Όταν έλαβε χώρα η Διάσκεψη της Γιάλτας τον Φεβρουάριο του 1945, ο κόκκινος στρατός ήλεγχε ήδη την Πολωνία, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, την Ουγγαρία και τμήματα της Τσεχοσλοβακίας, ενώ οι μπροστινές στρατιές του είχαν φτάσει σε απόσταση 100 χιλιομέτρων από το Βερολίνο.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Φράνκλιν Ρούζβελτ και ο πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας Ουίνστων Τσόρτσιλ γνώριζαν, ότι η κατάσταση αυτή δεν ήταν αντιστρέψιμη χωρίς έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο μεταξύ των νικητών του δεύτερου, που οι δύο δυτικοί ηγέτες θεωρούσαν αδιανόητο. Η μοιρασιά της Ευρώπης σε δύο σφαίρες επιρροής ήταν ήδη τετελεσμένο γεγονός.
Ο λόγος που οι δύο δυτικοί ηγέτες προέβησαν σε διάσκεψη με τον ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης Ιωσήφ Στάλιν ήταν επομένως για να καθορισθούν μονάχα οι λεπτομέρειες της μοιρασιάς. Επειδή ο Στάλιν ήταν απρόθυμος να απομακρυνθεί από τη Σοβιετική Ένωση – η προηγούμενη διάσκεψη των τριών ήταν στην Τεχεράνη, δίπλα στη σοβιετική επικράτεια – οι δύο δυτικοί ηγέτες αναγκάσθηκαν να ταξιδέψουν ως το θέρετρο της Γιάλτας στον σοβιετικό Εύξεινο Πόντο. Για τον Ρούζβελτ ειδικά το μακρινό ταξίδι επιβάρυνε την ήδη κλονισμένη υγεία του συμβάλλοντας πιθανόν στον θάνατό του δύο μήνες αργότερα.
Στη Γιάλτα οριστικοποιήθηκε η χάραξη των κατοχικών ζωνών των νικητριών δυνάμεων στη Γερμανία. Με επιμονή του Τσόρτσιλ απέκτησε κατοχική ζώνη και η Γαλλία, παρότι η συμβολή της στον πόλεμο δεν συγκρινόταν με αυτήν των τριών μεγάλων συμμάχων. Ο Τσόρτσιλ ήθελε να αναβαθμίσει τη Γαλλία ως αντίβαρο στη Σοβιετική Ένωση στην ηπειρωτική Ευρώπη, οπότε εξασφάλισε και τη συμμετοχή της στο μελλοντικό συμβούλιο ασφαλείας του ΟΗΕ ως μόνιμο μέλος με δικαίωμα αρνησικυρίας.
Στη διάσκεψη οι δύο δυτικοί σύμμαχοι δέχθηκαν την προσάρτηση από τη Σοβιετική Ένωση των ανατολικών επαρχιών της Πολωνίας (αυτές σήμερα είναι οι πιο αντιρωσικές περιοχές της Ουκρανίας), ενώ η Πολωνία αντισταθμιστικά πήρε τις ανατολικές επαρχίες της Γερμανίας διώχνοντας τους Γερμανούς κατοίκους τους.
Οι δύο δυτικοί ηγέτες επέμειναν επίσης να διεξαχθούν ελεύθερες εκλογές στην Πολωνία, όπου ο Στάλιν είχε εγκαθιδρύσει κομμουνιστικό καθεστώς. Το θέμα ήταν σημαντικό για τον Τσόρτσιλ, επειδή η Βρετανία είχε κηρύξει τον πόλεμο στη Γερμανία λόγω της γερμανικής εισβολής στην Πολωνία, οπότε δεν ήθελε να καταλήξει η χώρα αυτή υπό άλλον ξένο ζυγό. Για τον Ρούζβελτ είχε πολιτική σημασία και ο σημαντικός πολωνικής καταγωγής πληθυσμός στις ΗΠΑ. Καθώς η σοβιετική κατασκοπία είχε διεισδύσει στην αμερικανική αποστολή στη Γιάλτα έχοντας στρατολογήσει τον Άλγκερ Χις, ο Στάλιν γνώριζε τη σημασία της Πολωνίας για τους δυτικούς συμμάχους του. Ως εκ τούτου δέχθηκε τις απαιτήσεις τους, χωρίς ωστόσο να σκοπεύει να τις εφαρμόσει. Η μη διεξαγωγή ελεύθερων εκλογών στην Πολωνία υπήρξε από τα πρώτα ζητήματα, που πάγωσαν τις σχέσεις μεταξύ των συμμάχων μεταπολεμικά.
Όσον αφορά την Ανατολική Ασία, ο Ρούζβελτ απέσπασε από τον Στάλιν τη δέσμευση να μπει η Σοβιετική Ένωση στον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας δύο με τρεις μήνες μετά το τέλος του πολέμου στην Ευρώπη. Καθώς οι στρατιωτικοί σύμβουλοι του Ρούζβελτ θεωρούσαν ότι μια εισβολή των μητροπολιτικών νήσων της Ιαπωνίας θα προκαλούσε έως και ένα εκατομμύριο αμερικανικές απώλειες, ο πρόεδρος των ΗΠΑ ήθελε τη σύμπραξη του κόκκινου στρατού, ο οποίος είχε προκαλέσει τα τέσσερα πέμπτα των απωλειών του γερμανικού στρατού. Ως αντάλλαγμα ο Στάλιν απέσπασε παραχωρήσεις σε βάρος της Κίνας, που ο Ρούζβελτ δέχθηκε χωρίς να ρωτήσει την κινεζική ηγεσία, καθώς και βόρεια νησιά της Ιαπωνίας.
Σήμερα η μόνη πτυχή της Γιάλτας που συνεχίζει να ισχύει αφορά τα σύνορα των χωρών της βορειοανατολικής Ευρώπης και της Ρωσίας στον Ειρηνικό. Τα κατοχικά δικαιώματα των συμμάχων στη Γερμανία έπαψαν να ισχύουν με την επανένωση της Γερμανίας, που συνοδεύθηκε με τη σύναψη ειρήνης – τυπικά ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν μέχρι τότε σε νομική εκκρεμότητα.
Γράφει ο Χαράλαμπος Παπασωτηρίου
Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων Παντείου Πανεπιστημίου
Πρόεδρος Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων