«Ίσως όταν όλοι μπορέσουν να δουν την ομορφιά της ζωής,
ίσως τότες όλος ο κόσμος θα γίνει πρώτα καλός και κατόπι ευτυχισμένος.»
Ο Στρατής Μυριβήλης, φιλολογικό ψευδώνυμο του Μιχαήλ Σταματόπουλου, ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες πεζογράφους.
Πήρε το ψευδώνυμό του, από το βουνό Μιριβίλι, στην πλαγιά του οποίου βρίσκεται η γενέτειρά του και ήταν ένας από τους σημαντικότερους πεζογράφους μας, που ανήκει στην γενιά του 30, εκείνην «που πολέμησε για την ανόρθωση του ελληνισμού κατά τους βαλκανικούς πολέμους, που παρακολούθησε με όνο την Μικρασιατική Καταστροφή και την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας».
Η αντιπολεμική θεματολογία, το λυρικό και ποιητικό ύφος, η καλοδουλεμένη γλώσσα ενός μεγάλου τεχνίτη του λόγου, κατατάσσουν τον Μυριβήλη ανάμεσα στους μεγάλους συγγραφείς μας. Η αγάπη για τη ζωή, για τον άνθρωπο και το φυσικό του περιβάλλον δεσπόζουν σε όλο το έργο του.
Ο Μυριβήλης ήταν ο συγγραφέας κλασικών αριστουργημάτων όπως «Η ζωή εν τάφω» η οποία αποτέλεσε τη ληξιαρχική πράξη γέννησης ενός κορυφαίου λογοτέχνη και πρόκειται για ένα έργο βαθύτατα αντιμιλιταριστικό, αντάξιο των αντίστοιχων της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Αλλά και η «Η Παναγιά η γοργόνα», το τρίτο μεγάλο μυθιστόρημα του Μυριβήλη (μετά τα «Η ζωή εν τάφω» και «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια»), το οποίο ολοκληρώνει την περίφημη «Τριλογία του πολέμου» του μεγάλου συγγραφέα.
Ο Μυριβήλης τιμήθηκε για το έργο του όσο ζούσε. Το 1940, με το κρατικό βραβείο Πεζογραφίας για το «Γαλάζιο Βιβλίο». Το 1959 του απονέμεται ο Σταυρός του Ταξιάρχη του Βασιλικού Τάγματος του Γεωργίου του Α’ ενώ προτάθηκε τρεις φορές για το Νόμπελ.
Το 1940 στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ ο Μυριβήλης έγραφε:
Το ευτύχημα της αγραμματοσύνης του ελληνικού λαού
…Αν ύστερα από ένα αιώνα αντεθνικής εκπαίδευσης σώζεται ακόμα ακμαίο και δυνατό στις βιολογικές εκδηλώσεις του το ελληνικό έθνος, το χρωστάμε στο ευτύχημα της αγραμματοσύνης του ελληνικού λαού. Και εννοώ τον γνήσια αγράμματο λαό, που εξακολουθεί να μας απομένει ο μοναδικός θεματοφύλακας του εθνικού πολιτισμού, και να διατηρεί μέσα στη σοφή άγνοιά του όλα τα νήματα της φυλετικής μας συνέχειας. Αν αυτά τα εκατό χρόνια τα κατάφερναν οι δάσκαλοι να περάσουν από το ανθελληνικό τεζάχι τους όλα τα εκατομμύρια των ρωμιών, σήμερα δε θα υπήρχαμε πάνω στη γη σα φυλή με αυτοτελή φυσιογνωμία καταγωγής και πολιτισμού.
