Παρά την υπεροχή του τουρκικού στρατού στην επιχείρηση εισβολής στην Αφρίν - όχι μόνο σε αριθμό στρατιωτών αλλά και σε οπλικά συστήματα όπου ήταν συντριπτική - η Τουρκία χρειάστηκε τελικά περίπου δύο μήνες για να την φέρει εις πέρας ενώ αρχικά υπολόγιζε ότι θα της έπαιρνε μια εβδομάδα για να καταλάβει την πόλη.
Υπενθυμίζουμε πως με την εξαίρεση ενός διαδρόμου που το συνέδεε με την περιοχή που ελέγχει το καθεστώς Άσαντ, το καντόνι του Αφρίν είχε γύρω του εχθρικά εδάφη. Σε ένα μεγάλο μέρος της περιμέτρου είναι η Τουρκία και σε ένα άλλο οι περιοχές που βρίσκονται υπό τον έλεγχο των ένοπλων ισλαμικών οργανώσεων. Οι εν λόγω οργανώσεις, που καθοδηγούνται από την Άγκυρα, συμμετείχαν πλήρως στην επιχείρηση «Κλάδος Ελαίας».
Το σχέδιο των Τούρκων ήταν να προωθηθούν σε όλη σχεδόν την περίμετρο του καντονίου για να δημιουργήσουν μία ζώνη προστασίας τουρκικών πόλων από κουρδικά πυρά. Στη συνέχεια, πραγματοποίησαν δύο επιθέσεις από Βορρά και Νότο, με σκοπό να καταλάβουν τις δύο ορεινές περιοχές περιοχή. Όταν με δυσκολία το επέτυχαν, ο δρόμος για την πόλη Αφρίν ήταν ανοιχτός και από τις δύο κατευθύνσεις, λόγω του πεδινού εδάφους που επέτρεπε την προέλαση των τεθωρακισμένων.
Εκείνη τη χρονική στιγμή, οι Κούρδοι έπαψαν να πολεμούν σαν τακτικός στρατός και υιοθέτησαν τακτικές ανταρτοπολέμου, με τις οποίες, άλλωστε, είναι εξοικειωμένοι. Όταν, μάλιστα, ο τουρκικός στρατός και οι ισλαμιστές βρέθηκαν προ των θυρών, επιτιθέμενοι στην πόλη σε δύο μέτωπα, από δυτικά και ανατολικά (το πρωί της Κυριακής), το YPG επέλεξε να διασώσει τις δυνάμεις του, αντί να τις καταδικάσει σε μία εκ των προτέρων χαμένη μάχη εντός τους αστικού ιστού.
Η κατάληψη του Αφρίν δημιουργεί νέα δεδομένα επί του πεδίου. Υπενθυμίζουμε ότι το 2014 οι τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους πολιορκούσαν την πόλη Κομπάνι, το τελευταίο προπύργιο των Κούρδων. Οι Κούρδοι του YPG, με την βοήθεια των Αμερικανών στον αέρα, κατάφεραν να περάσουν στην αντεπίθεση. Συσπειρώνοντας γύρω τους και Άραβες και Γεζίντι μαχητές (στο πλαίσιο των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων) έθεσαν σταδιακά υπό τον έλεγχό τους όλη τη βορειοανατολική Συρία.
Στρατηγικός στόχος τους ήταν να κινηθούν προς δυσμάς με σκοπό να ενώσουν το απομονωμένο κουρδικό καντόνι του Αφρίν στη βορειοδυτική Συρία και στη συνέχεια να δημιουργήσουν έναν διάδρομο για να αποκτήσουν πρόσβαση στη θάλασσα. Η Μεσόγειος, άλλωστε, δεν απέχει πολύ από το Αφρίν. Στο πλαίσιο αυτού του σχεδιασμού, πέρασαν από ανατολικά προς δυτικά τον Ευφράτη και μετά από σκληρές μάχες κατέλαβαν από το Ισλαμικό Κράτος την πόλη Μπανμπίτζ.
Η εξέλιξη αυτή εξώθησε την Άγκυρα να εισβάλει στη βόρεια Συρία με σκοπό ακριβώς να ματαιώσει τα σχέδια των Κούρδων. Με την επιχείρηση «Ασπίδα του Ευφράτη», οι Τούρκοι κινήθηκαν προς νότο, λίγο δυτικότερα της Μανμπίτζ. Οι τζιχαντιστές παρέδωσαν την παραμεθόριο συριακή πόλη Τζαραμπλούς αμαχητί. Ο τουρκικός στρατός έφθασε μέχρι την κωμόπολη Αλ Μπαμπ, την οποία κατέλαβε με δυσκολία από το Ισλαμικό Κράτος. Κατ' αυτό τον τρόπο έκλεισε τον δρόμο των Κούρδων προς δυσμάς.
