Ο «αναρχοκαπιταλιστής» όπως δηλώνει Χαβιέρ Μιλέι είναι ο νέος πρόεδρος της Αργεντινής και θέλει να εφαρμόσει θεραπεία-σοκ στην οικονομία της χώρας. Τα συγχαρητήρια του Ντόναλντ Τραμπ.
Ο αντίπαλος του, ο υπουργός Οικονομίας Σέρχιο Μάσα, τον κάλεσε για να παραδεχθεί την ήττα του, ενώ ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ συνεχάρη τον Μιλέι για τη νίκη του, λέγοντας ότι «θα κάνει την Αργεντινή μεγάλη ξανά!». Οι εκλογές έρχονται σε μια δύσκολη στιγμή για την Αργεντινή με αυξανόμενο πληθωρισμό και μια οικονομία σε κρίση στο μυαλό των ανθρώπων.
Ο άκρως φιλελεύθερος Χαβιέρ Μιλέι, 53 ετών, θα είναι ο επόμενος πρόεδρος της Αργεντινής, αφού κατήγαγε καθαρή νίκη στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών χθες Κυριακή (19.11), εγκαινιάζοντας μία περίοδο αβεβαιότητας για την 3η οικονομία της Λατινικής Αμερικής, στην οποία εξαγγέλλει πως θα εφαρμόσει θεραπεία-σοκ.
Ο κ. Μιλέι, «αντισυστημικός» πολιτικός, που καβάλησε το κύμα της βούλησης μεγάλου μέρους του εκλογικού σώματος να δει «να φεύγουν» οι περονιστές και οι δεξιοί που κυβέρνησαν τη χώρα τα τελευταία είκοσι χρόνια, επικράτησε του απερχόμενου υπουργού Οικονομίας Σέρχιο Μάσα με διαφορά έντεκα και πλέον μονάδων. Εξασφάλιζε το 55,6% των ψήφων, έναντι 44,3% του κεντρώου αντιπάλου του, με το 99% των ψηφοδελτίων να έχει καταμετρηθεί, κατά τα επίσημα αποτελέσματα.
Ο εκλεγμένος πρόεδρος, που θα αναλάβει τα καθήκοντά του τη 10η Δεκεμβρίου, υποσχέθηκε στην επινίκια ομιλία του «το τέλος της παρακμής» και την «ανοικοδόμηση της Αργεντινής», διαμηνύοντας ταυτόχρονα πως δεν θα υπάρξουν «ημίμετρα». Έκανε λόγο για «ιστορική βραδιά για την Αργεντινή» μπροστά σε χιλιάδες οπαδούς του σε αγαλλίαση μπροστά στα κεντρικά γραφεία της εκστρατείας του, στο Μπουένος Άιρες.
«Είμαστε αντιμέτωποι με μνημειώδη προβλήματα: τον πληθωρισμό (σ.σ. 143% σε ετήσια βάση), τη στασιμότητα, την έλλειψη αληθινών θέσεων εργασίας, την ανασφάλεια, τη φτώχεια και τη μιζέρια», απαρίθμησε. «Δεν υπάρχει θέση για χλιαρότητες και ημίμετρα», προειδοποίησε αυτός που εδώ και δυο χρόνια εξαγγέλλει πως θα πετσοκόψει με το «αλυσοπρίονο» τις δημόσιες δαπάνες, για να αλλάξει πορεία το παθολογικά υπερχρεωμένο κράτος όπου το 40% του πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας.
Επανέλαβε πως είναι αποφασισμένος να «βάλει σε τάξη» τα δημοσιονομικά και να λύσει τα προβλήματα της κεντρικής τράπεζας, θεσμό στον οποίο έχει πει πως θέλει να βάλει «δυναμίτιδα», να τον καταργήσει. «Η (σ.σ. πολιτική) κάστα φοβάται», και «ζήτω η ελευθερία ρε γαμώτο», συνθήματα-φετίχ του υποψηφίου Μιλέι, επαναλαμβάνονταν έξω από τα κεντρικά γραφεία της εκστρατείας του.
«Η νεολαία έκανε τη διαφορά»
Ο Νικολάς Πάες, αρχιτέκτονας, 34 ετών, δήλωσε πως η νίκη του Χαβιέρ Μιλέι του δίνει «ελπίδα», ότι «ήταν απαραίτητη η αλλαγή» και πλέον «δεν θέλει να φύγει από τη χώρα», τονίζοντας πως ήταν «η νεολαία αυτή που έκανε τη διαφορά».
«Να φύγουν όλοι, να μη μείνει κανένας!», φώναζε το πλήθος των οπαδών του εκλεγμένου προέδρου, ανεμίζοντας σημαίες της Αργεντινής, γαλάζιες και λευκές, και του κόμματος La Libertad Avanza, κίτρινες, με έμβλημα το λιοντάρι, σύμβολο που παραπέμπει στον ίδιο τον Χαβιέρ Μιλέι. Ηχούσαν κλάξον αυτοκινήτων οπαδών του εκλεγμένου προέδρου.
Το εύρος της νίκης του εξέπληξε. Οι δημοσκοπήσεις του έδιναν ελαφρύ προβάδισμα, ενώ αναλυτές ανέμεναν πως το αποτέλεσμα θα κρινόταν στο νήμα, καθώς η χώρα έμοιαζε διχασμένη όσο ποτέ μετά την επιστροφή της στη δημοκρατία πριν από 40 χρόνια. Στο εκλογικό σώμα προτάθηκαν δυο διαμετρικά αντίθετα οράματα. Από τη μια ο κ. Μάσα, υπουργός Οικονομίας τους τελευταίους 16 μήνες, υποσχόταν «κυβέρνηση εθνικής ενότητας» και σταδιακή θεραπεία της οικονομίας, με υπεράσπιση του κράτους πρόνοιας, παράγοντα απόλυτα κρίσιμου για πολλούς στην Αργεντινή.
Απέναντί του το αουτσάιντερ, ο κ. Μιλέι, που αυτοχαρακτηρίζεται «αναρχοκαπιταλιστής», πολεμιστής αρχικά των τηλεοπτικών πλατό, κατόπιν της πολιτικής αρένας τα τελευταία δυο χρόνια, υποσχόταν να «κομματιάσει» το «κράτος-εχθρό» και να δολαριοποιήσει την οικονομία. Είπε πως θα τείνει το χέρι σε «όλους τους πολίτες και τους πολιτικούς ηγέτες» που θέλουν να βαδίσουν μαζί του, αλλά προειδοποίησε εναντίον των πιθανών κοινωνικών αντιστάσεων στις μεταρρυθμίσεις που εννοεί να προωθήσει.