Ο ελληνοαμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός Τζον Κασσαβέτης είναι ένας από τους πρωτεργάτες του αμερικάνικου ανεξάρτητου κινηματογράφου, με ταινίες, όπως οι «Σκιές» (1960), «Πρόσωπα» (1968) και «Μια γυναίκα εξομολογείται» (1975). Πνεύμα ανυπότακτο συγκρούστηκε ως σκηνοθέτης με τα μεγάλα στούντιο του Χόλιγουντ θέλοντας ο ίδιος να έχει τον έλεγχο της δουλειάς του, γι' αυτό και οι περισσότερες ταινίες του ήταν αυτοχρηματοδοτούμενες. Προτάθηκε τρεις φορές για Όσκαρ, από ένα για κάθε ιδιότητά του.
Ο Τζον Κασσαβέτης γεννήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 1929 στη Νέα Υόρκη και ήταν γιος του επιχειρηματία Νικολάου Κασσαβέτη, με καταγωγή από την Ζαγορά του Πηλίου, και της Αικατερίνης Κασσαβέτη, η οποία σε μεγάλη ηλικία έπαιξε σε τρεις ταινίες του μετέπειτα διάσημου γιου της.
Πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στη Λάρισα, όπου είχε καταφύγει η οικογένειά του τα χρόνια της Μεγάλης Ύφεσης (που ακολούθησε το Κραχ του 1929) και επέστρεψε στην Νέα Υόρκη σε ηλικία επτά ετών, μιλώντας μόνο ελληνικά. Δεν ήταν ποτέ καλός μαθητής, αγαπούσε τα σπορ και στο σινεμά τον ξετρέλαιναν οι ταινίες του Τζέιμς Κάγκνεϊ.
Κάποια στιγμή αποφάσισε να δώσει εξετάσεις στην Αμερικανική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών (AADA), βλέποντας ότι θα είναι κοντά σε πολλές όμορφες κοπέλες. Eκεί έμελλε να συναντήσει τη γυναίκα της ζωής του, μια πανέμορφη ξανθιά κοπέλα, κόρη ενός επιχειρηματία και πολιτικού από το Ουισκόνσιν, την Τζίνα Ρόουλαντς (γεν. 1930), την οποία παντρεύτηκε το 1954, αμέσως μετά την αποφοίτησή του. Το ζευγάρι θα αποκτήσει τρία παιδιά, τον Νικ Κασσαβέτη (γεν. 1959), την Αλεξάνδρα Κασσαβέτη (γεν.1965) και την Ζωή Ρόουλαντς Κασσαβέτη (γεν. 1970). Και τα τρία παιδιά του θα ακολουθήσουν την καλλιτεχνική διαδρομή του πατέρα τους.
Ο Τζον Κασσαβέτης άρχισε την σταδιοδρομία του ως ηθοποιός σε περιοδεύοντες θιάσους και το 1952 πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο στην ταινία «Ταξί» («Taxi») του Γκρέγκορι Ράτοφ. Τα επόμενα χρόνια αρχίζει να ξεχωρίζει σε ταινίες όπως « Οι εγκληματίες της ασφάλτου («Crime in the streets», 1956) του Ντον Σίγκελ, «Ο άρχοντας του καταραμένου κάμπου» («Saddle the Wind», 1958) του Ρόμπερτ Πάρις, «Οι 5 δολοφόνοι» («The Killers», 1964) του Ντον Σίγκελ, «Και οι 12 ήταν καθάρματα» («The Dirty Dozen», 1967) του Ρόμπερτ Όλντριτζ, κερδίζοντας υποψηφιότητα για Όσκαρ βανδρικού ρόλου και «Το μωρό της Ρόζμαρι («Rosemary’s Baby», 1968), του Ρόμαν Πολάνσκι, καθώς και σε τηλεοπτικές σειρές («Paso Doble», «Johnny Staccato»).
Παράλληλα με την απασχόλησή του ως ηθοποιός, ο Κασσαβέτης στρέφεται και στη σκηνοθεσία, εντυπωσιάζοντας αρχικά με τις «Σκιές» («Shadows», 1959), ταινία γυρισμένη στη Νέα Υόρκη, με άγνωστους ηθοποιούς και έναν αυτοσχέδιο τρόπο που αντλούσε από το σινεμά - βεριτέ. Μέσα από αυτοσχεδιασμούς νεαρών ηθοποιών, αφηγείται τη ζωή τριών μαύρων αδελφών στο διανοουμενίστικο Μανχάταν. Η ταινία θεωρείται ως το προοίμιο του αμερικάνικου ανεξάρτητου σινεμά και το 1960 κέρδισε το βραβείο κριτικών του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ της Βενετίας.
