Back to top

Τα αντίποινα των Βουλγάρων για την εξέγερση στο Δοξάτο, το 1941

16/02/2018 - 14:44

 Τον Σεπτέμβριο του 1941 πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα η πρώτη μαζική εξέγερση κατά των κατοχικών δυνάμεων από 22 χωριά του νομού Δράμας. Αντάρτες έκαψαν το αστυνομικό σταθμό στο Δοξάτο και σκότωσαν τρεις βούλγαρους αστυνομικούς.

 Η κακή οργάνωση όμως έφερε ολέθρια αποτελέσματα και την τελική αποτυχία. Τα αντίποινα των Βουλγάρων υπήρξαν ανελέητα. Σε εκατό χωριά των νομών Σερρών, Δράμας και Καβάλας οι νεκροί ξεπέρασαν τους δυο χιλιάδες. Η «Μηχανή του Χρόνου» βρέθηκε στο μαρτυρικό Δοξάτο. Εκεί όπου γράφτηκε μια από τις πιο αιματοβαμμένες σελίδες της Ιστορίας. Συναντήσαμε τους αυτόπτες μάρτυρες της μαζικής εκτέλεσης τουλάχιστον 300 κατοίκων και απογόνους αυτών. Οι μαρτυρίες της κυρίας Στέλλας Τσίπα και της κυρίας Ροδίας Κουτσουράδη – Αρβανιτίδου συγκλονίζουν....

«Ένας Βούλγαρος… εκατό Έλληνες».

Η μητέρα της βίωσε τρεις τραγωδίες. Το 1913 οι Βούλγαροι έκαψαν τον σπίτι της και αναγκάστηκε μαζί με τους γονείς της να μείνει σε αντίσκηνο. Το 1918 πήραν τον πατέρα της ντουρντουβάκι στο Κίτσεβο της Βουλγαρίας και το 1941 εκτέλεσαν το παιδί της. Για το βράδυ της εξέγερσης, η κυρία Τσίπα θυμάται: «Την είδα τη φωτιά, την είδα, αλλά δεν καταλάβαμε τίποτα, πέσαμε να κοιμηθούμε, το πρωί σηκωθήκαμε, έβαλε η μαμά τα παιδιά να φάνε πρωινό ήρθε ένας εξάδελφος μας και λέει, ρε παιδιά κάτι έγινε κάτω, αλλά μαζεύουν το κόσμο για να τον ανακρίνουν. Μία ανάκριση θα πάρουμε, ο παππούς μου όμως που ζούσε τότε, λέει όχι τα παιδιά θα μείνουν εδώ, εγώ θα τα βάλω στο υπόγειο και εννοούσε το υπόγειο μήπως κάψουν το σπίτι». Και συνεχίζει: «Πέρασε ένα αεροπλάνο από πάνω μας. Ήξεραν ότι εκεί θα σκοτώσουν κόσμο και έριχναν από τον αέρα με σκοπό να ανοίξουν μια μεγάλη τρύπα για να τους ρίξουν μέσα.  Η μαμά μου με σκέπαζε με το σώμα της… Στα πευκάκια μαζευτήκαμε. Εκεί ξεχώριζαν τα γυναικόπαιδα, τα βάζανε μέσα στα πευκάκια, τους άντρες τους βάλανε απέναντι. Εκεί απέναντι, εμείς μπήκαμε μέσα, αλλά βάλανε τα πολυβόλα εκεί πέρα και βγήκε ένας και μας είπε, «ένας Βούλγαρος, εκατό Έλληνες. Τέσσερις Βούλγαροι, τετρακόσιοι Έλληνες», όταν έφυγε από εκεί άρχισαν όλες οι γυναίκες να κλαίνε.

«Εκεί ήταν ο πατέρας μου με τα δύο μου αδέρφια. Ο μεγαλύτερος ήταν 17 χρόνων τότε. Όλη νύχτα κλεισμένες στο σχολείο ακούγαμε τα πολυβόλα. Εκτελούσαν κόσμο χωρίς σταματημό. Εκεί χάθηκε και ο αδερφός μου. Στο λάκκο που είχαν θαμμένο τον αδερφό μου μαζί με άλλους είχαν ρίξει λίγο χώμα ίσα ίσα. Εκεί πήγαινε η μητέρα μου να ανάψει έναν κεράκι…»

