
H επανεισαγωγή των λύκων στα Χάιλαντς της Σκωτίας θα μπορούσε να οδηγήσει σε επέκταση των τοπικών δασών, τα οποία θα μπορούσαν να απορροφήσουν και να αποθηκεύσουν 1 εκατομμύριο τόνους διοξειδίου του άνθρακα ετησίως, σύμφωνα με ερευνητές. Μια μελέτη με επικεφαλής ερευνητές του Πανεπιστημίου του Leeds ανέφερε ότι η επανεισαγωγή του είδους στα βουνά Cairngorms, καθώς και στα νοτιοδυτικά, βορειοδυτικά και κεντρικά Χάιλαντς θα μπορούσε να βοηθήσει στον περιορισμό του προβλήματος που δημιουργούν τα κόκκινα ελάφια που τρώνε δενδρύλλια, γεγονός που σταματά τη φυσική αναγέννηση των δασών, όπως αναφέρει ο Guardian. Οι επιστήμονες εκτίμησαν ότι αν επανεισάγονταν λύκοι, θα ευδοκιμούσε ένας πληθυσμός περίπου 167 ζώων, ο οποίος, όπως είπαν, θα ήταν αρκετός για να μειώσει τους πληθυσμούς των κόκκινων ελαφιών σε επίπεδο που θα επέτρεπε τη φυσική αναγέννηση των δέντρων. Η έρευνα έδειξε ότι αυτό από μόνο του θα μπορούσε να συμβάλει περίπου στο 5% του στόχου απομάκρυνσης του άνθρακα για τα δάση του Ηνωμένου Βασιλείου, που αντιστοιχεί περίπου σε 1 εκατομμύριο τόνους. Η μελέτη εκτίμησε ότι κάθε λύκος θα οδηγούσε σε μια ετήσια ικανότητα απορρόφησης άνθρακα 6.080 τόνων διοξειδίου του άνθρακα, καθιστώντας έτσι κάθε λύκο να έχει αξία περίπου 154.000 λίρες (185.487 ευρώ), χρησιμοποιώντας αποδεκτές αποτιμήσεις άνθρακα. Η έρευνα, η οποία δημοσιεύθηκε τη Δευτέρα στο περιοδικό Ecological Solutions and Evidence, είναι η πρώτη φορά που καταγράφεται ο αντίκτυπος που θα είχε η επανεισαγωγή των λύκων στην επέκταση των δασών και στην αποθήκευση άνθρακα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, καθηγητής Dominick Spracklen, από τη Σχολή Γης και Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου του Leeds, δήλωσε: «Αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο ότι η κρίση του κλίματος και της βιοποικιλότητας δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μεμονωμένα. Πρέπει να εξετάσουμε τον πιθανό ρόλο των φυσικών διεργασιών, όπως η επανεισαγωγή ειδών για την ανάκαμψη των υποβαθμισμένων οικοσυστημάτων μας και αυτές με τη σειρά τους μπορούν να αποφέρουν οφέλη για την ανάκαμψη του κλίματος και της φύσης».
Αντιδράσεις στην έρευνα
Είναι ευρέως αποδεκτό ότι οι λύκοι εξαλείφθηκαν επίσημα από τη Σκωτία πριν από περίπου 250 χρόνια, αν και το ακριβές έτος δεν είναι γνωστό. Αυτό άφησε τα κόκκινα ελάφια χωρίς φυσικούς θηρευτές, και ενώ καταβλήθηκαν προσπάθειες για να διατηρηθεί ο πληθυσμός υπό έλεγχο, αυξήθηκε τα τελευταία 100 χρόνια σε περίπου 400.000 σήμερα μόνο στη Σκωτία. Οι ερευνητές δήλωσαν ότι μόνο το 4% της Σκωτίας καλύπτεται σήμερα από ενδημικά δάση, καθιστώντας την ένα από τα λιγότερο ενδημικά δασωμένα μέρη στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός των λύκων στη δυτική Ευρώπη είναι περίπου 12.000 και τα ζώα καταλαμβάνουν το 67% της πρώην επικράτειάς τους. Οι ερευνητές δήλωσαν ότι αναμένουν κάποιες αντιδράσεις για την έρευνά τους, ιδίως από τους κυνηγούς ελαφιών και τους αγρότες που ανησυχούν για τα ζώα. Η πολιτική της επανεισαγωγής των λύκων ως κορυφαίων θηρευτών στη Σκωτία έχει διχάσει έντονα, με ορισμένους αγρότες και αγροτικές κοινότητες να αντιτίθενται στο μέτρο. Οι πληθυσμοί των λύκων αποτέλεσαν επίσης «αλεξικέραυνο» για συζητήσεις στην Ευρώπη, όπου το είδος έχει σημειώσει αξιοσημείωτη επιστροφή. Αλλά οι ερευνητές λένε ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη τα οφέλη. Ο Lee Schofield, συν-συγγραφέας της μελέτης, δήλωσε: «Στόχος μας είναι να παράσχουμε νέες πληροφορίες για να ενημερώσουμε τις τρέχουσες και μελλοντικές συζητήσεις σχετικά με την πιθανότητα επανεισαγωγής λύκων τόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο όσο και αλλού». Και συνέχισε: «Αναγνωρίζουμε ότι η ουσιαστική και ευρεία δέσμευση των ενδιαφερόμενων μερών και του κοινού θα ήταν σαφώς απαραίτητη πριν εξεταστεί το ενδεχόμενο επανεισαγωγής λύκων». «Οι συγκρούσεις μεταξύ ανθρώπου και άγριας ζωής στις οποίες εμπλέκονται σαρκοφάγα ζώα είναι συχνές και πρέπει να αντιμετωπιστούν μέσω δημόσιων πολιτικών που λαμβάνουν υπόψη τις στάσεις των ανθρώπων για να είναι επιτυχής μια επανεισαγωγή».