Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αν και γνωστά ως μέθοδος από τα παλιά χρόνια, εμφανίστηκαν οργανωμένα προς τα τέλη του 19ου αιώνα. Πριν και κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Ναζιστική Γερμανία διατηρούσε στρατόπεδα συγκέντρωσης (Konzentrationslager, Κοντσεντρατσιόνσλαγκερ) σε όλη την επικράτεια που βρισκόταν υπό τον έλεγχό της. Εκατομμύρια κρατούμενοι των στρατοπέδων συγκέντρωσης έχασαν τη ζωή τους λόγω κακομεταχείρισης, ασθενειών, ασιτίας και υπερβολικής εργασίας. Κατά τα τέλη του πολέμου, στρατόπεδα έγιναν τόποι τρομακτικών ιατρικών πειραμάτων, όπου γίνονταν πειράματα ευγονικής, κατάψυξης κρατουμένων, καθώς και δοκιμές πειραματικών ουσιών και θανατηφόρων φαρμάκων. Για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Ελλάδα δεν υπάρχει ικανός αριθμός καταγεγραμμένων μαρτυρίων. Δεν γνωρίζουμε τον αριθμό τους ούτε και σε ποια γεωγραφικά σημεία λειτούργησαν, εκτός βέβαια από τις μαρτυρίες για τη συγκέντρωση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης σε γκέτο (Συνοικισμός Βαρόνου Χιρς κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό), δηλαδή σε αυστηρά φρουρούμενη περιοχή πριν την αποστολή τους στο στρατόπεδο εξόντωσης Άουσβιτς.
Μια από τις πλέον άγνωστες σελίδες της ιστορίας της περιόδου αυτής, ενδεικτική της βίας των κατακτητών, υπήρξε η δημιουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης την περίοδο 1941-1944 στην Πτολεμαΐδα. Στην Πτολεμαΐδα δημιουργήθηκαν και λειτούργησαν δυο στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στις 23 Οκτωβρίου 1941 έγινε το Ολοκαύτωμα του Μεσόβουνου από τα γερμανικά κατοχικά στρατεύματα μετά από τις συνεχείς εκκλήσεις του δωσίλογου Νομάρχη Γεωργαντά. Είχαν προηγηθεί οι αποτυχημένες προσπάθειες της τοπικής Χωροφυλακής να επιβάλλει την κατοχική «τάξη», σύμφωνα με την προσωπική άποψη του νομάρχη, ο οποίος είχε προηγούμενα με τους κατοίκους, από την εποχή του Μεταξά. Το Μεσόβουνο βρίσκεται στους πρόποδες του Βερμίου. Ως αποτέλεσμα της έκκλησης του Γεωργαντά, οι Γερμανοί εξολόθρευσαν μεγάλο μέρος του ανδρικού πληθυσμού, από 16 έως 60 χρονών. Τουφεκίστηκαν εν ψυχρώ 165 συνολικά άνδρες όλων των ηλικιών. Το χωριό εκκενώθηκε. Τα γυναικόπαιδα μπόρεσαν να πάρουν μαζί τους ό,τι ήταν δυνατόν να μεταφερθεί στα χέρια. Στη συνέχεια λεηλατήθηκε, πυρπολήθηκε και παραδόθηκε στις στάχτες. Έγινε ολοκαύτωμα. Μόνο ένας άνδρας σώθηκε, ονόματι Πέτρος Πολυχρονίδης και κάποιοι που έλειπαν από το χωριό. Σύμφωνα με μαρτυρίες, ο Πολυχρονίδης, πατέρας επτά παιδιών, ξέφυγε από την ομάδα και έτρεξε να κρυφτεί. Από πίσω του έτρεξε Γερμανός στρατιώτης. Μέσα στον πανικό του μπήκε μέσα σε ένα χωριάτικο χτιστό φούρνο, όπου υπάρχει ακόμη. Ο γερμανός στρατιώτης εγκατέλειψε το κυνηγητό, πιστεύοντας ότι το θύμα του θα αποτεφρωθεί. Ο Πολυχρονίδης σώθηκε και οι απόγονοί του ζουν ακόμα στο Μεσόβουνο.