Για εκείνη την τουρκική επιχείρηση, ο Ερντογάν είχε εξασφαλίσει το «πράσινο φως» και του Πούτιν, με τον οποίο ήδη συνέπλεε, αλλά και της Ουάσιγκτον, η οποία δεν ήθελε να έρθει σε ρήξη με την Άγκυρα. Για ένα διάστημα διαμορφώθηκε μία ασταθής ισορροπία. Αυτή ανετράπη, όταν οι Αμερικανοί ανακοίνωσαν πως θα συγκροτηθεί μία δύναμη 30.000 μαχητών με κορμό τους Κούρδους, η οποία θα έχει αποστολή τη φύλαξη των συνόρων με την Τουρκία.
Εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι ο εναέριος χώρος στην περιοχή που βρίσκεται το Αφρίν ελέγχεται από τους Ρώσους, ο Ερντογάν εξασφάλισε από τον Πούτιν το «πράσινο φως» για την εισβολή στο Αφρίν. Οι Κούρδοι δεν είχαν δεχθεί τη ρωσική πρόταση να το παραδώσουν στον έλεγχο του Άσαντ, με αποτέλεσμα η ρωσική δύναμη που υπήρχε εκεί και συνεργαζόταν με την κουρδική διοίκηση να αποχωρήσει. Από την πλευρά τους, οι Αμερικανοί ούτε είχαν τη δυνατότητα να αποτρέψουν την τουρκική εισβολή, ούτε καν το προσπάθησαν έστω σε διπλωματικό επίπεδο. Δεν ήθελαν να αντιπαρατεθούν στον Ερντογάν, ελπίζοντας ότι τελικώς θα τον επαναφέρουν στο δυτικό στρατόπεδο.
Όταν με καθυστέρηση οι Κούρδοι διαπίστωσαν ότι δεν μπορούσαν να αντισταθούν για πολύ, ζήτησαν να παραδώσουν την περιοχή στο καθεστώς Άσαντ. Ήταν, όμως, αργά. Οι πολιτοφύλακες που έστειλε η Δαμασκός δεν ήταν ικανοί να αλλάξουν την πορεία των πραγμάτων. Ήταν περισσότερο μία συμβολική κίνηση. Η Μόσχα, άλλωστε, είχε υποσχεθεί στον Ερντογάν ελευθερία κινήσεων, εξασφαλίζοντας ανταλλάγματα σε άλλα μέτωπα. Ο Άσαντ φοβάται δικαιολογημένα ότι οι Τούρκοι δεν θα φύγουν εύκολα από τα συριακά εδάφη, αλλά δεν είχε περιθώρια να αντιταχθεί.
Η πτώση του Αφρίν ακυρώνει -τουλάχιστον για το ορατό μέλλον- τη στρατηγική των Κούρδων να κινηθούν προς δυσμάς. Με αυτή την έννοια, πρόκειται για επιτυχία της Άγκυρας, η οποία στις κατεχόμενες συριακές περιοχές ήδη οικοδομεί πρόπλασμα τουρκικών κρατικών δομών, επιβεβαιώνοντας την ανομολόγητη, αλλά προφανή πρόθεσή της μελλοντικά να προσαρτήσει την περιοχή. Ουσιαστικά, δηλαδή, να επαναλάβει αυτό που είχε κάνει με την Αλεξανδρέττα στη δεκαετία του 1930.
Στρατηγικός στόχος της Τουρκίας είναι η στρατιωτική και πολιτική εξουδετέρωση του κουρδικού παράγοντα σε όλη τη βόρειο Συρία. Ο Ερντογάν, μάλιστα, είχε απειλήσει τους Αμερικανούς πως εάν επιχειρήσουν να εμποδίσουν τον τουρκικό στρατό θα δοκιμάσουν «οθωμανικά χαστούκια». Πέρα, όμως, από τους λεονταρισμούς, αυτό που συζητήθηκε στη συνάντηση Ερντογάν-Τίλερσον είναι οι Κούρδοι να αποσυρθούν ανατολικά του Ευφράτη και να παραδώσουν την Μπανμπίτζ σε μία μικτή διοίκηση Αμερικανών, Τούρκων και ντόπιων.
