του Βλάση Αγτζίδη, Δρ. Σύγχρονης Ιστορίας και Mαθηματικός
Ο σημερινός ελληνικός χώρος, βρίσκεται στο γεωγραφικό όριο όπου συναντιούνται οι δύο μεγάλοι θρησκευτικοί κόσμοι: ο χριστιανικός και ο ισλαμικός. Ιστορικά πλήρωσε βαρύτατα τη γειτνίαση αυτή με πληθυσμιακό και εδαφικό περιορισμό.
Ακόμα και το Κυπριακό Ζήτημα αποτελεί άλλο ένα οδυνηρό κατάλοιπο της συνάντησης με το Ισλάμ, άσχετα αν οι σύγχρονες εθνικές αντιλήψεις έχουν σκιάσει πλήρως τις θρησκευτικές διαστάσεις του θέματος αυτού. Ο ελληνικός κόσμος υπέκυψε τρεις φορές στο επεκτατικό (ιμπεριαλιστικό, με βάση τη σύγχρονη πολιτική ορολογία) Ισλάμ, κατά τους βυζαντινούς χρόνους, τον Μεσαίωνα και μια φορά κατά τον 20ό αιώνα.
– Η πρώτη φορά ήταν η σύγκρουση με το αραβικό Ισλάμ, το οποίο οι Βυζαντινοί, επί αυτοκρατόρων Νικηφόρου Φωκά και Ιωάννη Τσιμισκή, κατάφεραν να σταματήσουν στις παρυφές της Μικράς Ασίας. – Η δεύτερη ήταν η εμφάνιση του τουρκικού Ισλάμ, το οποίο με τους Σελτζούκους κατέλαβε το κέντρο της αυτοκρατορίας. Οι πρώτοι που εισέβαλαν, λεηλάτησαν και κατέκτησαν τη Μικρά Ασία –πριν την ενσωμάτωσή της στο σελτζουκικό κράτος– ήταν οι φιλοπόλεμοι Ιεροί Πολεμιστές του Ισλάμ, οι γαζήδες που αναζητούσαν λεία.
– Η τρίτη φορά, κατά τους ύστερους μεσαιωνικούς χρόνους, σηματοδότησε την πλήρη κυριαρχία των Οθωμανών με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 και την παράδοση της Τραπεζούντας το 1461. Μόνο μετά από τετρακόσια χρόνια τουρκο-ισλαμικής κυριαρχίας κατάφεραν οι Έλληνες να πετύχουν τη χειραφέτηση ενός μικρού και περιφερειακού τμήματος του παλιού ελληνικού κόσμου.
Ο μεσαιωνικός ελληνισμός
Οι μεσαιωνικοί Έλληνες βίωσαν με δραματικό τρόπο τις κοσμογονικές αλλαγές που συνέβησαν όταν τη ρομφαία του Ισλάμ είχαν αναλάβει οι τουρκομανικές νομαδικές φυλές που εισέβαλαν στον τότε ελληνικό κόσμο από την κεντρική Ασία. Μια από τις πιο οδυνηρές συνέπειες αυτής της κυριαρχίας υπήρξε η μετάβαση στον κόσμο του Ισλάμ μεγάλου μέρους του παλιού ελληνικού, ρωμαίικου πληθυσμού. Το τι συνέβη στον ελληνικό χώρο, και ειδικά τον μικρασιατικό, μετά την εμφάνιση του τουρκομανικού ιμπεριαλισμού και τη δημιουργία των εμιράτων, περιγράφεται από τον συγγραφέα του 14ου αιώνα Δημήτριο Κυδώνη:«Μας πήραν όλα τα εδάφη που είχαμε και καλλιεργούσαμε από τον Ελλήσποντο και προς Ανατολάς έως τα βουνά της Αρμενίας. Κατέστρεψαν εκ θεμελίων τις πόλεις, λεηλάτησαν τα ιερά, άνοιξαν τους τάφους και γέμισαν τα πάντα με αίματα και νεκρούς… Καταχράστηκαν, καταδυνάστευσαν αλίμονο, τα σώματά τους υβριστικώς με βαριά προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Αφού τους απογύμνωσαν από όλη τους την περιουσία και τους αφαίρεσαν την ελευθερία τους, τους άφησαν σαν ασθενικά είδωλα δούλων, καθώς εκμεταλλεύτηκαν, για τη δική τους ευημερία, και όση δύναμη απέμεινε από τους δυστυχισμένους».
Δηλαδή, το τουρκομανικό Ισλάμ (από το οποίο προήλθαν οι Σελτζούκοι και αργότερα οι Οθωμανοί), αφού πρώτα κατέστρεψε την αροαβοϊσλαμική πολιτιστική αναγέννηση – είτε με τους Μαμελούκους της Αιγύπτου, είτε καταλαμβάνοντας τη Βαγδάτη –, διέπραξε, από την εποχή που εισέβαλε στα βυζαντινά εδάφη, γενοκτονία κατά των χριστιανικών πληθυσμών. Μεθοδικά άλλαξε τη μορφή της περιοχής, και για τη μετάλλαξη αυτή χρειάστηκε όσο περίπου χρόνο χρειάστηκαν οι Ισπανοί για να εξισπανίσουν τη Νότια Αμερική και οι Αγγλοσάξονες για να κυριαρχήσουν απολύτως στη Βόρεια Αμερική και την Ωκεανία.
