Υπάρχουν στιγμές στην ιστορία που άνθρωποι, ίδιοι διάττοντες αστέρες, ενεργούν, αφήνοντας έντονο το σημάδι τους σε αυτή. Ένας εξ αυτών ήταν ο Ξάνθιππος.
Μια τέτοια ιστορία είναι και αυτή του Ξάνθιππου του Λακεδαιμόνιου, ο οποίος από ταπεινός μισθοφόρος, διωγμένος από την πατρίδα από την στέρηση και την αδικία, βρέθηκε σε μια μόνο στιγμή, αρχιστράτηγος του στρατού της άλλης μεγάλης υπερδύναμης του καιρού του, της Καρχηδόνας, να μάχεται με τον καλύτερο στρατό του αρχαίου κόσμου, τον Ρωμαϊκό.
Το 256 π.Χ. μαινόταν ο Α’ Καρχηδονιακός Πόλεμος. Οι Καρχηδόνιοι είχαν όμως υποστεί μια σειρά από ήττες σε θάλασσα και στεριά.
Ύστερα από την συντριβή τους κατά θάλασσα, οι Καρχηδόνιοι περιορίστηκαν στην αφρικανική ακτή.
Οι δε Ρωμαίοι αποφάσισαν να μεταφέρουν τον πόλεμο στην Αφρική, πλήττοντας το «θηρίο στη φωλιά του» και υποχρεώνοντας τους αντιπάλους τους να ασχοληθούν με την ασφάλεια της χώρας τους, αφήνοντας τις κατακτητικές βλέψεις για τη Σικελία κατά μέρος.
Πραγματικά οι Ρωμαίοι αποβίβασαν δυνάμεις στην περιοχή του ακρωτηρίου Μπον και πολιόρκησαν την πόλη Ασπίδα, ακολουθώντας το σχέδιο που είχε χρησιμοποιήσει και ο Έλληνας Αγαθοκλής, όταν είχε επίσης επιτεθεί στην Καρχηδόνα περίπου 50 χρόνια νωρίτερα.
Οι Καρχηδόνιοι, μετά την ήττα τους, θεωρώντας ότι οι Ρωμαίοι θα επιτίθονταν απευθείας κατά της Καρχηδόνας, κράτησαν τις δυνάμεις τους στην πόλη τους και δεν αποτόλμησαν να συγκρουστούν με τους Ρωμαίους.
Έτσι οι Ρωμαίοι ανενόχλητοι κατέλαβαν την πόλη Ασπίδα και λεηλάτησαν όλη τη χώρα, αποκομίζοντας 20.000 αιχμαλώτους και πλούσια λάφυρα, ανενόχλητοι.
Η στάση αυτή των Καρχηδονίων οδήγησε τους Ρωμαίους στην απόφαση να αφήσουν στην Αφρική μέρος μόνο τους στρατού τους, με επικεφαλής τον έναν από τους δύο υπάτους, τον Μάρκο Αττίλιο Ρέγκουλο. Οι υπόλοιπες ρωμαϊκές δυνάμεις αποχώρησαν με προορισμό την Ιταλία και τη Σικελία.
Ο Ρωμαίος στρατηγός παρέμεινε στην τυνησιακή ακτή με 15.000 πεζούς, 500 ιππείς και 40 πλοία. Παρόλα αυτά ανέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα και συνέχισε να λεηλατεί άγρια τη χώρα, πολιορκώντας μάλιστα και την σημαντική πόλη Αδύ. Ενώπιον των εξελίξεων αυτών, οι Καρχηδόνιοι αρχηγοί υποχρεώθηκαν και από την πίεση της κοινής γνώμης να αναλάβουν δράση.
Εξάλλου υπερείχαν αριθμητικά των αντιπάλων τους. Εξέλεξαν μάλιστα τρείς στρατηγούς, τον Αμίλκα, τον Ασδρούβα και τον Βώσταρο και τους ανέθεσαν να επιτεθούν στους Ρωμαίους και να άρουν την πολιορκία της Αδύς.
