Η ετυμηγορία, που αναμενόταν αρχικά να εκδοθεί σήμερα, στη δίκη στη Μιανμάρ των δύο δημοσιογράφων του Reuters που κατηγορούνται για παραβίαση του «Νόμου Περί Κρατικών Απορρήτων», αναβλήθηκε για τις 3 Σεπτεμβρίου, ανακοίνωσε σήμερα η δικαιοσύνη της Μιανμάρ, επικαλούμενη λόγους υγείας του δικαστή που έχει αναλάβει την υπόθεση.
«Ο δικαστής Γε Λουίν είναι άρρωστος και νοσηλεύεται από τις 24 Αυγούστου. Γι’ αυτό η ετυμηγορία θα εκδοθεί στις 3 Σεπτεμβρίου», δήλωσε ο δικαστής Χιν Μάουνγκ Μάουνγκ κατά τη διαδικασία.
Αν κριθούν ένοχοι, ο 32χρονος Ουά Λόουν και ο 28χρονος Κέι Σου Όου, οι οποίοι έχουν προφυλακιστεί από το Δεκέμβριο του 2017, μπορεί να καταδικαστούν σε ποινή κάθειρξης 14 ετών.
«Δεν έχει μεγάλη σημασία τι θα αποφασιστεί για μας, δεν φοβόμαστε», είχε δηλώσει ο Ουά Λόουν πριν από την ανακοίνωση της αναβολής.
«Η αλήθεια είναι με το μέρος μας και δεν κάναμε τίποτε κακό», είχε σημειώσει.
Οι αρχές της Μιανμάρ κατηγορούν τους δύο δημοσιογράφους του Reuters ότι είχαν στην κατοχή τους απόρρητα έγγραφα σχετικά με τις επιχειρήσεις των δυνάμεων ασφαλείας στην πολιτεία Ραχίν, στο βορειοδυτικό τμήμα της χώρας, στην οποία διαδραματίστηκε η τραγωδία των Ροχίνγκια.
Οι δημοσιογράφοι ερευνούσαν σχετικά με τη σφαγή μελών της μουσουλμανικής αυτής μειονότητας στο χωριό Ιν Ντιν. Ορισμένες ημέρες μετά τη σύλληψή τους, ο στρατός της Μιανμάρ αναγνώρισε ότι στρατιώτες και βουδιστές χωρικοί σκότωσαν εν ψυχρώ αιχμαλώτους Ροχίνγκια στις 2 Σεπτεμβρίου του 2017. Επτά στρατιωτικοί καταδικάστηκαν σε κάθειρξη 10 ετών για τη σφαγή αυτή.
Μια καταδίκη των δύο δημοσιογράφων του Reuters εγκυμονεί τον κίνδυνο να υποστεί κι άλλο πλήγμα η εικόνα της Αούνγκ Σαν Σου Κι.
Η βραβευθείσα με Νόμπελ Ειρήνης το 1991, η οποία είναι επικεφαλής της εκλεγμένης κυβέρνησης που βρίσκεται στην εξουσία της χώρας από το 2016, έχει επικριθεί πολύ έντονα για αδράνεια όσον αφορά τη διαχείριση της κρίσης με τους Ροχίνγκια και για τη σιγή που τηρεί όσον αφορά τον ρόλο του στρατού.
Κατά τη δίκη των δύο δημοσιογράφων η διεθνής κοινότητα έχει απευθύνει επανειλημμένως αιτήματα στη Μιανμάρ για την απελευθέρωσή τους και για την υπεράσπιση της ελευθερίας του Τύπου, η οποία εξακολουθεί να απειλείται σε μεγάλο βαθμό στη χώρα.