Έντονα είναι τα επεισόδια που ξέσπασαν τις τελευταίες μέρες στα Σκόπια ανάμεσα σε σλάβους και αλβανούς.
Πριν λίγες ώρες στην πόλη Ντεμπάρ (ελληνικά Δίβρη), όπου κυριαρχεί το αλβανικό στοιχείο και συγκεκριμένα στην οδό της 8ης Σεπτεμβρίου όταν τρεις σλαβόφωνοι δέχθηκαν επίθεση από πέντε συντοπίτες τους.
Η πόλη Ντεμπάρ βρίσκεται δύο χιλιόμετρα από τα αλβανικά σύνορα και κατοικείται από μεγάλο αριθμό πολιτών αλβανικής καταγωγής.
Ένας από τους σλαβόφωνους που δέχθηκαν την επίθεση διακομίσθηκε στο Ιατρικό Κέντρο τγς πόλης και κατόπιν μεταφέρθηκε στην νοσοκομειακή κλινική «Μητέρα Τερέζα» της πόλης των Σκοπίων.
Αργότερα οι πέντε επιτιθέμενοι συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στο αστυνομικό τμήμα, αλλά οι αρχές είναι σε συναγερμό, αφού καθημερινά σχεδόν, τις τελευταίες ημέρες έχουμε εθνοτικά επεισόδια.
Πριν τρεις ημέρες άλλη συμπλοκή μεταξύ σλαβόφωνων και αλβανόφωνων κατέληξε στον θάνατο ενός ατόμου 21 ετών.
Το θύμα ήταν σλαβόφωνος και οι θύτες Αλβανοί. Ακολούθησαν δηλώσεις κατευνασμού από τον ίδιο τον πρωθυπουργός Ζόραν Ζάεφ και τον ισχυρό άντρα των Αλβανών Αλί Αχμέτι.
Μετά την ήττα του γνωστού Ν. Γκρουέφσκι και την πτώση της κυβέρνησής του, η χώρα κυβερνάται από έναν συνασπισμό κομμάτων, στον οποίο κομβικό ρόλο για την εξασφάλιση της δεδηλωμένης στη Βουλή διαδραματίζουν οι Αλβανοί, που αποτελούν σήμερα το 30% του πληθυσμού των Σκοπίων.
Αυτοί έχουν «αλβανική συνείδηση», και δεν θεωρούν ότι κατάγονται από τους Έλληνες Μακεδόνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Η σύγκρουση μεταξύ των σλαβικού στοιχείου της πΓΔΜ και του αλβανικού είναι μια φωτιά που σιγοκαίει από την στιγμή της σύστασης του κράτους αυτού και το 2001 λίγο έλειψε να το τινάξει στον αέρα.
Η αλβανική εξέγερση του 2001 στη πΓΔΜ πρωτοξεκίνησε στα ορεινά περίχωρα του Τέτοβο και στη συνέχεια εξαπλώθηκε την άνοιξη του 2001 στη βόρεια κυρίως περιοχή του Κουμάνοβο.
Η ένοπλη σύγκρουση στο Κουμάνοβο είχε ως αποτέλεσμα κυρίως το διχασμό του εκπαιδευτικού συστήματος σε εθνοτική βάση. Όλοι οι αλβανόφωνοι μαθητές εγκατέλειψαν τα σχολεία και απαίτησαν την ίδρυση νέων.
Η πρώτη ενέργεια που μπορεί να χαρακτηριστεί ως «η πρώτη φωτιά», ήταν στα τέλη Ιανουαρίου του 2001 όταν σημειώθηκε βομβιστική επίθεση εναντίον αστυνομικού τμήματος σε αλβανικό χωριό της δυτικής πΓΔΜ προκαλώντας το θάνατο ενός αστυνομικού και τον τραυματισμό άλλων τριών.
Την ευθύνη ανέλαβε τότε ο νεοεμφανισθείς στην πΓΔΜ, Eθνικός Απελευθερωτικός Στρατός (UCK). Παρόμοιες επιθέσεις εναντίον αστυνομικών τμημάτων είχαν γίνει και στις αρχές του 2000.
Στα τέλη Φεβρουαρίου ένοπλοι Αλβανοί και δυνάμεις ασφαλείας της πΓΔΜ συγκρούονται άγρια κοντά στο Τανούσεβτσι.
Οι κυρίως Αλβανοί κάτοικοι του χωριού εγκατέλειψαν στην πλειονότητά τους, τα σπίτια τους μετά το θάνατο ενός συμπολίτη τους από πυρά στρατιωτών της πΓΔΜ.
Στις αρχές Μαρτίου, 3 στρατιώτες της πΓΔΜ σκοτώνονται κοντά στο Τανούσεβτσι, οι δύο αφού πάτησαν νάρκη και ο τρίτος από πυρά ελεύθερου σκοπευτή.