Η αναπάντεχη επιτυχία της ταινίας θα οδηγήσει τον σκηνοθέτη για ένα σύντομο, και λιγότερο αποδοτικό, διάστημα στο Χόλιγουντ, όπου θα γυρίσει δύο δραματικές ταινίες με τους τίτλους «Όταν ο πόθος προστάζει» («Too late blues», 1961) για την Παραμάουντ και «Σε περιμένει το παιδί μας » («A child is waiting», 1963) για την Γιουνάιτεντ Άρτιστ. Και οι δυο θα σημειώσουν παταγώδη αποτυχία, καθώς το μεγάλο κοινό τους γύρισε την πλάτη. Μάλιστα στην δεύτερη ταινία ο παραγωγός Στάνλεϊ Κρέιμερ του αφαίρεσε το δικαίωμα του μοντάζ, με αποτέλεσμα ο Κασσαβέτης να συγκρουστεί μαζί του και να τεθεί εκτός των μεγάλων στούντιο.
Με τα «Πρόσωπα» («Faces», 1968), ο Κασσαβέτης επιστρέφει στον ανεξάρτητο κινηματογράφο για να φτιάξει μιαν από τις συγκλονιστικότερες ταινίες του. Η ταινία, που παρακολουθεί τα τελευταία στάδια του χωρισμού ενός μεσήλικου ζευγαριού, αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για σκηνοθέτες, όπως ο Μάρτιν Σκορσέζε και ο Γούντι Άλεν και ήταν υποψήφια για τρία Όσκαρ: δυο για τους πρωταγωνιστές της, Τζον Μάρλεϊ και Λιν Κάρλιν και για το σενάριο του Κασσαβέτη.
Θα ακολουθήσει μια σειρά από θαυμάσιες ταινίες του σκηνοθέτη, πορτρέτα μοναχικών ανθρώπων σε μια αποξενωμένη κοινωνία: «Σύζυγοι»(«Husbands», 1970), «Μίνι και Μόσκοβιτς» (1971), το αριστουργηματικό «Μια γυναίκα εξομολογείται» («A woman under the Influence», 1975), με την ηθοποιό, και γυναίκα του, Τζίνα Ρόουλαντς στον ρόλο μιας βασανισμένης γυναίκας που οι απαιτήσεις της συζυγικής ζωής οδηγούν στην τρέλα, «Ο θάνατος ενός κινέζου πράκτορα στοιχημάτων» («The killing of a Chinese Bookie», 1976) και «Νύχτα Πρεμιέρας» («Opening Night», 1977). Για την σκηνοθεσία του στο «Μια γυναίκα εξομολογείται» θα προταθεί για Όσκαρ. Το 1978 θα πρωταγωνιστήσει μαζί με τον Κερκ Ντάγκλας στο εξαιρετικό θρίλερ του Μπράιαν Ντε Πάλμα «Οργισμένος Γίγαντας» («The Fury»).
Με τις ταινίες «Γκλόρια» («Gloria», 1980) και «Ερωτική Θύελλα» («Love Streams», 1984), που βραβεύτηκε με την «Χρυσή Άρκτο» του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ του Βερολίνου, ο Κασσαβέτης επιστρέφει στο γνωστό σύστημα παραγωγής του Χόλιγουντ, τη φορά όμως αυτή με μεγαλύτερη ελευθερία, για να φτιάξει εντελώς προσωπικές ταινίες.
Τα σοβαρά προβλήματα αλκοολισμού που τον βασανίζουν για χρόνια θα του δημιουργήσουν μεγάλα προβλήματα και στη δημιουργική έμπνευσή του. Η ανάθεση από την Κολούμπια να ολοκληρώσει την ρομαντική κωμωδία «Big Trouble» (1986), που είχε ξεκινήσει σεναριογράφος της Άντριου Μπέργκμαν, θα αποτελέσει το κύκνειο άσμα του.
Η υγεία του επιδεινώνεται χρόνο με τον χρόνο. Η κίρρωση του ήπατος από την οποία προσβλήθηκε είναι ανίατη και ο σπουδαίος και επιδραστικός ελληνοαμερικανός σκηνοθέτης θα αφήσει την τελευταία του πνοή στο σπίτι του στο Λος Άντζελες, στις 3 Φεβρουαρίου 1989, σε ηλικία 59 ετών.