Μία ημέρα πριν τις, το πολιτικό θερμόμετρο έχει ανέβει με αρκετούς να προεξοφλούν τη νίκη του και άλλους να υποστηρίζουν ότι ο μπορεί - έστω και στο παρά ένα - να αλλάξει το αρνητικό σε βάρος του αποτέλεσμα του πρώτου γύρου.
Μάλιστα, ο Κιλιτσντάρογλου μέσω Twitter καταγγέλλει την απαγόρευση προώθησης των προεκλογικών του SMS και χαρακτηρίζει δειλό τον Ερντογάν.
Στη Δύση έχουν αρχίσει να προεξοφλούν τη νίκη Ερντογάν με ενδεικτικό το δημοσίευμα του Economist. Πάντως, οι κάλπες ανοίγουν στις 08:00 τοπική ώρα και κλείνουν στις 17:00.
Συγκεκριμένα, προβλέπει νίκη Ερντογάν με 52.7% και Κιλιτσντάρογλου με 47.3%. Σύμφωνα με την δημοσκόπηση της εταιρεία «Özdemir», ο Ερντογάν θριαμβεύει αποσπώντας στον δεύτερο γύρο 54,12% των ψήφων, ενώ ο Κιλιτσντάρογλου μόλις 45,88%.
Η εταιρεία ερευνών «Areda» δίνει στον Ερντογάν ποσοστό 52,4% ενώ στον Κιλιτσντάρογλου 47,6%.
Τέλος, η εταιρεία «TAG» δίνει μικρότερη διαφορά με τον Ερντογάν να προηγείται με ποσοστό 51,6% έναντι του Κιλιτσντάρογλου (48,4%).
Το ερώτημα για τη θέση της Τουρκίας στον κόσμο
Πάντως, παρά το γεγονός ότι και οι δύο παρατάξεις επιδόθηκαν σε επιδείξεις εθνικισμού πριν από τις εκλογές, ένα μεγάλο ερώτημα είναι πώς ακριβώς θα εξελιχθεί η προσπάθεια της Τουρκίας να βρει τη θέση της στον κόσμο.
Ο Ερντογάν επένδυσε ιδιαίτερα στην εικόνα μιας Τουρκίας «περιφερειακής δύναμης» με μεγάλες προβολές ισχύος και ταυτόχρονα προσπάθησε να παίξει με τις νέες αναδυόμενες διαιρέσεις ακόμη και ως μεσολαβητής ανάμεσα στη Δύση και τη Ρωσία.
Η αντιπολίτευση έχει προσπαθήσει να υπογραμμίσει ότι πέραν όλων των άλλων θα κάνει και την Τουρκία περισσότερο αποδεκτή στη Δύση, ενώ δεν ήταν τυχαία και η καταγγελία Κιλιτσντάρογλου για ρωσική ανάμειξη στην υπόθεση με τα βίντεο που οδήγησαν στην απόσυρση Ιντζέ από την προεκλογική εκστρατεία.
Από την άλλη, ο Ερντογάν ήδη από τα τέλη του 2020 και την εκλογή Μπάιντεν είχε επιδοθεί σε μια προσπάθεια αποκατάστασης των σχέσεων τόσο με τις ίδιες τις ΗΠΑ όσο και με τους συμμάχους τους στην ευρύτερη περιοχή. Εξ ου και η σταδιακή εξομάλυνση με τα κράτη του Κόλπου, με το Ισραήλ και η προσπάθεια για αποκατάσταση σχέσεων και με την Αίγυπτο.
Επιπλέον, ο Ερντογάν εκμεταλλεύτηκε και θα εκμεταλλευτεί το γεγονός ότι η Δύση δεν επεδίωξε ποτέ πλήρη ρήξη με την Τουρκία και έτσι μπόρεσε να έχει μεγαλύτερο περιθώριο ελιγμών αλλά και να αξιοποιεί τις καλές σχέσεις με τη Ρωσία σε διάφορα επίπεδα, συνυπογράφοντας ταυτόχρονα μια πολιτική υποστήριξης της Ουκρανίας.
Ούτω ή άλλως, όλα θα εξαρτηθούν και από συνολικότερες παγκόσμιες εξελίξεις. Στο βαθμό που η τρέχουσα εικόνα του κόσμου τείνει προς μια πιο «πολυπολική» συνθήκη, εύλογο είναι η Τουρκία να θελήσει να είναι τμήμα αυτής της δυναμικής αντί να «επιστρέψει» απλώς προς τη Δύση.