Μια μέρα όμως είδε ένα θηρίο να κατασπαράζει τον νεκρό αδερφό μου. Τρώγανε το σώμα του και η μάνα μου τον κατάλαβε από το εσώρουχο. Βρήκε το κουράγιο και έριξε κι άλλο χώμα. Όμως την ίδια στιγμή έχασε τα λογικά της. Έκανε τρέλες. Δεν ερχόταν σπίτι, έμενε στο νεκροταφείο και τη μάζευε ο αδερφός μου στο σπίτι. Την πήγε ο πατέρας μου στον γιατρό και τους συμβούλεψε να κάνουν ένα παιδί. Όταν έγινε αυτό, ήμουν 8 χρονών. Την αδερφή μου που ήρθε στον κόσμο λίγο καιρό μετά, τη μεγάλωσα εγώ, μικρό παιδάκι. Έκανε πολλά χρόνια να συνέλθει. Για πολλά χρόνια συνέχισε να πηγαίνει σε εκείνο το σημείο. Μια μέρα όμως, εγώ παντρεμένη ήμουν, μου είπε «αν ξανακλάψω να με μαλώσεις». Μέχρι και τις σφαίρες που σκότωσαν τα παιδιά μας μας ανάγκασαν να πληρώσουμε! Χρόνια αργότερα όταν έγινε η εκταφή μας έντυσαν αγγελούδια και μας έβαλαν να στηθούμε γύρω από το σημείο που ήταν θαμμένα τα οστά. Όταν είδα την μάνα μου να κλαίει, λιποθύμησα.

«Λιποθυμούσαν στα υπόγεια από την έλλειψη οξυγόνου»

Mόλις 7 ετών ήταν και η κυρία Ροδία Κουτσουράδη – Αρβανιτίδου. Οι μνήμες παραμένουν ακόμα και σήμερα ζωντανές. Οι Βούλγαροι εκτέλεσαν τον πατέρα της. Τον αντικατέστησαν την τελευταία στιγμή με κάποιον άλλο συμπατριώτη του. Όπως εξομολογήθηκε στη Μηχανή του Χρόνου: «Εμείς ως παιδιά δεν φοβηθήκαμε γιατί δεν ξέραμε. Θυμάμαι τον πανικό την μητέρας μου που φώναζε. Της είπε ο πατέρας μου «τι φοβάσαι και φωνάζεις; τρόμαξες και τα παιδιά». Θυμάμαι ότι έλεγαν για την πυρκαγιά στο δημαρχείο και ότι σκότωσαν οι αντάρτες τρεις Βούλγαρους. Εμείς εκεί που ήμασταν συγκεντρωμένοι και συζητούσαμε τι θα γίνει, είδαμε Βουλγάρους να κατεβαίνουν από το βάθος του δρόμου, όταν τους είδαν έτρεξαν όλοι να κρυφτούν. Στην ίδια αυλή είχαμε τα ξαδέρφια της μαμάς μου και λέει πάμε εδώ στο θείο μου δίπλα, οι αυλές συγκοινωνούσαν, έχει ένα υπόγειο να κρυφτούμε, έτρεξαν αυτοί γιατί έβλεπαν ότι έρχονται οι Βούλγαροι, ο μπαμπάς μου, που τον παρακαλούσε η μαμά μου, «έλα να πάμε να κρυφτούμε», που να κρυφτούμε λέει γιατί να κρυφτούμε, τι κάναμε; Άντε πάρε εσύ το παιδί να δεις που θα κρυφτούν και έλα μετά να με πεις. Από το πορτάκι μετά μπήκαμε εμείς εκεί μας λέει η κ. Θεοδώρα που έβαλε τα παιδιά της μέσα, «μπείτε γρήγορα γιατί έρχονται οι Βούλγαροι». Λέει η μαμά μου «να πάω να φωνάξω τον άντρα μου – δεν προλαβαίνεις λέει, οι Βούλγαροι απέξω είναι». Μας έβαλε κάτω στο υπόγειο, ήταν μια αίθουσα όλο τσιμέντο, δεν φαινόταν ότι είναι υπόγειο από κάτω, είχε ένα καπάκι εκεί, μπήκαμε κάτω, έβαλε μία ψάθα και κάτι αντικείμενα από πάνω οπότε και να έρχονταν οι Βούλγαροι δεν θα καταλάβαιναν ότι υπήρχε υπόγειο από κάτω. Ήταν όλο τσιμέντο, είχαν για τα κρασιά τους, δεν υπήρχαν τότε ψυγεία και έβαζαν τα τρόφιμα τους εκεί μέσα. Και μας έκλεισε. Ακούσαμε σε λίγο έξω το σκυλί έξω να γαβγίζει, φασαρία και μετά από αυτό έγινε ησυχία. Λέει η μαμά μου «τώρα θα με αφήσετε να βγω, δε θα σας προδώσω, να δω που είναι ο άντρας μου».

