Για τον Δρ Τζόελ Σαλίνας, η μουσική δημιουργεί χρώματα, οι αριθμοί έχουν προσωπικότητες και ο πόνος ενός άλλου ανθρώπου είναι σχεδόν σαν να είναι δικός του.
Νόμιζε ότι αυτός ήταν ο τρόπος που όλοι βίωναν τον κόσμο – μέχρι που πήγε στην ιατρική σχολή. Όπως αναφέρει στην ιστοσελίδα του το BBC, ο Τζόελ Σαλίνας εισβάλλει στο μπάνιο του νοσοκομείου αδειάζει το στομάχι του.
Πλένοντας το πρόσωπό του, ο φοιτητής του τρίτου έτους παρακολουθεί την χλωμή του αντανάκλαση στον καθρέφτη και θέλει απελπισμένα να ζήσει. Δεν το γνωρίζει ακόμα, αλλά ο Σαλίνας βιώνει μια κατάσταση που ονομάζεται “συναισθησία”. Κάθε φορά που βλέπει κάποιον που πονά ή ακόμα και μόνο την αίσθηση της αφής, το μυαλό του αναπαριστά τις αισθήσεις στο δικό του σώμα. Και αυτή την ημέρα το 2008 μόλις είχε παρακολουθήσει κάποιον να πεθαίνει.
“Κάποιος είχε μια καρδιακή ανακοπή και αυτό με έπιασε απροετοίμαστο”, λέει. “Είδα να του κάνουν μαλάξεις στο στήθος και μπορούσα να νιώθω την πλάτη μου στο δάπεδο και τις πιέσεις στο στήθος μου. Ένιωθα το σωλήνα του αναπνευστήρα να γδέρνει το πίσω μέρος του λαιμού μου”. Όταν ο ασθενής πέθανε 30 λεπτά αργότερα, ο Σαλίνας ένοιωσε μια “απόκοσμη σιωπή”.
“Είχα αυτή την πλήρη απουσία φυσικών αισθήσεων, ήταν τόσο συγκλονιστική. Ήταν σαν να βρίσκομαι σε ένα δωμάτιο με κλιματιστικό και ξαφνικά να σβήσει”, λέει. Έτρεξε στο μπάνιο, για να βεβαιωθεί ότι δεν ήταν νεκρός – και ορκίστηκε ότι δεν θα επιτρέψει στον εαυτό του να αντιδράσει ξανά τόσο έντονα. Η “συναισθησία” είναι μια κατάσταση στην οποία μία ή περισσότερες από τις αισθήσεις προκαλεί και την αντίδραση μιας άλλης.
Μερικοί άνθρωποι αντιλαμβάνονται τη γεύση όταν ακούν μουσική ενώ άλλοι βλέπουν χρώματα όταν κοιτάζουν γράμματα και αριθμούς. Ο Σαλίνας ακόμα θυμάται, το κουδούνι να “χτυπάει μπλε και κίτρινο στο δημοτικό του σχολείο στη Φλόριντα. «Όταν έκανα ζωγραφική στο σχολείο, ήμουν πολύ συγκεκριμένος ότι το “Β” μου έπρεπε να είναι η σωστή απόχρωση του πορτοκαλί και ότι το νούμερο “ένα” έπρεπε να είναι κίτρινο», λέει. ” Η πρόσθεση επίσης δεν ήταν κάτι ενστικτώδες σε μένα.
Όταν το “δύο” για μένα είναι ένα κοκκινωπό μητρικό πρόσωπο και τα τέσσερα μου μοιάζει με ένα μπλε φιλόξενο πρόσωπο, πώς θα μπορούσαν δύο και δύο να κάνουν τέσσερα;” Ο Σαλίνας προσπάθησε πολύ να ταιριάξει με τους συνομηλίκους του και θυμάται να ρωτά τη μητέρα του γιατί κάνεις άλλος δεν ειναι σαν κι αυτόν. Ένα πρόβλημα ήταν ότι επιδίωκε τις αγκαλιές. “Η αγκαλιά ήταν μια εντελώς συναρπαστική εμπειρία”, έγραψε στο βιβλίο του 2017, “Mirror Touch”.
