Βρισκόμαστε στον Ιανουάριο του 1897 και ο ελληνοτουρκικός πόλεμος καλά κρατά. Στην Κρήτη η κατάσταση μεταξύ των δύο λαών έχει φθάσει σε μεγάλη ένταση. Δολοφονίες, εμπρησμοί χωριών, φονικές συμπλοκές ξεσπούν διαδοχικά στις πόλεις και τα χωριά προκαλούμενες από τους Τούρκους, αποδεδειγμένα συμπράττοντας σ΄ αυτά και ο εκεί υφιστάμενος οθωμανικός στρατός.
Στις 25 Ιανουαρίου 1897 απέπλευσαν τα πρώτα τορπιλοβόλα, στις 27 Ιανουαρίου το σχεδόν νεότευκτο θωρηκτό Ύδρα με διοικητή της θωρηκτής μοίρας τον ναύαρχο Αρ. Ράινεκ, ακολουθούμενο από τα Μύκαλη και Πηνειός ενώ στις 29 Ιανουαρίου ακολούθησν το τορπιλοβόλο Ιωνία με γενικό Διοικητή της τορπιλοβόλου μοίρας τον Πρίγκιπα Γεώργιο μαζί με άλλα μεταγωγικά. Με αυτή την ενέργεια η Ελλάδα προσπαθούσε να δημιουργήσει τετελεσμένο γεγονός για την επίτευξη της ένωσης. Οι σκοποί αυτοί της Ελλάδας έγιναν φανεροί με τη διακοίνωση που επέδωσε στους διπλωματικούς εκπροσώπους της στο εξωτερικό, μετά από τις εξηγήσεις που ζήτησαν οι πρεσβευτές των Μεγάλων δυνάμεων στην Αθήνα.
Αναχώρηση ελληνικών στρατευμάτων για την Κρήτη…
Όμως και η απόφαση αυτή δεν στάθηκε ικανή τουλάχιστον να περιορίσει τους ρήτορες των οχλαγωγικών εκδηλώσεων αλλά και ούτε να ικανοποιήσει την αντιπολίτευση που κατηγορούσε τώρα την Κυβέρνηση πως δεν είχε διατάξει τον στόλο να βομβαρδίσει τις παράλιες τουρκικές συνοικίες της Κρήτης. Έτσι η πίεση για αποστολή στρατού άρχισε να φουντώνει. O Πρωθυπουργός Δηλιγιάννης υπέκυψε και ζήτησε επίσημα από τον Βασιλέα Γεώργιο την αποστολή εκστρατευτικού σώματος, παρόλο ότι αυτό ισοδυναμούσε με πρόκληση πολέμου. Ο Βασιλεύς Γεώργιος αντιστάθηκε στο αίτημα αυτό χαρακτηρίζοντας μια τέτοια επιχείρηση στρατού άνευ διεθνούς κάλυψης ως "ληστοπραξία".
Ο Δηλιγιάννης όμως, φοβούμενος λαϊκή εξέγερση σε περίπτωση ματαίωσης της αποστολής, επέμεινε και τελικά αποφασίσθηκε η αποστολή μικτού αποσπάσματος από δύο τάγματα πεζικού, ένα λόχο ευζώνων, ένα τάγμα μηχανικού και μια ορειβατική πυροβολαρχία υπό την διοίκηση του συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσου. Σκοπός του αποσπάσματος ήταν να προβεί σε κατοχή του νησιού, δημιουργώντας έτσι τετελεσμένο γεγονός για την ένωση με την Ελλάδα, για να προλάβει τη σχεδιαζόμενη διεθνή κατοχή και αυτονόμηση της Κρήτης.
Στις 28 Ιανουαρίου 1897, ο λαός της Επαρχίας Σητείας, ζητά την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Την επομένη, με λαϊκό ψήφισμα κηρύσσεται η Ένωση στους Τζερμιάδες Λασιθίου και στην Ιεράπετρα.
Την ίδια ημέρα, αποπλέει με προορισμό την Κρήτη μοίρα του ελληνικού πολεμικού στόλου, υπό τις διαταγές του πρίγκιπα Γεωργίου που την αποτελούσαν τορπιλοβόλα. Ο ίδιος επιβιβάζεται στο πλοίο «Σφακτηρία».
Από τις 28 μέχρι και 31 Ιανουαρίου διαμορφώνεται και ενισχύεται το στρατόπεδο του Ακρωτηρίου. Οπλαρχηγοί με περίπου 650 μαχητές άφησαν τα μετερίζια τους και εγκαταστάθηκαν στο Ακρωτήρι. Παράλληλα το στρατόπεδο εφοδιάζεται με πολεμικό υλικό και άλλα χρήσιμα είδη, που έφθασαν κύρια με το πλοίο «Λαύριο» στην θέση Σταυρός και αποθηκεύτηκαν στην Ιερά Μονή της Αγίας Τριάδος.
Αρχηγός των επαναστατών του στρατοπέδου ήταν ο γενναίος οπλαρχηγός Αντώνης Σήφακας, έμπορος και ποιητής, πρώτος μεταξύ ίσων, ανάμεσα στα μέλη της Επιτροπής του επαναστατικού στρατοπέδου, που την αποτελούσαν μεγάλες προσωπικότητες της εποχής οι Ελευθέριος Βενιζέλος, διδάκτορας του Δικαίου, δικηγόρος και π. βουλευτής, Νικόλαος Πιστολάκης, διδάκτορας του Δικαίου και π. εισαγγελέας, Γεώργιος Μυλωνογιαννάκης, διδάκτορας της ιατρικής και οπλαρχηγός, Χαράλαμπος Παπαδάκης, διδάκτορας του Δικαίου, Κωνσταντίνος Φούμης, διδάκτορας του Δικαίου και π. γενικός διοικητικός σύμβουλος της Διοίκησης Κρήτης. Όλοι τους μιλούσαν ξένες γλώσσες και αργότερα αποτέλεσαν και μέλη της Διοικητικής Επιτροπής Ακρωτηρίου…
Κι η ιστορία συνεχίζεται τον Φεβρουάριο του 1897…