Οι Καρχηδόνιοι στρατηγοί κινήθηκαν πράγματι, αλλά φοβούμενοι το αήττητο ρωμαϊκό πεζικό, έταξαν τις δυνάμεις τους σε έναν λόφο, κοντά στην Αδύ, εντελώς ακατάλληλο για την ανάπτυξη των δυνάμεων τους και ιδιαιτέρως των όπλων στα οποία οι Καρχηδόνιοι παραδοσιακά υπερείχαν, του ιππικού δηλαδή και των πολεμικών ελεφάντων.
Οι Ρωμαίοι αντιλήφθηκαν το λάθος των αντιπάλων και τους επιτέθηκαν εκεί, στο έδαφος που αυτοί δεν μπορούσαν να πολεμήσουν. Το αποτέλεσμα της μάχης ήταν το αναμενόμενο. Οι Καρχηδόνιοι συντρίφτηκαν και όσοι επέζησαν, μαζί με τους στρατηγούς τους, επέστρεψαν ταπεινωμένοι στην Καρχηδόνα.
Η κατάσταση ήταν πλέον απολύτως κρίσιμη για τους Καρχηδονίους, οι οποίοι είχαν χάσει πια και τον στρατό τους και την ικανότητα να υπερασπιστούν την ίδια τους την πόλη. Οι Ρωμαίοι δε μετά τη νίκη τους κατέλαβαν την Αδύ, αλλά και την πόλη Τύνις – την σημερινή Τύνιδα – περιορίζοντας ακόμα περισσότερο τους αντιπάλους τους.
Οι Καρχηδόνιοι κατέφυγαν τότε στην αθρόα στρατολογία μισθοφόρων από την Ελλάδα, τους οποίους θεωρούσαν ως τους πλέον αξιόμαχους. Στο μεταξύ η κατάσταση για τους Καρχηδόνιους επιδεινώθηκε, αφού οι ρωμαϊκές νίκες ξεσήκωσαν εναντίον τους και μέρος των Νουμίδων υπηκόων τους.
Το καλοκαίρι του 255 π.Χ. έφτασαν στην Καρχηδόνα οι Έλληνες μισθοφόροι, με τους οποίους ενώθηκαν και οι καρχηδονιακές δυνάμεις, συγκροτώντας μια στρατιά 12.000 πεζών και 4.000 ιππέων.
Επίσης οι Καρχηδόνιοι διέθεταν και περίπου 100 αφρικανικούς, πολεμικούς ελέφαντες. Στο μεταξύ οι Καρχηδόνιοι επιχείρησαν να διαπραγματευτούν με τον Ρωμαίο στρατηγό, αλλά οι όροι που αυτός τους επέβαλε ήταν τόσο βαρείς που δεν έγιναν αποδεκτοί.
Παρόλα αυτά η απελπισία είχε κυριεύσει τους Καρχηδόνιους, που φοβούνταν να πολεμήσουν και πάλι με τους Ρωμαίους, γιατί αν ηττούνταν η Καρχηδόνα θα έμενε εντελώς ανυπεράσπιστη.
Ενώ η αμφιβολία περί του πρακτέου βασάνιζε τους Καρχηδόνιους στρατηγούς, ένας απλός στρατιώτης από τους Έλληνες μισθοφόρους, ο Λακεδαιμόνιος Ξάνθιππος, κρίνοντας τα γεγονότα με τους συναδέλφους του, απεφάνθη ότι αιτία της ήττας των Καρχηδονίων δεν ήταν οι Ρωμαίοι, αλλά ο ίδιος τους ο εαυτός!
Εμβρόντητοι οι συνάδελφοί του συγκεντρώθηκαν γύρω του και τον άκουσαν να αναπτύσσει τα επιχειρήματα του με τόσο λογικό τρόπο που δεν άργησαν να πειστούν.