Τον έκανε να αισθάνεται ζεστά και ασφαλής καθώς επίσης κι ένα “δροσερό ασημί μπλε”, το ίδιο αίσθημα με τον αριθμό τέσσερα”. Αλλά όταν αγκάλιαζε άλλα παιδιά, συχνά αυτά σκέφτονταν ότι είναι περίεργος. Μετά από τις συχνές απορρίψεις ο Σαλίνας απομονώθηκε περισσότερο στον δικό του κόσμο Παρακολουθούσε την τηλεόραση για ώρες καθώς απολάμβανε τον τρόπο με τον οποίο ολόκληρο το σώμα του “αντικατόπτριζε” τις αισθήσεις κάθε επαφής και κίνησης στην οθόνη.
“Όταν ο Road Runner έβγαζε τη γλώσσα του, ένιωθα σαν να έβγαινε η δική μου. Όταν ένα φορτηγό χτύπαγε το κογιότ, το ένιωθα κι εγώ “, λέει. Ο Σαλίνας συνειδητοποίησε ως έφηβος ότι όταν έκανε τους άλλους να νιώθουν καλά, αυτό έκανε και τον ίδιο να αισθάνεται καλύτερα, λόγω της κατάστασης του. Διαπίστωσε ότι προορισμός του ήταν “να θεραπεύει τους ανθρώπους” και αποφάσισε να ακολουθήσει καριέρα στην ιατρική.
Αλλά πάρα το γεγονός ότι είχε συνειδητοποιήσει την κατάστασή του, δεν τον προετοίμασε για τις δύσκολες εμπειρίες που προέκυψαν στη διάρκεια των σπουδών του. “Ο αντικατοπτρισμός του πόνου ήταν πιο έντονος στην ιατρική σχολή όταν άρχισα να βλέπω τα πραγματικά τραύματα”, λέει ο Σαλίνας. Όταν παρακολούθησε έναν έφηβο στο χειρουργικό τραπέζι, ένιωσε την τομή σαν να κόβεται η κοιλιά του, σε συνδυασμό από την “ζεστή και άσχημη εμπειρία” να βλέπεις τα εσωτερικά όργανα του αγοριού.
Την ημέρα που ένας ασθενής πέθανε και αυτός βρέθηκε να κάνει εμετό στη τουαλέτα του νοσοκομείου, Συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να βρει τεχνικές αντιμετώπισης της κατάστασης αν ήθελε να τα καταφέρει σαν γιατρός. Ο Σαλίνας αντιλήφθηκε ότι οι αισθήσεις αντικατοπτρισμού ήταν πιο ζωντανές όταν ήταν απροετοίμαστος ή αν το άτομο που έβλεπε έμοιαζε με τον ίδιο.
Έτσι άρχισε να προετοιμάζεται για τέτοιες καταστάσεις. «Επικεντρώθηκα στο να κοιτάω το μανίκι ή το κολάρο ενός ασθενούς ή να απομονώνω το σώμα μου», λέει. Αλλά ανακάλυψε επίσης ότι «η υπερ-συναίσθηση» τον βοήθησε στο να θεραπεύει τους ασθενείς του. Αντιλαμβανόταν σχεδόν αμέσως εάν διψούσαν ή πονούσαν, παρατηρώντας τις παραμικρές κινήσεις του προσώπου και του σώματος τους. “Έχω πραγματικά ένα μερίδιο στην ευημερία των ασθενών μου, γιατί αυτή τη στιγμή είναι και η ευημερία μου”, λέει. “Το να είσαι στο νοσοκομείο είναι πολύ μοναχικό για τον ασθενή, και αν μπορείς με κάποιο τρόπο να “συγκατοικήσεις” στον ίδιο χώρο σημαίνει πολλά.”