Μαρτυρία του Γάλλου αξιωματικού του ναυτικού Jean Philippe Paul Jourdain από την Σφαγή της Χίου
«Τό θέαμα πού αντίκρυσα στή Χίο, ήταν από εκείνα τών οποίων η ανάμνησις δέν σβήνεται ποτέ. Είναι ακόμη εμπρός εις τά μάτια μου μέ όλας του τάς λεπτομέρειας, μέ όλην του τήν φρίκην. Βλέπω ακόμη σωρευμένα μισόγυμνα πτώματα, τάς γυναίκας πού εξέπνεαν σφίγγουσαι εις τό στήθος μέ μίαν τελευταίαν προσπάθειαν ένα σφαγμένο παιδί, πού ανέπνεεν ακόμη. Ακούω τόν φρικαλέον ρόγχον τών γέρων, τών ακρωτηριασμένων από τό μαχαίρι καί τήν σπάθην τών Τούρκων καί πού επροσπαθούσαν ματαίως νά ανασηκωθούν ανάμεσα στά άλλα θύματα, τά οποία, περισσότερον ευτυχισμένα από αυτούς, είχαν αφήσει τήν τελευταίαν των αναπνοήν.
Τά μάτια μου παρακολουθούν μέ αγωνίαν τάς κινήσεις μιάς νέας πού επροσπαθούσε νά κρατηθή εις τά κύματα, ενώ από ένα γειτονικόν ύψωμα οι βάρβαροι έρριχναν βροχήν από σφαίρας γύρω της. Τήν βλέπω νά πιάνεται από ένα από τά πλοία μας, αλλά δέν επέπρωτο νά ζήση εκ τών πληγών της παρά ολίγας ημέρας μόνον ακόμη. Η επιθυμία νά μετριάσωμεν τό κακόν καί νά αποσπάσωμεν τουλάχιστον μερικά θύματα από τόν θάνατον μάς έκαμε νά εισδύσωμεν εις τό εσωτερικόν τής νήσου.
Παντού παρουσιάζετο εμπροστά μας τό ίδιον θέαμα. Οι ατυχείς, πού μέ απείρους κινδύνους παρά τάς πληγάς των κατόρθωναν νά φθάσουν μέχρι τής ακτής, άν δέν εύρισκαν κανένα ελληνικόν πλοίον διά νά επιβιβασθούν, βασανιζόμενοι από τήν πείναν, τάς στερήσεις καί τήν υπερβολικήν θερμότητα τής φλεγομένης παραλίας, εζήλευαν εις τάς τελευταίας στιγμάς των τόν θάνατον εκείνων πού είχαν διαμελισθεί από τούς βαρβάρους.
Οσμή αποσυνθέσεως πτωμάτων ανεδίδετο από τό πρώτο χωριό όπου εφθάσαμεν. Τά σπίτια, πού εκαίοντο ακόμη, περιέκλειαν τούς σφαγμένους ενοίκους των, καί τότε είδαμεν μέ φρίκην ότι η μουσουλμανική βαρβαρότης δέν εσταματούσεν ούτε πρό τής ηλικίας, ούτε πρό τού φύλου. Άνθρωποι κατακομμένοι από τά τραύματα εκινούντο ανάμεσα εις τά ερείπια μεταξύ τών μελών τών οικογενειών των.
Κραυγαί μικρού παιδιού μάς προσείλκυσαν εις ένα σπίτι. Μία γυναίκα, νέα ακόμη, ήτο πεσμένη εις τά γόνατα μέ τά χέρια της στηριζόμενα εις ένα λίκνον όπου ευρίσκετο ένα παιδάκι. Ήτο κατακρεουργημένη, τήν εσκότωσαν εκεί κατά τήν στιγμήν αναμφιβόλως πού επροσπαθούσε νά υπερασπίση τό παιδί της από τούς φονείς. Τό μικρό ήτο ένα κοριτσάκι, πού ο πατέρας του είχεν επίσης σφαγεί πλησίον τού λίκνου. Μέ τά χέρια απλωμένα πρός τή μητέρα του εφαίνετο νά τήν καλή μέ τάς κραυγάς του. Τό μετεφέραμεν εις τό πλοίον, όπου τού εδόθη γάλα καί τό εστείλαμεν εις τά Ψαρά.
Ενώ εφεύγαμεν από τό χωριό, οι ναύται μας ήκουσαν κραυγάς από τό βάθος μιάς χαράδρας. Κατηυθύνθημεν πρός τά εκεί καί είδαμεν πρό τής εισόδου μιάς σπηλιάς ένα νέον νά παλαίη εναντίον τριών Τούρκων. Οπίσω του ευρίσκετο μία νέα, τής οποίας αι κραυγαί μάς εφύλκησαν τήν προσοχήν. Δύο παπάδες επροσπαθούσαν νά τήν προφυλάξουν τοποθετημένοι εις τά εμπρός. Αλλά οι Τούρκοι μόλις μάς είδαν έφυγαν. Οι Έλληνες τούς κατεδίωξαν καί κατόρθωσαν νά σκοτώσουν τόν έναν. Η νέα μάς ηυχαρίστησε μέ δάκρυα εις τά μάτια. Αι οικογένειαι καί τών δύο αυτών ατυχών πλασμάτων είχαν κατακρεουργηθή καί ο νέος είχε καταπληγωθή υπερασπιζόμενος τήν φίλην του. Εκρύβησαν εις τήν σπηλιάν καί ανεκαλύφθησαν από τούς μουσουλμάνους πρό τής στιγμής πού εφθάσαμεν. Τούς εστείλαμεν εις τά Ψαρά.»
Jean Philippe Paul Jourdain – Memoires historiques et militaires sur les evenements de la Grece, 1828