Τα 900 γυναικόπαιδα και οι γέροι, συνοδεία όπλων, μεταφέρονται πεζή στην Πτολεμαΐδα σε άθλια ψυχολογική κατάσταση. Ακούν τα πολυβόλα να βάλλουν εναντίον των αγαπημένων τους προσώπων και βλέπουν τους πυκνούς καπνούς που αναδύονται από το χωριό. Μετά από πεζοπορία χιλιομέτρων εγκλείονται στο κτίριο του Πέτρινου Δημοτικού Σχολείου και στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας (δεν είχαν κτιστεί ακόμα άλλοι ναοί). Παραμένουν έγκλειστοι για δύο εβδομάδες μέχρι να αποφασίσει η Νομαρχία να τους χωρίσει σε τρεις ομάδες και να τους διανείμει στα γύρω χωριά για ζητιανιά, προς γνώσιν και συμμόρφωσιν. Η μαρτυρία του Αντώνη Παραστατίδη [ii] είναι ενδεικτική: «Το όνεμα μ’ εν’ Παραστατίδης Αντώνιος του Σάββα και το παρόνομα μ’ ο Κυρισιάς τ΄Ακτεαρτσιάντων. Εγεννέθα σο Μεσόβουνον και είμαι Μεσοβουνιώτης. Εγεννέθα το 1930. Έκαψαν το σπίτε μουν το βίος εμουν όλον εκατέστρεψεν και επαίραν μας και πήγαν σο Καϊλάρ. Ετοπλάεψαν εμας ουλτς απές σο πέτρινον το σχολείον τη Καϊλαρή.
Και εδούλεψαν τα φουρνία, από παν’ έβρεχεν και εφέρνανε μας και έτρωγαν εκιαπές κανα δυο βδομάδας και κανόντσανε ντο να ευτάνε μας. Η αλήθεια να λέγεται εήν το κέκα να ‘νεσπάλω ο Παυλίδης εδιάθεσεν το ψωμίν της εποχής, τα δύο βδομάδας που έμνες σο Καϊλαρ. Μετά εκανόντσανε σε κάθε νομόν να στείλνε από είκοσι οικογένειας. Εμείς έτυχε να πάμε, να στείλνε μας ση Φλώρινα σο χωρίον Κλαπούτζικσταν, Πολυπλάτανον λέγνατο ατώρα. Και σκάλωσαμ’ και γύρευαμ’ (ζητιανεύαμε) …» Στις 24 Απριλίου 1944 και στο πλαίσιο μιας τεράστιας, καλά οργανωμένης, αυστηρά μυστικής, επιχείρησης εκκαθάρισης του Βερμίου από τους αντάρτες, ονόματι αρχικά «Falke» και αργότερα «Μaigewitter», στην οποία συμμετείχαν τρεις ομάδες μάχης από τρία διαφορετικά σημεία, οι γερμανοί φθάνουν στην περιοχή των Πύργων και του Μεσοβούνου προς αναζήτησή ανταρτών. Ο στόχος τους ήταν να εγκλωβίσουν και να εξοντώσουν τις μονάδες του ΕΛΑΣ, αλλά και να καταστρέψουν ολοσχερώς όλες τις μονάδες ανεφοδιασμού του καίγοντας ολόκληρα χωριά, ακόμα και μεμονωμένες παράγκες πάνω στο βουνό. Σύμφωνα με τον Στράτο Δορδανά, στη διδακτορική διατριβή του με θέμα «Αντίποινα των γερμανικών αρχών κατοχής στη Μακεδονία 1941-1944″, δεν υπήρχε εντολή εξόντωσης του πληθυσμού αλλά κράτησής του σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Έδεσα.