Η συζήτηση δε αυτή σύντομα ξεπέρασε τα όρια του στρατοπέδου και έφτασε στα αυτιά των πολιτών προκαλώντας έντονη δυσφορία για τους ίδιους στρατηγούς, αλλά και μεγάλο ενδιαφέρον για τις απόψεις του ταπεινού μισθοφόρου. Ενώπιον της πίεσης της κοινής γνώμης οι καρχηδονιακές αρχές υποχρεώθηκαν να καλέσουν τον Ξάνθιππο να εξηγήσει μπροστά τους τις απόψεις του.
Ο Ξάνθιππος πράγματι εμφανίστηκε ενώπιον των αρχόντων της πόλης και τους είπε και πάλι ότι αιτία για την ήττα τους δεν ήταν οι Ρωμαίοι, αλλά τα δικά τους σφάλματα και η μη αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων του στρατού τους, με παράλληλη εκμετάλλευση των μειονεκτημάτων του αντιπάλου.
Με θάρρος μεγάλο ο Σπαρτιάτης στρατιώτης ζήτησε από το συμβούλιο να του αναθέσει την αρχιστρατηγία και να του επιτρέψει να πολεμήσει τους Ρωμαίους.
Μέσα στην απελπισία τους και υπό την πίεση της ανάγκης οι Καρχηδόνιοι άρχοντες δέχτηκαν, παρά την δυσφορία των στρατηγών τους, οι οποίο έπρεπε να ταχθούν υπό τις διαταγές του πρώην στρατιώτη τους!
Ο Ξάνθιππος πάντως, στρατιώτης από τη στιγμή της γέννησής του, ως Σπαρτιάτης, γνώριζε πόσο επισφαλής ήταν η θέση του και για να κερδίσει την υποστήριξη των πολιτών διέταξε τον στρατό να εξέλθει από τα τείχη και να εκτελέσει σειρά ασκήσεων, υπό τα βλέμματα των κατοίκων.
Στο πεδίο των ασκήσεων ο Έλληνας στρατηγός, πλέον, έδειξε την αξία του και την υπεροχή του, έναντι των Καρχηδονίων στρατηγών.
Ύστερα από την επίδειξη αυτή οι Καρχηδόνιοι πολίτες εντυπωσιάστηκαν και άρχισαν από τα τείχη να φωνάζουν ρυθμικά το όνομά του, απαιτώντας από τους άρχοντες να επιτρέψουν στον Έλληνα να επιτεθεί άμεσα στους Ρωμαίους. Το σχέδιο του Ξάνθιππου είχε πετύχει.
Οι άρχοντες έδωσαν την έγκρισή τους και την επομένη ο στρατός, υπό την ηγεσία του Ξάνθιππου, κίνησε σε συνάντηση των Ρωμαίων.
Ο Ξάνθιππος επιδίωκε να συγκρουστεί με τους Ρωμαίους σε αναπτεταμένο πεδίο, όπου η υπεροχή του στο ιππικό και τους ελέφαντες θα του εξασφάλιζαν τη νίκη.
Το ρωμαϊκό πεζικό, το καλύτερο δηλαδή κομμάτι του εχθρικού στρατού θα το νικούσε, σε δεύτερο χρόνο, υπό τις συνθήκες που αυτός θα είχε δημιουργήσει, αφού πρώτα το ιππικό του θα ξεκαθάριζε τους λογαριασμούς του με το αντίστοιχο ρωμαϊκό.
Ύστερα από σύντομη πορεία ο στρατός του Ξάνθιππου πλησίασε τους Ρωμαίους. Ο Μάρκος Αττίλιος Ρέγκουλος, ενόψει της απειλής, συγκέντρωσε τον διασκορπισμένο του στρατό και κινήθηκε προς συνάντηση του εχθρού, με τον αέρα του νικητή.