Η σύμπραξη της Άγκυρας με τη Μόσχα έχει αλλάξει τα δεδομένα στην περιοχή. Η Ουάσιγκτον -και μαζί της όλη η Δύση- περιέλθει σε εμφανώς μειονεκτική θέση στο συριακό μέτωπο. Εκεί, το πλεονέκτημα το έχουν πλέον οι Ρώσοι και οι Ιρανοί, που στηρίζουν το καθεστώς Άσαντ, και εν μέρει οι Τούρκοι. Ο λόγος που οι Αμερικανοί είναι πολύ δύσκολο να εγκαταλείψουν ολοσχερώς τον κουρδικό παράγοντα δεν είναι η πίστη τους σε έναν αξιόμαχο σύμμαχο. Είναι ότι χωρίς αυτόν, ουσιαστικά θα βρεθούν έξω από την «καρδιά» της Μέσης Ανατολής με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ειδικά όταν το δίδυμο Τραμπ-Πομπέο έχει ανοίξει μέτωπο με την Τεχεράνη.
Στην πραγματικότητα, ούτε η Μόσχα ούτε η Τεχεράνη θέλουν ενίσχυση της Τουρκίας, αλλά για τον Πούτιν μετράει περισσότερο να κρατάει τον Ερντογάν δίπλα του. Οι Τούρκοι έχουν ήδη εγκατασταθεί εντός της συριακής επικράτειας και με πρόσχημα ότι το κουρδικό YPG απειλεί την εθνική ασφάλεια της χώρας τους θα κάνουν ό,τι μπορούν για να παραμείνουν εκεί. Στις περιοχές που ήδη κατέχουν, άλλωστε, αλλοιώνουν με συστηματικό τρόπο την πληθυσμιακή σύνθεση, εγκαθιστώντας σε κουρδικές περιοχές φανατικούς σουνίτες, οι περισσότεροι εκ των οποίων είχαν τζιχαντιστική δράση.
Αυτός είναι ο λόγος που ο Άσαντ, έστω και εμμέσως, έστω και ελλιπώς, ανταποκρίθηκε στην έκκληση των Κούρδων να στείλει δυνάμεις στο Αφρίν. Είναι σαφές πως τους προτιμάει από τους Τούρκους. Οι Κούρδοι δεν έχουν στραφεί εναντίον του καθεστώτος του και έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο για να επιτευχθεί η στρατιωτική συρρίκνωση του Ισλαμικού Κράτους, γεγονός που βοήθησε αποφασιστικά το καθεστώς να επιβιώσει και να ανακτήσει τον έλεγχο πολύ μεγάλου μέρους της νότιας και κεντρικής Συρίας.
Εκτός αυτού, διεκδικούν αυτονομία εντός του συριακού κράτους και όχι απόσχιση. Ένα καθεστώς αυτονομίας των Κούρδων στη βόρεια Συρία από μία άποψη βολεύει τον Άσαντ, επειδή θα λειτουργεί σαν γεωπολιτικό «μαξιλάρι» μεταξύ αυτού και της επικίνδυνης Τουρκίας. Από την άλλη πλευρά, όμως, ο Άσαντ ήταν υποχρεωμένος να ευθυγραμμισθεί με τις ρωσικές οδηγίες.
Η Μόσχα και περισσότερο η Τεχεράνη μπορεί να συνεργάζονται με την Άγκυρα, αλλά διατηρούν τις επιφυλάξεις τους. Όχι μόνο, επειδή η Τουρκία είναι οργανικά συνδεδεμένη με τη Δύση, αλλά και επειδή τα συμφέροντά τους με στρατηγικούς όρους είναι αντιτιθέμενα. Αυτή την περίοδο συμπλέουν μαζί της με τακτικούς όρους και σε κλίμα δυσπιστίας. Έτσι, ενώ δεν θέλουν να στραφούν εναντίον της, δεν θέλουν και την ενδυνάμωσή της. Γι’ αυτό και της άναψαν το πράσινο φως όσον αφορά την επιχείρηση εναντίον του Αφρίν.
Ο Πούτιν προσπαθεί να ισορροπήσει. Από τη μία άναψε «πράσινο φως» στον Ερντογάν όσον αφορά την εισβολή στο Αφρίν, αλλά από την άλλη θα του είναι δύσκολο να αποδεχθεί μία μόνιμη τουρκική κατοχή στη βορειοδυτική Συρία. Η εικόνα θα αρχίσει να ξεκαθαρίζει όταν θα τεθεί το ζήτημα ποιος θα ελέγξει την περιοχή.