 Από εκεί και πέρα ακούγαμε όλη τη νύχτα τα πολυβόλα, τι γινόταν ιδέα δεν είχαμε. Κάποια στιγμή λιποθύμησε ένας εκεί μέσα που ήμασταν και άναψαν ένα σπίρτο γιατί σκοτεινά ήταν, έσβησε και το σπίρτο και είπαν «ρε παιδιά θα πεθάνουμε, δεν έχουμε οξυγόνο». Και ανέβηκε μετά ένας στη σκάλα και κρατούσε το καπάκι ανοιχτό και όταν σταματούσε ο σκύλος να γαβγίζει, το κατέβαζε. Μάλλον όταν γάβγιζε ο σκύλος, μήπως είναι κανένας απέξω έκλεινε το καπάκι, όταν άκουγε ησυχία το σήκωνε και παίρναμε από εκεί αναπνοή. Καθίσαμε εκεί, όλη τη νύχτα και την άλλη ημέρα το μεσημέρι. Την άλλη μέρα μας λέει βγείτε, το κακό έγινε και λέει στη μαμά μου πως δεν πρόλαβε να ΄ρθει και ο άντρας σου. Από εκεί το έμαθε η μαμά μου, άρχισαν μετά τα κλάματα, αλλά στη γειτονιά όλοι έκλαιγαν, η διπλανή μας είχε χάσει δύο παλικάρια, εκείνη την θυμάμαι όλο το καιρό, μοιρολογούσε και έκλαιγε. Άλλη δίπλα η γειτόνισσα είχε χάσει το γιο της και τον άντρα της και όλο το Δοξάτο και δικούς τους να μην είχαν, είχαν ξαδέρφια, φίλους. Θρήνος γινόταν. Ο μπαμπάς μου επειδή είχε άσπρα μαλλιά τον έβαλαν στην αρχή στους μεγάλους και δεν τον πήραν. Αλλά μετά κάποιος δεν ξέρω γιατί από αυτούς που είχαν χωρίσει του τη χάρισαν και ήθελαν να συμπληρώσουν τον αριθμό. Είδαν ποιος είναι πιο νέος και βρήκαν τον μπαμπά μου και τον πήραν, αλλά η θεία μου έλεγε ότι «ο Κώστας δεν φοβόταν λέει καθότανε έτσι… τα χέρια στη μέση φαινόταν ότι ήταν νέος, ενώ αυτοί που είχαν άσπρα μαλλιά μερικοί φοβήθηκαν, έσκυψαν».

«Καταλάβαμε ότι ήταν νεκρός από ένα παπούτσι»

Όπως αποκάλυψε η κυρία Ροδία, κατάλαβε ότι ο πατέρας της ήταν νεκρός από ένα παπούτσι. «Οι γυναίκες παρακαλούσαν να γνωρίσουν ποιοι ήταν θαμμένοι μέσα στον μεγάλο λάκκο για να μην τους περιμένουν. Μήπως είναι κρυμμένοι. Κάποια πρόσωπα δεν αναγνωριζόντουσαν, είχαν παραμορφωθεί ύστερα από δυο-τρεις μέρες και έκοβαν κομμάτια από τα ρούχα τους. Θυμάμαι στεκόμασταν εκεί στο δρόμο, ερχόταν το κάρο πετούσε τα κομμάτια κάτω και εκεί άκουγα «Αχ αυτό είναι του ανδρός μου» η άλλη καταλάβαινε του παιδιού της και στη μαμά μου έφεραν ένα παπούτσι και ήταν του μπαμπά μου και παρόλα αυτά ήλπιζε μη τυχόν είχε και κάποιος άλλος τέτοια παπούτσια και δεν ήταν τον μπαμπά μου. Μη τυχόν μπόρεσε και έφυγε… όλα τα χρόνια περίμενε. Στην εκταφή είχε έρθει η βασίλισσα η Φρειδερίκη με τον Παύλο και ήμασταν μαθήτριες. Της προσφέραμε τα λουλούδια και είπαμε σας προσφέρουμε τα λουλούδια ποτισμένα με το αίμα των αθώων θυμάτων.

 

 

 Πηγή: mixanitouxronou.gr