Back to top

Σαν σήμερα: 4 Ιανουαρίου - Η «τελική λύση» για τον ελληνισμό της Πόλης: Οι διώξεις του '64-'65

04/01/2023 - 12:43

Η 4η Ιανουαρίου είναι η 4η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο. Στις 4 Ιανουαρίου 1965, οι εναπομείναντες Έλληνες της Τουρκίας ξυπνούν με το σύνολο των περιουσιών και εισοδημάτων τους υπό δέσμευση από την Τουρκική κυβέρνηση. Είναι η ολοκλήρωση ενός ακμη κύματος διώξεων, μετά τα Σεπτεμβριανά του 1955.

Σχεδόν μια δεκαετία μετά τα «Σεπτεμβριανά» του 1955, ο Ισμέτ Ινονού θέτει το Μάρτιο του 1964, σε εφαρμογή άλλο ένα σχέδιο αφανισμού της ελληνικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης.

Παρά τη σημαντική συρρύκνωση που είχε υποστεί, ο ελληνισμός της Πόλης επέμενε να υπάρχει και να προσπαθεί να επιβιώσει μετά από αλλεπάληλα πογκρόμ, που είχαν ξεκινήσει δεκαετίες νωρίτερα.

Το 1932 είχε απαγορευθεί στους Έλληνες να ασκούν διάφορα επαγγέλματα, το 1941 οι άντρες της ελληνικής, της αρμενικής και της εβραϊκής κοινότητας είχαν επιστρατευθεί προκειμένου να υπηρετήσουν σε τάγματα εργασίας, το 1942-'44 είχε επιβληθεί ο Φόρος Ευμάρειας και βέβαια τον Σεπτέμβριο του 1955 η νύχτα τρόμου των «Σεπτεμβριανών» είχε εξελιχθεί σε μια άνευ προηγουμένου επίθεση εναντίον του ελληνισμού της Πόλης.

Όπως απεδείχθη στην πορεία, η κυβέρνηση Μεντερές μετά την «αυθόρμητη» εξέγερση των Τούρκων εναντίον των Ελλήνων το '55, άρχισε αμέσως να απεργάζεται το επόμενο βήμα, με στόχο την ολοκληρωτική καταστροφή της ελληνικής κοινότητας.

Ο Μεντερές ανετράπη το 1960 και καταδικάστηκε σε θάνατο, όμως το σχέδιο για τη μαζική απέλαση των Ελλήνων υπηκόων που είχαν απομείνει στην Κωνσταντινούπολη παρέμεινε ενεργό. Και αποδεικνύει ότι η συγκεκριμένη πολιτική είναι διακομματική και διαχρονική στην Τουρκία.

Μια πολύ ειδική κοινότητα

Οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης ήταν μια κοινότητα που διαβιούσε υπό πολύ ειδικό καθεστώς. Η κοινότητά τους δεν υπαγόταν στη Συμφωνία της Άγκυρας περί Εμπορίου, Εγκατάστασης και Μετακίνησης, του Οκτωβρίου του 1930, αλλά οριζόταν από τη Συνθήκη της Λοζάνης στη Σύμβαση «Περί της Ανταλλαγής των Ελληνικών και Μουσουλμανικών Πληθυσμών».

Οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης ορίζονταν ρητώς ως εξαιρούμενοι από την ανταλλαγή: «Θέλουσι θεωρηθή ως Έλληνες της Κωνσταντινουπόλεως, πάντες οι Ελληνες οι εγκατεστημένοι ήδη προ της 30ής Οκτωβρίου 1918, εν τη περιφέρεια της Νομαρχίας Κωνσταντινουπόλεως, ως αυτή καθορίζεται διά του νόμου του 1912». Ήταν το λεγόμενο καθεστώς Εταμπλί (γαλ. établi), που πολύ απλά σημαίνει καθιερωμένος.

Στην επίσημη καταμέτρηση των πληθυσμών, το 1927 σε σύνολο περίπου 120.000 Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης οι 26.000 ήταν Ελληνες υπήκοοι που υπάγονταν στο καθεστώς Εταμπλί. Οι υπόλοιποι ήταν ευάλωτοι.

Τον Ιούνιο του 1932, στον απόηχο του ενθουσιασμού που προκάλεσε η επίσκεψη του Βενιζέλου στην Άγκυρα το '30 και η υπογραφή της ομώνυμης Συμφωνίας, η τουρκική κυβέρνηση απαγορεύει την άσκηση ενός συνόλου επαγγελμάτων στους Έλληνες υπηκόους, με αποτέλεσμα να εκπατριστούν περίπου 15.000 από αυτούς την περίοδο 1932-34.

Μετά και τα Σεπτεμβριανά του '55, το 1964 ο αριθμός των Ελλήνων υπηκόων ήταν μόλις 12.000 άνθρωποι σε σύνολο 90.000 ομογενών στην Πόλη.

Λίγο πριν το πραξικόπημα που ανέτρεψε τον Μεντερές το 1960, ο Τούρκος πρόερδος Τζελάλ Μπαγιάρ είχε αποκαλύψει στον υπασπιστή του, το στρατηγό Ρεφίκ Τουλγκά, ότι το σχέδιο για την απέλαση των Ελλήνων και της κατάσχεσης των περιουσιών τους ήταν ενεργό και θέμα χρόνου έως ότου μπει σε ισχύ.