Υπό το βάρος του επεισοδίου, ο τότε πρόεδρος της πΓΔΜ, συγκαλεί έκτακτη σύσκεψη με αξιωματούχους των υπηρεσιών ασφαλείας και επικοινωνεί με τους πρεσβευτές των χωρών - μελών της Συμμαχίας στα Σκόπια.
Την επόμενη ημέρα και συγκεκριμένα στις 5 Μαρτίου οι Αρχές της πΓΔΜ προχωρούν στην πρόσκληση εφέδρων για να επανδρώσουν τις μονάδες φύλαξης των συνόρων. Παράλληλα σημειώνονται και νέες σφοδρές συγκρούσεις ανάμεσα στο στρατό και Αλβανούς αντάρτες στα σύνορα με το Κόσοβο.
Τρεις ημέρες αργότερα ένας αστυνομικός σκοτώνεται σε ενέδρα Αλβανών εξτρεμιστών σε αυτοκινητοπομπή στη μεθόριο της χώρας με το Κόσοβο, κοντά στο Τανούσεβτσι. Η κυβέρνηση αποφασίζει να λάβει ακόμα πιο δραστικά μέτρα στέλνοντας μεγάλο αριθμό θωρακισμένων οχημάτων.
Η αυτοκινητοπομπή θα δεχθεί επίθεση στην περιοχή του χωριού Μπρεστ, στα σύνορα με το Κόσοβο, όπου και θα παραμείνει αποκλεισμένη για αρκετές ώρες, μετά την επίθεση.
Μέχρι και τις 15 Μαρτίου θα σημειωθούν μαζικές διαδηλώσεις Αλβανών και προσπάθειες των πολιτικών φορέων που τους εκπροσωπούν, να προωθήσουν συνταγματικές αλλαγές που θα πέσουν οι περισσότερες στο κενό.
Την επόμενη βλήματα όλμων πλήττουν την κεντρική πλατεία του Τέτοβο, ενώ Αλβανοί αντάρτες έβαλαν με πολυβόλα από την τοποθεσία Κάλε, 500 μέτρα από τα πρώτα σπίτια της πόλης.
Στις 17 Μαρτίου η συντριβή ενός ελικοπτέρου των κυβερνητικών δυνάμεων θα φτάσει την κατάσταση στα άκρα.
Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Αρχών ασφαλείας της πΓΔΜ θα κλιμακωθούν φτάνοντας στο σημείο στις 20 Μαρτίου να διεξάγουν διεξάγουν την «τελική επιχείρηση» εναντίον των Αλβανών εξτρεμιστών, βομβαρδίζοντας τις βουνοπλαγιές του Τέτοβο.
Οι δυνάμεις ασφαλείας της πΓΔΜ θα προχωρήσουν σε γενική επίθεση που θα ολοκληρωθεί με συντριβή των Αλβανών ανταρτών στις 28 Μαρτίου.
Θα επακολουθήσει, με «υπόδειξη των ΗΠΑ» παράδοση του οπλισμού των Αλβανών της πΓΔΜ, για την οποία θα υπάρξουν πολλές ενστάσεις ως προς τον αριθμό και την ποιότητα του οπλισμού που τελικά θα παραδώσουν οι Αλβανοί σε απεσταλμένους της διεθνούς κοινότητας.
Φυσικά οι Αλβανοί δεν κατέθεσαν όλα τα όπλα, αντίθετα, παρέδωσαν τα πιο παλιά και μικρού διαμετρήματος. Και εννοείται ότι η απόκτηση νέου από το γειτονικό Κοσσυφοπέδιο και την Αλβανία είναι απλή υπόθεση αφού τα σύνορα ελέγχονται ένθεν και ένθεν από αλβανόφωνους.
Οι φόβοι των σλαβόφωνων σχετικά με τον διαρκή κίνδυνο που αποτελούσαν αλβανικά εξτρεμιστικά στοιχεία στην πΓΔΜ, θα επιβεβαιωθούν αρκετά χρόνια αργότερα όταν κατά τη διάρκεια αστυνομικής εφόδου στις 9 Μαΐου 2015 ξέσπασε ανταλλαγή πυροβολισμών μεταξύ αστυνομικών δυνάμεων και ένοπλης ομάδας στην περιοχή του Κουμάνοβο.
Οκτώ αστυνομικοί της πΓΔΜ και 14 ένοπλοι άνδρες σκοτώθηκαν, ενώ 37 αστυνομικοί τραυματίστηκαν. Η επίθεση έληξε στις 10 Μαΐου 2015, με επιχείρηση από την αστυνομία και τις ένοπλες δυνάμεις.