Το πανεπιστήμιο στάθηκε ο μεγάλος οχτρός της εθνικής ψυχής. Αυτό χτύπησε κατακέφαλα καθετί που ήταν η γνήσια και ατόφια κληρονομιά του γένους. Γλώσσα, ήθη και έθιμα, μουσική, χορούς, βιοτεχνία, λαϊκές τέχνες, παραδόσεις και θρύλους. Γιατί όλα αυτά τα καταδίωξε το πανεπιστήμιο με φανατισμό, με σύστημα και με πάθος, που ποτές, κανένας καταχτητής δεν τόφτασε, απ’ όσους μας τσαλαπάτησαν μέσα στην αιώνια Ιστορία μας. Από κει βγήκαν και σκόρπισαν σ’ όλες τις πολιτείες, σ’ όλα τα νησιά, στα χωριά και στα βουνά και στ’ ακρογιάλια της Ελλάδας, οι φοιτητές, οι γιατροί, οι δικηγόροι, οι υπουργοί της παιδείας, οι καθηγητές των γυμνασίων και οι δάσκαλοι των δημοτικών σχολειών, όλοι φανατισμένοι καταλυτές της ζωντανής Ελλάδας, όλοι κήρυκες της επιστροφής προς μιαν Αρχαίαν Ελλάδα – Βρυκόλακα, προς μιαν Αρχαίαν Ελλάδα – τάφο, προς μιαν Αρχαίαν Ελλάδα – Νεοελληνοφάγο. Καμιά κοροϊδία δεν ήταν αρκετή για τη γλώσσα, για τα φερσίματα, για τη ντυσιά, για τα τραγούδια, για τις παραδόσεις του αγράμματου γονιού, από μέρους του γιου του που τον έστειλε να σπουδάσει, και γύριζε από τη μια μεριά αρνητής και οχτρός κάθε παράδοσης και κάθε συνέχειας φυλετικής, κι από την άλλη οπλισμένος με το κύρος του σπουδαγμένου και με την επιβεβαίωση του τυπωμένου βιβλίου, που ακόμα πριν από λίγα χρόνια είχε το κύρος της Αγίας Γραφής, γιατί μόνο τα θρησκευτικά βιβλία έβλεπε τυπωμένα και τάκουγε στην εκκλησία ο ελληνικός λαός.
Το αρχαιόπληχτο πανεπιστήμιο όμως στάθηκε στο δρόμο του έθνους μόνο σαν άρνηση της ψυχικής ζωής. Στυλίτεψε, καταράστηκε, αφόρεσε τη γνήσια ελληνική ζωή, χτύπησε με μανιακή λύσσα όλες τις μορφές αυτής της ζωής σα μορφές βάρβαρες, όμως δεν είχε τι να προσφέρει σε αντάλλαγμα για τις αξίες που καταργούσε, έξω από μια παγωμένη γλώσσα, που έπαιζε τραμπάλα ανάμεσα στην αρχαία και τη νέα και παρίστανε την αττική γλώσσα.
Ο Μυριβήλης για τον άνθρωπο
Όσοι είναι οι ανθρώποι τόσω λογιών είναι και τα μεράκια που τους παιδεύουν.
Δεν είναι κακοί οι άνθρωποι, φτάνει να καταλάβει ο ένας τον άλλο.
Κανένας άνθρωπος δε γίνεται να ξεδιαλύνει ποτές ατός του το μυστήριο του εαυτού του.
Έτσι πλάστηκε από θεού ο άνθρωπος, να συνταιριάζεται με το κάθε τι, μα καλό είναι μα κακό. Αν δεν ήταν έτσι θα τρελαινόταν όλος ο κόσμος με τ’ ανεπάντεχα που τόνε βρίσκουν κάθε τόσο.
Φαίνεται πως είναι φυσικό στον άνθρωπο η λύπηση νάναι θεμελιωμένη πάνω στην υποταγή. Σαν αρχίσει και σηκώνει κεφάλι ο ευεργετημένος, γίνεται αντιπαθητικός.
Ο Μυριβήλης για την αγάπη
Η αγάπη είναι μια ορμητική διάθεση να κάνεις ευτυχισμένο κείνον που αγαπάς, με έξοδά σου. Στην ανάγκη, με θυσία και με ταπείνωση.
Η αγάπη είναι προσφορά, δεν είναι κατοχή.
Είναι αγάπη που αρπά σα θεριό και ξεσκίζει, κι είναι πάλι αγάπη που δίνεται.
Η Όχτρα είναι οργανωμένη, πειθαρχημένη, πάνοπλη. Η Αγάπη είναι ανοργάνωτη, ξεθυμαίνει σε αισθηματισμούς, σε θρησκευτικούς εξορκισμούς. Τώρα ποιος θα οργανώσει, ποιος θ’ αρματώσει, θα κάμει σεβαστή την Αγάπη; Ο Χριστός το καταπιάστηκε με το καλό και δεν κατάφερε σπουδαία πράματα. Όμως πάλι αν γίνει με το στανιό, τότε παύει νάναι Αγάπη. Δεν καταλαβαίνω.
Έρωτας θα πει μονομαχία δύο κυττάρων. Ποιο να φάει, ν’ αφομοιώσει το άλλο. Καμιά συνεννόηση δε χωρεί ανάμεσα στο νικητή και στο νικημένον άλλη, απ’ την υποταγή. Αυτό που λέμε συνεννόηση είναι μια σχετική έννοια, που είναι συνθεμένη από εκκεχειρίες, δειλίες και υποχωρήσεις.