Οι συνθήκες υγιεινής στα στρατόπεδα είναι άθλιες. Δεν υπάρχουν τουαλέτες, βρύσες, υποδομές τέτοιες ώστε να εξυπηρετήσουν έναν τόσο μεγάλο αριθμό ατόμων, διαφορετικών αναγκών. Δεν υπάρχει καμία περίθαλψη τραυματιών, επιτόκων και ασθενών. Ωστόσο δεν υπήρχαν σαφείς οδηγίες διαχωρισμού μεταξύ ανταρτών και πολιτών, με αποτέλεσμα να θεωρηθούν «αντιστασιακοί», ανεξαιρέτως, όσοι προσπαθούσαν να διαφύγουν, άνδρες, γυναίκες, ηλικιωμένοι και παιδιά. Σκοτώθηκαν συνολικά περίπου 520 άμαχοι. Οι υπόλοιποι περί τα 1.500 άτομα, ως επί το πλείστον χήρες και ορφανά, μεταφέρθηκαν με φορτηγά ή πεζή σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Πτολεμαΐδα μέσα σε ένα μακρόστενο μαντρί με παχνιά, στο ονομαζόμενο «χάνι της Δέσποινας Σιόλιου», όπου εγκλείστηκαν για μερικές ημέρες, μέχρι να τελειώσουν οι γερμανικές επιχειρήσεις. Ο Νικόλαος Παυλίδης [iii]αναφέρει : «…Από εκεί και πέρα τους υπόλοιπους κατοίκους των Πύργων τους κατέβασαν στην Πτολεμαΐδα και τους έκλεισαν σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως, στα τότε χάνια. Επειδή ήταν κλειστός ο χώρος, τους μάζεψαν όλους τους κατοίκους εκεί μέσα. Αυτοί λοιπόν εκτός από τον ψυχικό πόνο που είχαν, διότι χάσαν τους δικούς τους, χάσαν τα ζώα τους, χάσαν τα σπίτια τους, ήταν απελπισμένοι.
Κανένας όμως δεν έδωσε σημασία εις το τι θα φάνε αυτοί οι άνθρωποι και πώς θα τα βγάλουν πέρα όλες τις ημέρες που τους είχαν οι Γερμανοί κλεισμένους. Οι Γερμανοί εν τω μεταξύ δεν έδιναν καμιά σημασία. Βλέποντας, λοιπόν, ότι οι άνθρωποι αυτοί κινδύνευαν να πεθάνουν από την πείνα, πήρε την πρωτοβουλία ο πατέρας μου και για να βρει κάποιο έρεισμα ότι από κάποια οργάνωση ξεκίνησε η συνεισφορά αυτή, πήγε στο Θεολογίδη το γιατρό, ο οποίος ήταν τότε του Ερυθρού Σταυρού και είχε τις σφραγίδες και ταυτότητες και κάτι τέτοια. Αλλά αυτός είχε τρομοκρατηθεί τόσο πολύ, που δεν ήθελε ούτε καν να ανακατευτεί ούτε να τον ξέρουνε. Και του λέει : «Γιώργο», Γιώργο λέγαν τον πατέρα μου, «πάρε τις σφραγίδες, πάρε τα σήματα πάρε κι αυτά. Βάλε μια κορδέλα στα παιδιά σου και στην οικογένειά σου, βάλε και μια σημαία ότι είσαι εντεταλμένος του Ερυθρού Σταυρού, βάλε και μια κορδέλα εσύ και ο θεός βοηθός. Αλλά, αν κάτι πάει στραβά και σε ανακαλύψουν, μην πεις καν το όνομα Θεολογίδης». Σκεπτόμενος ο Παυλίδης ότι θα χανόταν τόσος κόσμος πονεμένος, το αποφάσισε. Έβαλε σφραγίδες, πήρε τα πιστοποιητικά, τα οποία χρειάζονταν, και τα μοίρασε σε εμάς. Εν τω μεταξύ, από ένα σημείο και πέρα, επειδή ο κόσμος δεν μπορούσε να συνεισφέρει άλλα τρόφιμα, τα έβαζε από την τσέπη του. Αγόραζε τρόφιμα, πήγαινε το αλεύρι στο φούρνο του Δρόσου στη γειτονιά και έψηνε ψωμί.
Τα χαρακτηριστικά και των δυο στρατοπέδων συγκέντρωσης στην Πτολεμαΐδα είναι παρόμοια.
1.Είναι αποτελέσματα της γερμανικής πολιτικής αντιποίνων και της συλλογικής ευθύνης του ελληνικού πληθυσμού έναντι οποιασδήποτε αντιστασιακής πράξης κατά του εχθρού του.
2.Στα στρατόπεδα αυτά φυλάσσονται όσοι από τους κατοίκους των χωριών γλύτωσαν του ολοκαυτώματος, συνήθως ηλικιωμένοι, γυναίκες και παιδιά.
