέδωσε καρπούς ειδικά για την αμερικάνικη Αεροπορία.

Για παράδειγμα το υπόμνημα του Ιουλίου του 1966 που έστειλε η USAF στην CIA σχετικά με τον σοβιετικό αντιαεροπορικό πύραυλο SA-2.

«Αναμφισβήτητα γνωρίζετε ότι οι πιλότοι του Ναυτικού και της Αεροπορίας έχουν σημειώσει σημαντική επιτυχία στην αποφυγή πληγμάτων από το σύστημα SA-2 στο Βόρειο Βιετνάμ», έγραφε ο υποπτέραρχος της αμερικάνικης Αεροπορίας Joseph Carroll.

«Ένα μέρος αυτής της επιτυχίας οφείλεται στα εγχειρίδια και άλλες πληροφορίες που είχαν εξασφαλιστεί από την Υπηρεσία σας [σ.σ. την CIA] και δόθηκαν στο ΥΠΑΜ για μελέτη».

Ωστόσο, το υπόμνημα της Αεροπορίας εξέφραζε επίσης την απογοήτευσή του για το γεγονός ότι οι ΗΠΑ δεν είχαν ακόμη αποκτήσει ένα πραγματικό σύστημα SA-2 για μελέτη. Αυτή η ευκαιρία προέκυψε μετά τον πόλεμο των «Έξι Ημερών» του 1967, όταν το Ισραήλ κατέλαβε κάποιους από την Αίγυπτο.

Έτσι η καλύτερη πηγή της Αμερικής για την ανάλυση των σοβιετικών όπλων ήταν το Ισραήλ, το οποίο συγκέντρωσε ένα τεράστιο οπλοστάσιο ρωσικών όπλων από τους αραβικούς στρατούς το 1967, το 1973 και το 1982. Αλλά η εξέλιξη ήταν κάτι λιγότερο από ομαλή.

Για παράδειγμα ένα υπόμνημα από τον Ιούνιο του 1967 έκανε λόγο ότι ένα μεγάλο μέρος του εξοπλισμού που καταλήφθηκε κατά την διάρκεια του πολέμου των «Έξι Ημερών» «χρειάζεται αμέσως στο ΥΠΑΜ για εκμετάλλευση πληροφοριών».

Ωστόσο, ένα υπόμνημα Αεροπορίας του Σεπτεμβρίου του 1967 παραπονέθηκε ότι ενώ το Ισραήλ είχε χορηγήσει στις ΗΠΑ πρόσβαση σε μεγάλο βαθμό, οι Ισραηλινοί είχαν επιδείξει«διστακτικότητα» επιτρέποντας στην επιθεώρηση των αντικειμένων υψηλής προτεραιότητας, ειδικά του βλήματος SA-2 (η αμερικανική Αεροπορία υπαινισσόταν ότι οι Ισραηλινοί στόχευαν στην ανταλλαγή πρόσβασης για αμερικανικά όπλα).

Παρόλα αυτά, οι ΗΠΑ απέκτησαν τελικά πλήρη πρόσβαση στον κατακτημένο σοβιετικό εξοπλισμό, συμπεριλαμβανομένων των βλημάτων SA-2 και του ραντάρ Fan Song (το οποίο οι Αμερικανοί ήθελαν απεγνωσμένα να εξετάσουν για παρεμβολές), αντιαεροπορικά όπλα και άρματα μάχης. 

«Αυτή η συνολική προσπάθεια εκμετάλλευσης αναμένεται να καλύψει πολλά αμερικανικά κενά τεχνογνωσίας και έρευνας, μερικά από τα οποία είναι ευθέως συνδεόμενα με την Νοτιοανατολική Ασία», ανέφερε η USAF. Αυτά τα στοιχεία έδειχναν τα σοβιετικά «κριτήρια σχεδιασμού, τον ποιοτικό έλεγχο της παραγωγής και τη φιλοσοφία έρευνας και ανάπτυξης».

Τα σοβιετικά όπλα μπορούσαν να παραχωρηθούν σε οπαδούς που μάχονταν τους Σοβιετικούς και τους συμμάχους τους, κυρίως σε Αφγανούς αντάρτες που πολεμούσαν την ΕΣΣΔ.

Ξανά, το 1982, το Ισραήλ ήταν μια πηγή μετά την κατάληψη τεραστίων αποθεμάτων σοβιετικού εξοπλισμού κατά την διάρκεια του πολέμου του Λιβάνου. Αν και αυτή η σύγκρουση προκάλεσε ένταση μεταξύ Αμερικής και Ισραήλ, έδωσε επίσης στο Πεντάγωνο ανεκτίμητες πληροφορίες για τα προηγμένα σοβιετικά όπλα, όπως το μαχητικό αεροσκάφος MiG-23 και το άρμα μάχης T-72.

Η ΗΠΑ πίστευαν ότι θα λάμβαναν τα «καλούδια» από το Ισραήλ δωρεάν. «Ενώ αναγνωρίζουμε ότι η σημερινή μας διαπραγματευτική θέση με τους Ισραηλινούς είναι πολύ χαμηλή», έγραφε ο διευθυντής της CIA Γουίλιαμ Κέισι στον υπουργό Άμυνας Caspar Weinberger «ζητούμε, ωστόσο, την βοήθειά σας … να εφαρμόσετε την μόχλευση που απαιτείται για την απόκτηση αυτών των όπλων με χαμηλό ή μηδενικό κόστος στην αμερικανική κυβέρνηση»