Οι Ρωμαίοι έφτασαν σε απόσταση 2 χλμ. περίπου από τον στρατό του Ξάνθιππου, στη μέση της τυνησιακής πεδιάδας.
Ο Ρέγκουλος είναι αλήθεια ότι δεν πίστευε ότι οι Καρχηδόνιοι θα αποτολμούσαν να δώσουν και πάλι μάχη.
Αυτός ήταν ο πρώτος αιφνιδιασμός που υπέστη. Ο δεύτερος είχε να κάνει με την επιλογή από τον Ξάνθιππο του πεδίου της μάχης, το οποίο ευνοούσε σαφώς τον πιο ευέλικτο στρατό, που ήταν φυσικά ο Καρχηδονιακός.
Ωστόσο ο Ρέγκουλος είχε τόσο μεγάλη εμπιστοσύνη στον εαυτό του και στο πεζικό που δεν δίστασε να διακινδυνεύσει να δώσει μάχη.
Αριθμητικά οι δύο αντίπαλες στρατιές ήταν σχεδόν ισοδύναμες, με 16.300 Καρχηδόνιους να αντιμετωπίζουν 15.500 Ρωμαίους. Η διαφοροποίησή τους, ήταν ποιοτική.
Ο Ρωμαίος στρατηγός, για να αντιμετωπίσει το πλεονέκτημα του αντιπάλου του σε ιππικό και ελέφαντες έταξε το πεζικό του σε πυκνή διάταξη, τύπου φάλαγγας και το λιγοστό ιππικό του στις πτέρυγες.
Στόχος του Ρέγκουλου ήταν να εξουδετερώσει τους ελέφαντες με το επίλεκτο πεζικό του, το οποίο στη συνέχεια, εν είδη κριού, θα διασπούσε την καρχηδονιακή φάλαγγα πίσω από αυτούς. Ο Ξάνθιππος είχε όμως αντίθετη άποψη.
Και ναι μεν έταξε τους ελέφαντές του στο κέντρο, με σκοπό να διασπάσει με αυτούς, ή έστω να προκαλέσει σοβαρή αιμορραγία στο ρωμαϊκό πεζικό, αλλά έταξε το πεζικό του αρκετά πιο πίσω, ώστε σε περίπτωση ατυχήματος οι ελέφαντες να μην διαλύσουν τη φίλια φάλαγγα.
Επίσης έταξε το ιππικό του εκατέρωθεν των ελεφάντων, με αποστολή να διαλύσουν το ρωμαϊκό ιππικό και στη συνέχεια να ασχοληθούν με τα πλευρά της πυκνής ρωμαϊκής μάζας πεζικού.
Στο δεξιό της φάλαγγας και πιο μπροστά από την καρχηδονιακή φάλαγγα ο Ξάνθιππος έταξε 2.000 μισθοφόρους, μάλλον Έλληνες, με σκοπό να υποστηρίξουν αυτοί μόνο τους ελέφαντες και να αποτελέσουν το δόλωμα για τους Ρωμαίους πεζούς, ενώ παράλληλα διέθεσε όλους τους ψιλούς (ακροβολιστές ελαφρούς πεζούς) του μπροστά από το ιππικό και τους ελέφαντες, με αποστολή την υποστήριξη των τμημάτων αυτών.
Έτσι ταγμένοι οι δύο αντίπαλοι στρατοί παρακολουθούσαν για λίγο ο ένας τον άλλον, μέχρι που ο Ρέγκουλος αποφάσισε να επιτεθεί, ρίχνοντας κατά των ελεφάντων τους επίλεκτους ελαφρούς πεζούς του, τους Βελίτες γρασφομάχους, οι οποίοι ειδικεύονταν στην αντιμετώπιση των μεγαθηρίων αυτών.
Σε απάντηση ο Ξάνθιππος διέταξε την πρώτη του γραμμή να επιτεθεί ταυτόχρονα. Στο κέντρο άρχισε άγρια μάχη, αρχικά μεταξύ των ψιλών και των Βελιτών.