Η συνάντηση των Ελλήνων με το τουρκομανικό Ισλάμ ήταν τόσο καταλυτική και απόλυτη από τον 11ο αιώνα, που στη λαϊκή αντίληψη ο όρος «Τούρκος» ταυτίστηκε με τον όρο «Ισλάμ». Χαρακτηριστικά είναι τα περιστατικά που αναφέρονται στους εξισλαμισμούς στην Κρήτη, όπου μετά την οθωμανική κατάκτηση παρατηρήθηκε αθρόα τάση εισδοχής στο Ισλάμ. Επειδή η προσέλευση ήταν μαζική, οι ιμάμηδες αρκούνταν στη φράση «Άιντε, Τούρκος» για να επισημοποιήσουν τον εξισλαμισμό. Η ταύτιση αυτή ήταν τόσο καθολική, ώστε ακόμα και ο σημαντικός διαφωτιστής και διανοούμενος Ρήγας Φεραίος την αναπαράγει στον Θούριο: «Να σφάξωμεν τους λύκους, που στον ζυγόν βαστούν / και Χριστιανούς και Τούρκους, σκληρά τους τυραννούν». Η παράδοση της θρησκευτικής χρήσης των εθνικών όρων είναι βαθιά ριζωμένη στη λαϊκή αντίληψη. Χαρακτηριστική είναι η χρήση από τον Κοσμά τον Αιτωλό: «…όσοι αδικήσατε Χριστιανούς, ή Εβραίους, ή Τούρκους». Το κείμενο αυτό προέρχεται από τη μελέτη του «Εμείς και το Ισλάμ» που εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη
Το τζιχάντ στην ελληνοτουρκική αντιπαράθεση
H θρησκευτική αντίληψη των κοινωνικών και εθνικών επαναστάσεων κυριαρχούσε στις επίσημες ερμηνείες. Έτσι, με την κήρυξη της ελληνικής επανάστασης του 1821, η Υψηλή Πύλη, για να αντιμετωπίσει τους επαναστάτες, επανέφερε τη συμμόρφωση των μουσουλμάνων στη Σαρία, ως ένα μέσο εκ νέου αφοσίωσης στις κατακτητικές επιδρομές (gaza) και στον ιερό πόλεμο (Jihad). Σε επίσημη απόφαση της Υψηλής Πύλης αναφερόταν ότι η εξέγερση στρεφόταν ενάντια στο «έθνος του Ισλάμ» και μπορούσε να καταπνιγεί «με τη βοήθεια του Θεού, ο οποίος επί 1.200 χρόνια είχε σταθεί προστάτης της θρησκείας, του κράτους του Μωάμεθ και του νικηφόρου έθνους του Ισλάμ, με την πνευματική βοήθεια του τελευταίου προφήτη». Το φαινόμενο του Ιερού Ισλαμικού Πολέμου – του «τζιχάντ», που επέστρεψε δυναμικά στον κόσμο με το σύγχρονο ισλαμιστικό κίνημα – δύο φορές εμφανίστηκε στην Εγγύς Ανατολή κατά τη διάρκεια των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα. Την πρώτη φορά κατά τον Α′ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ο Οθωμανός σουλτάνος, ο υπέρτατος ηγέτης, ο χαλίφης του ισλαμικού κόσμου, χαρακτήρισε ως τζιχάντ τη συμμετοχή τής υπό νεοτουρκικό έλεγχο Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον πόλεμο. Εκείνο το τζιχάντ θα κηρυχθεί με την απόλυτη συμπαράσταση των Γερμανών. Ο Stefan Ihrig αναφέρει ότι πολλοί ήταν εκείνοι «…μεταξύ αυτών και ο αυτοκράτορας (σ.τ.σ. Κάιζερ), που σκέφτονταν ότι μια Τζιχάντ υποκινημένη από και με καθοδηγητές τους Οθωμανούς θα ήταν ένας κρυφός άσος στο μανίκι κατά τον Μεγάλο Πόλεμο του 1914».