Τι είναι λοιπόν ο έρωτας; (…) Είναι το κουκούτσι της ζωής. Η μυγδαλόψυχά της. Εκεί μέσα είναι κλεισμένες όλες οι δυνατότητες της αιωνιότητας της ζωής. Όλα τ’ άλλα είναι φλούδια και ζουμιά.
Έγραψε ακόμη..
Η λογική είναι το πιο αδύνατο μετερίζι μπροστά στις έξαλλες και ακατανίκητες ενέργειες της ψυχής και της φαντασίας.
Ο Θεός ήξερε χιλιάδες χρόνια πριν από τον Έντισον την ηλεχτρική λάμπα και το γραμμόφωνο, ήξερε ακόμα τις μάσκες με τα τεχνητά δόντια και τα σάντουιτς και τις αυτόματες μηχανές που σε σερβίρουν μ’ ένα σέντσι. Τώρα, γιατί άφησε τόσα χρόνια τον κόσμο να παιδεύεται με το λυχνοστάτη και με τη λάμπα του πετρελαίου που γεμίζει τα ρουθούνια καπνιές; Και σαν τ’ αποφάσισε να φανερώσει τα μυστικά του, γιατί τα φανέρωσε στους Αμερικάνους, που δε είναι καν ορθόδοξοι χριστιανοί; Ε, αυτό πάλι είναι άλλος λογαριασμός.
Δεν είναι τίποτα που να μας φαίνεται πιο πιθανό απ’ αυτό που μας αρέσει να πιστεύουμε.
Είναι θαυμάσιο πράμα, λοιπόν, η υγεία. Τόσο θαυμάσιο, ώστε δε σε ειδοποιεί καν όταν είναι κοντά σου. Σαν μας αφήσει μονάχα πληροφορούμαστε για την ύπαρξή της… αναδρομικώς. Δεν είναι παράξενο;
Είναι θαυμάσιο πράμα, λοιπόν, η υγεία. Τόσο θαυμάσιο, ώστε δε σε ειδοποιεί καν όταν είναι κοντά σου. Σαν μας αφήσει μονάχα πληροφορούμαστε για την ύπαρξή της… αναδρομικώς. Δεν είναι παράξενο;
Η ρόδα του Πολέμου. (…) Γυρίζει χωρίς να βιάζεται, απελπιστικά αργά. Έχει τη σίγουρη κι αδυσώπητη κίνηση των φυσικών νόμων. Είναι ένα τεράστιο ζο με δόντια σιδερένια, μασά με απάθεια τη σπαρταριστή ανθρώπινη σάρκα. Όλο φρέσκια, ανθισμένη σάρκα.
Αυτό είναι το μόνο καλό που αφήνει ο πόλεμος σε κείνους που του ξέφυγαν ζωντανοί κι ασακάτευτοι. Τους δίνει την καταξίωση της ζωής…
Ο πόλεμος, τι να κάνει; Είναι έτσι το φυσικό του. Νάναι φοβερός και άτιμος. Εμείς όμως; Εμείς που τον κάνουμε επάγγελμα και εμπόριο και διαφήμιση; Που τον τραγουδάμε, που βάζουμε το Θεόν να τον πατρονάρει; Εμείς που τον δικαιώνουμε για παράγοντα της ζωής;
Η πιο πικρή αρρώστια της ψυχής είναι η αμφιβολία
Για την Ελλάδα. Τ’ είναι τούτη η λέξη που κάνει τα σπλάχνα να σπαρταρούν;
Πόσα τέτοια πράματα αξιολάτρευτα, θαμαστά, θεϊκά ωραία γίνουνται γύρω στους ανθρώπους! Τους σκουντάνε να δουν και ν’ ακούσουν. Τους καλούν καλοπροαίρετα να πάρουν μέρος από τη χαρά τους κι από την ομορφιά τους. Όμως αυτοί, τίποτα. Περνάν ολάκερη τη ζωή τους με την ψυχή κλειδωμένη ερμητικά. Ούτε υποπτεύονται τα θάματα που κάθε στιγμή ξεσπάνουν σιμά στο χέρι, σιμά στο πρόσωπό τους. Πεθαίνουν στο τέλος δίχως να πάρουν είδηση. Πιστεύουν μολαταύτα στα σοβαρά πως ζήσανε κι αυτοί…
Στα νιάτα οι λέξες είναι γιομάτες από ψίχα, από χυμό και φωτιά. Κατόπι αδειάζουν λίγο – λίγο κι απομένουν κούφια τσόφλια.
Ω! Ας ήτανε Θεός στον ουρανό, μονάχα για ν’ ακούσει τούτη την προσευκή μου κ’ εγώ θα του συχωρνούσα όλες τις δυστυχίες που αφήνει να δέρνουν έτσι αλύπητα τους ανθρώπους.