Ο Μπαγιάρ δεν πρόλαβε να το εφαρμόσει, το έκανε όμως ο Ισμέτ Ινονού, ένας «βετεράνος» των διώξεων κατά Ελλήνων και Αρμενίων. Ενώ, λοιπόν, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, το σχέδιο είναι έτοιμο τουλάχιστον από το 1957, σχεδιασμένο από το κόμμα του Αντνάν Μεντερές, εφαρμόζεται το 1964 από το αντίπαλο κόμμα με αφορμή τις διακοινοτικές συγκρούσεις στην Κύπρο και ενώ στην Ελλάδα επικρατεί πολιτική αστάθεια.

Δεν έχει πιθανώς τεράστια σημασία αυτό, υπό την έννοια ότι το σχέδιο θα εφαρμοζόταν με κάποια άλλη αφορμή. Διαχρονικά, τέτοιες ενέργειες εκ μέρους της Τουρκίας έβρισκαν πάντα τη «σωστή στιγμή», όπως εξάλλου και το 1974.

Ο Ινονού αποφασίζει να στριμώξει την ελληνική κυβέρνηση, ώστε να δεχτεί τους όρους της στα θέματα της Κύπρου και αρχίζει να δημιουργεί εντυπώσεις.

Στον Τύπο βγαίνουν δημοσιεύματα που κάνουν δριμύτατη αναφορά στον εθνικό εσωτερικό κίνδυνο, τους Έλληνες της Τουρκίας. Μέσω των δημοσιευμάτων οι Έλληνες υπήκοοι εμφανίζονταν να ασχολούνται με διάφορες παράνομες δραστηριότητες, δίνοντας έμμεσα έμφαση στην οικονομική ενίσχυση των Ελληνοκυπρίων. Κι ενώ μέσω δημοσιευμάτων είχε δείξει εμμέσως τα σχέδιά της, αποφάσισε στις 16 Μαρτίου του 1964 να ανακοινώσει επίσημα τη μονομερή καταγγελία της συμφωνίας του '30 και δημοσίευσε τις πρώτες λίστες απελάσεων.

Όσοι δεν είναι «εταμπλί» αρχίζουν να καλούνται στην Ασφάλεια και να παίρνουν την άγουσα. Αρχικά οι αρχές προέβησαν στην απέλαση κάποιων εκ των πλουσιοτέρων Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης ενώ σταδιακά προχώρησαν σε μεγαλύτερες ομάδες ατόμων ανεξαρτήτου ιδιότητας και ισχύος.

Για να μπορέσουν να εφαρμόσουν σε μεγαλύτερο αριθμό ατόμων το σχέδιο, τον Απρίλιο του 1964 καταγγέλθηκε μονομερώς και η συμφωνία Άγκυρας του 1952 «Περί Αμοιβαίας Καταργήσεως της Θεωρήσεως Διαβατηρίων», με σκοπό όσοι Έλληνες υπήκοοι ήταν εγκατεστημένοι εκτός Τουρκίας να μην μπορούν να επιστρέψουν και να δεσμευθούν οι περιουσίες τους).

Ακολούθησε η απόφαση της 7ης Μαΐου 1964 για δέσμευση των καταθέσεών τους, οι οποίες συγκεντρώθηκαν σε έναν ειδικό λογαριασμό και έχασαν με το πέρασμα του χρόνου μεγάλο μέρος της αξίας τους.

Όσοι ήταν απειλή για το τουρκικό κράτος, ήταν στην λίστα με τους απελαθέντες. Ο χρόνος προετοιμασίας ήταν ελάχιστος για κάποιους ενώ σε άλλους δόθηκε προθεσμία μέχρι και 10 μέρες.

Τους επετράπη να πάρουν μαζί τους μόνο 200 τουρκικές λίρες και έως 2 αποσκευές με προσωπικά είδη, συνολικού βάρους 40 κιλών, ενώ απαγορεύτηκε ρητά να συμπεριλάβουν στις αποσκευές τους οικοσκευές και τιμαλφή διότι θεωρήθηκε εξαγωγή προϊόντων.

Η απέλαση των Ελλήνων υπηκόων το 1964-'65 υπήρξε μια από τις πιο βάναυσες παραβιάσεις της Συνθήκης της Λοζάνης. Η επίκληση εκ μέρους της Τουρκίας της Συνθήκης της Άγκυρας ήταν τόσο άκυρη σε επίπεδο διεθνούς νομιμότητας που μόνο αδιαφορία μπορεί να καταλογίσει κάποιος στους συνυπογράφοντες τη Συνθήκη της Λοζάνης που δεν διαμαρτυρήθηκαν.

Η διεθνής κοινότητα σε όλα τα επίπεδα, προτίμησε να δει το θέμα ως μια «διακρατική διαφωνία» Ελλάδας και Τουρκίας, παρά να παρέμβει θεσμικά. Το 1964-'65 παραβιάστηκαν θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και μάλιστα σε ευρεία κλίμακα.

Οι απελάσεις του 1964-'65 συρρύκνωσαν κι άλλο τον ελληνισμό της Πόλης, καθώς ο αριθμός τους μειώθηκε κατά τα δύο τρίτα σε διάστημα ενός έτους. 

Η Αθήνα στάθηκε ανήπορη και απρόθυμη να αντιδράσει σε όλα αυτά· ίσως ήταν που είχε τα δικά της προβλήματα, ίσως πάλι ήταν που έτσι είχε μάθει διαχρονικά να κάνει...