3.Τα στρατόπεδα της Πτολεμαΐδας δεν είναι ούτε στρατόπεδα αναγκαστικής εργασίας ούτε εξόντωσης. Δημιουργούνται προκειμένου να εξυπηρετηθούν πολεμικά σχέδια.
4.Είναι στρατόπεδα εγκλεισμού για σχετικά μικρό χρονικό διάστημα (10–15 ημερών). Στους απελευθερωθέντες απαγορεύεται η επιστροφή στους τόπους των μαρτυρίων τους.
5.Οι συνθήκες υγιεινής είναι άθλιες. Δεν υπάρχουν τουαλέτες, βρύσες, υποδομές τέτοιες ώστε να εξυπηρετήσουν έναν τόσο μεγάλο αριθμό ατόμων, διαφορετικών αναγκών. Δεν υπάρχει καμία περίθαλψη τραυματιών, επιτόκων και ασθενών.
6.Δεν υπάρχει επισιτισμός των αμάχων, οι οποίοι αφήνονται στην τύχη τους, να πεθάνουν από την πείνα κατά παράβασιν του διεθνούς δικαίου.
7.Φρουροί των στρατοπέδων ορίζονται Έλληνες, συνεργάτες των Γερμανών.
8.Οι Γερμανοί, εξασκούν σωματική και ψυχολογική βία στους εγκλείστους με το να διασπείρουν φήμες ή να εξαφανίζουν συνδαιτυμόνες τους. (Στην περίπτωση του ‘44, πήραν πέντε άτομα, τρεις άνδρες και δυο δασκάλες, από το στρατόπεδο, τους πήγαν στη γέφυρα του Ανατολικού, τους υποχρέωσαν να σκάψουν το λάκκο τους, τους εκτέλεσαν και τους έθαψαν μέσα σε αυτόν).
9.Μπροστά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Πτολεμαΐδας, η τοπική κοινωνία δεν μένει αμέτοχη και ανενεργή. Είναι γνωστή η δράση της οικογένειας Γεωργίου Παυλίδη (λιγνιτωρυχεία Παυλίδη – Αδαμόπουλου), η οποία με κίνδυνο της ζωής της και με τη βοήθεια και άλλων θαρραλέων, εθελοντών πολιτών, διενεργεί εράνους, οργανώνει συσσίτια, συνδράμει και φροντίζει τους εγκλείστους με κάθε μέσον. Έτσι με ένα κομμάτι ψωμί, λίγες ελιές και με καζάνια, που μεταφέρονται πάνω στα κάρα, με ό,τι φαγητό είναι εφικτό για την εποχή, σώζονται, συνολικά και στα δυο στρατόπεδα, περίπου 2.500 ψυχές...
Ένα άλλο άγνωστο χαρακτηριστικό των στρατοπέδων της Πτολεμαΐδας είναι η μεταχείριση των μικρών παιδιών τόσο από τις οικογένειές τους όσο και από τους συμπολίτες τους. Η τοπική κοινωνία συγκινείται βλέποντας στην εικόνα του άπλυτου, νηστικού, ορφανού παιδιού. Υπάρχουν μαρτυρίες, οι οποίες αναφέρουν ότι άτεκνες γυναίκες αλλά και γυναίκες παντρεμένες οι οποίες δεν είχαν ακόμη δικά τους παιδιά, πήγαιναν στο στρατόπεδο και έπαιρναν στο σπίτι τους μικρά παιδιά, προκειμένου να τα σώσουν και να τα περιθάλψουν. Οι χήρες τα έδιναν με πόνο ψυχής αλλά και με την σιγουριά ότι «αν φύγουν θα σωθούν». Από αυτά τα παιδιά, κάποια επιστράφηκαν στην οικογένειά τους, με το άνοιγμα των στρατοπέδων και κάποια όχι. Είναι γεγονός ότι μικρά βρέφη, βυζανιάρικα, δόθηκαν απευθείας για υιοθεσία σε άτεκνες οικογένειες, που έμεναν σε άλλες περιοχές της Ελλάδας και οι οποίες ειδοποιήθηκαν από συγγενείς τους να έρθουν για να πάρουν παιδιά....