Οι πρώτοι όμως είχαν και την υποστήριξη των ελεφάντων και με τον τρόπο αυτό υπερίσχυσαν των Ρωμαίων. Έτσι το πεδίο ανάμεσα στους ελέφαντες και τις ρωμαϊκές λεγεώνες έμεινε κενό.
Ο Ξάνθιππος διέταξε αμέσως επίθεση των ελεφάντων κατά του ρωμαϊκού πεζικού. Σύντομα οι λεγεωνάριοι βρέθηκαν να αντιμετωπίζουν τα θηρία και όπως ήταν φυσικό υφίσταντο συντριπτικές απώλειες. Ωστόσο το μεγάλο βάθος της ρωμαϊκής παράταξης τους επέτρεψε να αντέξουν στην επίθεση των ελεφάντων.
Μάλιστα ένα ρωμαϊκό επίλεκτο τμήμα 2.000 ανδρών κινήθηκε κατά του δολώματος που είχε ρίξει ο Ξάνθιππος, των μισθοφόρων, οι οποίο είχαν διαταγή για λίγο να πολεμήσουν άγρια και κατόπιν να τραπούν, δήθεν σε φυγή.
Έτσι και έγινε και οι νικητές Ρωμαίοι, στο σημείο εκείνο, καταδίωξαν τους «ηττημένους», αφήνοντας όμως ένα πρώτης τάξεως κενό στο αριστερό πλευρό της πυκνής ρωμαϊκής μάζας. Στο κενό αυτό διείσδυσε το καρχηδονιακό ιππικό, το οποίο με ευκολία είχε συντρίψει το λιγοστό ρωμαϊκό ιππικό και περικύκλωσε το σύνολο του στρατού του Ρέγκουλου. Σύντομα η κατάσταση για τους Ρωμαίους κατέστη τραγική.
Οι άνδρες καταπατούνταν από τους ελέφαντες και οι επιζώντες αποτελειώνονταν από το καρχηδονιακό πεζικό που ακολουθούσε. Όσοι Ρωμαίοι επιχειρούσαν να διαφύγουν στην πεδιάδα, σφάζονταν αλύπητα από το καρχηδονιακό ιππικό.
Μόνο το σώμα των 2.000 Ρωμαίων που είχε καταδιώξει τους μισθοφόρους, πρόλαβε και τράπηκε σε φυγή και διασώθηκε.
Ολόκληρος ο υπόλοιπος Ρωμαϊκός Στρατός εξοντώθηκε, εκτός από τον Ρέγκουλο και 500 άνδρες που αιχμαλωτίστηκαν. Στη μάχη έπεσαν 13.000 Ρωμαίοι, έναντι μόλις 800 του Καρχηδονιακού Στρατού.
Ο Ξάνθιππος είχε θριαμβεύσει εφαρμόζοντας έναν ελιγμό που αργότερα «δανείστηκε» ο Αννίβας στη μάχη των Καννών (212 π.Χ.). Ο νικητής στρατηγός εισήλθε στην πόλη όπου έγινε δεκτός με παραλήρημα ενθουσιασμού.
Παρόλα αυτά ο έξυπνος Σπαρτιάτης κατάλαβε ότι η δόξα είναι εφήμερη και ο φθόνος προϊόν της. Αφού λοιπόν έλαβε μεγάλη αμοιβή από τους Καρχηδονίους, τους άφησε μυστικά και πήγε στην Αίγυπτο, κατατασσόμενος στην υπηρεσία των Ελλήνων Πτολεμαίων!
Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, πάντως ο Ξάνθιππος δεν έφυγε, αλλά ηγήθηκε του Καρχηδονιακού Στρατού στη Σικελία και δολοφονήθηκε εκεί από τους Καρχηδόνιους στρατηγούς. Ωστόσο η άποψη αυτή δεν είναι ιστορικά τεκμηριωμένη και μάλλον δεν ευσταθεί.