Στο πλαίσιο αυτού του τελευταίου οθωμανικού τζιχάντ, υπό την καθοδήγηση των κοσμικών εθνικιστών και με τις ευλογίες συγκεκριμένων μεγάλων χριστιανικών κρατών (Γερμανίας, Αυστρίας), έγιναν οι μεγάλες γενοκτονίες των χριστιανικών λαών της αυτοκρατορίας: των Αρμενίων, των Ελλήνων της Ανατολής και των Ασσυρίων. Οι πληθυσμοί αυτοί, που είχαν επιβιώσει για αιώνες μετά από την εισβολή και την κυριαρχία του τουρκικού Ισλάμ στην Ανατολή, θα πάψουν να υπάρχουν οριστικά μόλις στις αρχές του 20ού αιώνα. Με μια παράδοξη οικειοποίηση του Ισλάμ και των συμβόλων του από τον κοσμικό τουρκικό εθνικισμό, ο Μουσταφά Κεμάλ Πασά θα κηρύξει «τζιχάντ κατά των απίστων» (Ελλήνων και Αρμενίων) την περίοδο του ελληνοτουρκικού πολέμου (1919-1923). Θα ανακηρύξει εαυτόν gazi (γαζή), δηλαδή Ιερό Πολεμιστή για τη διάδοση του Κορανίου, μετά την πρώτη του νίκη κατά των ελληνικών στρατευμάτων στη μάχη του Σαγγάριου (Αύγουστος 1921). Η παρακάτω περιγραφή αναδεικνύει τον θρησκευτικό ισλαμικό χαρακτήρα που έδωσε ο Μουσταφά Κεμάλ στην προσπάθεια ανατροπής των δυσμενών διευθετήσεων μετά την ήττα των Νεότουρκων στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο:«Στις 23 Απριλίου 1920 θα λάβει χώρα η εναρκτήρια συνεδρίαση της αυτοαποκαλούμενης εθνικιστικής Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης στην Άγκυρα. Η αίθουσα της συγκέντρωσης ήταν μακρόστενη, διακοσμημένη με τις πράσινες σημαίες του Ισλάμ και με στίχους από το Κοράνι. Πλάι στην κεντρική αίθουσα υπήρχε αίθουσα προσευχής με αναλόγια και τάπητες στραμμένα προς τη Μέκκα […] Πριν από την έναρξη, οι βουλευτές συγκεντρώθηκαν στο τέμενος Χατζή Μπαϊράμ και προσευχήθηκαν. Στη συνέχεια κατευθύνθηκαν προς το κτήριο της Εθνοσυνέλευσης με τις σημαίες και τα ιερά κειμήλια μπροστά. Εκεί παρακολούθησαν την ανάγνωση ολόκληρου του Κορανίου και το κήρυγμα του Μπουχαρί, που αναφερόταν στις παραδόσεις του Προφήτη. Παράλληλα σφάζονταν αρνιά. Ακολούθησε ένα κήρυγμα σχετικά με τη θρησκευτική σημασία του εθνικού αγώνα και στη συνέχεια προσευχές για τη σωτηρία του Χαλίφη και της πατρίδας. Στο τέλος οι βουλευτές παρακολούθησαν τον ύμνο ”Μεβλούντ” του Σουλεϊμάν Τσελεμπί, για τη γέννηση του Μωάμεθ. Ο ύμνος αυτός ψάλλεται σ′ όλες τις εξαιρετικές περιπτώσεις».
Οι Έλληνες και οι Αρμένιοι θα συντριβούν στρατιωτικά, με την ευλογία σημαντικών χριστιανικών συμμαχικών κρατών (Ιταλία, Γαλλία), την αδιαφορία άλλων (Μεγ. Βρετανία, ΗΠΑ) και την αμέριστη συμπαράσταση της νεαρής Σοβιετικής Ένωσης. Το τζιχάντ θα ολοκληρωθεί με ιδιαίτερα αιματηρό τρόπο τον Σεπτέμβρη του 1922, όταν η τότε μοναρχική κυβέρνηση των Αθηνών συνειδητά παρέδωσε αφοπλισμένους τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας στους Τσέτες τους gazi Μουσταφά Κεμάλ. Η πυρπόληση και η σφαγή της Σμύρνης έλαβαν χώρα στο πλαίσιο του τζιχάντ που είχε κηρυχθεί. Η ήττα των «απίστων» επέφερε τις ποινές που προβλέπει το Κοράνι. Η καταστροφή της Σμύρνης υπήρξε η τελευταία δραματική συνάντηση με το τουρκικό Ισλάμ. Συνάντηση που συνέβη σε ένα εντελώς νέο ιστορικό πλαίσιο, όπου αυτό το Ισλάμ είχε χάσει πλέον την πολιτική του αυτοτέλεια και είχε χρησιμοποιηθεί εργαλειακά από τις ανερχόμενες δυνάμεις του τουρκικού εθνικισμού, οι οποίες προσδοκούσαν να κατασκευάσουν μια Τουρκία απαλλαγμένη από τις μειονότητες.
Ακόμα και η Συνθήκη της Λωζάννης, η τελευταία συνθήκη που ρύθμιζε τα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και αναθεωρούσε παλαιότερες συνθήκες (Σεβρών), αποφάσισε την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών και των περιουσιών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας με βάση το θρησκευτικό κριτήριο: οι ελληνορθόδοξοι χριστιανοί της Τουρκίας θα έπρεπε να εγκατασταθούν υποχρεωτικά στην Ελλάδα και οι μουσουλμάνοι της Ελλάδας υποχρεωτικά στην Τουρκία.
Το κείμενο αυτό προέρχεται από τη μελέτη του «Εμείς και το Ισλάμ» που εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδ. Πατάκη. ...
Πηγή: mixanitouxronou.gr