Το λεγόμενο πυρπολικό πλοίο υπήρξε το κατεξοχήν ιστιοφόρο καταδρομικό πλοίο στις θαλάσσιες πολεμικές επιχειρήσεις των Ελλήνων κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821.
Τα πυρπολικά ήταν παλιά πλοία, ή πλοία πολύ φτηνής κατασκευής, γεμάτα με εύφλεκτα υλικά. Χρησιμοποιούνταν για να βάλουν φωτιά σε εχθρικά πλοία ή να προκαλέσουν πανικό στο πλήρωμα τους. Αγκιστρώνονταν πάνω στα εχθρικά πλοία και κατόπιν το πλήρωμα έβαζε φωτιά με αποτέλεσμα να ακολουθήσει έκρηξη ή μεγάλη πυρκαγιά. Το πλήρωμα του πυρπολικού εγκατέλειπε το πλοίο λίγο πριν αυτό εκραγεί.
Ιστορική χρήση
Τα πυρπολικά πλοία, μεγάλα ή συνηθέστερα μικρά σκάφη, ήταν σε χρήση ήδη από τη αρχαιότητα, με πιο γνωστή περίπτωση εκείνη στην Τύρο, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της από τον Μέγα Αλέξανδρο. Εκεί όμως δεν χρησιμοποιήθηκαν εναντίον άλλων πλοίων, αλλά από τους κατοίκους της Τύρου για να κάψουν τον ξύλινο μώλο που κατασκεύαζαν στη θάλασσα οι Μακεδόνες προκειμένου να φτάσουν στην πόλη και να την καταλάβουν.
Η παλαιότερη αναφορά που έχουμε για χρήση πυρπολικών εναντίον εχθρικών πλοίων αφορά τη χρήση του από τους Συρακούσιους κατά του αθηναϊκού στόλου στην εκστρατεία στη Σικελία (415-413 π.Χ.). Μια άλλη γνωστή ιστορική περίπτωση έρχεται από το έτος 208 μ.Χ., όταν ο Κινέζος πολέμαρχος Χουάνγκ Γκάι χρησιμοποίησε ένα πυρπολικό γεμάτο με ξερά κλαδιά και λίπος για να καταστρέψει τον εχθρικό στόλο στη Ναυμαχία των Κόκκινων Λόφων.
Η εφεύρεση του υγρού πυρός από τους Βυζαντινούς το 673 μ.Χ. είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της χρήσης των πυρπολικών[εκκρεμεί παραπομπή]. Αργότερα, κι άλλοι λαοί χρησιμοποίησαν αυτοί την τεχνική, όταν διαδόθηκε. Τα χρόνια που ακολούθησαν τα πυρπολικά ήταν εφοδιασμένα με σκοινιά βουτηγμένα στο λίπος και το μπαρούτι. Θεωρούνταν αποτελεσματικά ενάντια στις γαλέρες. Κατά τις Σταυροφορίες η χρήση τους ήταν πολύ διαδεδομένη. Οι Ρώσοι κατέστρεψαν το Τουρκικό στόλο το 1770 στο Τσεσμέ με χρήση πυρπολικών. Τα πλοία αυτού του τύπου σταμάτησαν να χρησιμοποιούνται τον 19ο αιώνα.
Κατά την ελληνική επανάσταση
Το ελληνικό πυρπολικό κατά τον αγώνα του 1821 είναι πλέον σκάφος επανδρωμένο με «έδρα» είτε συγκεκριμένο λιμάνι στο οποίο παρέμενε, είτε ελεύθερο στο πέλαγος («πελαγίσιο») που αναζητούσε στόχο.
Κατά τη «πυρπόληση» έπρεπε να προσκολληθεί και να προσδεθεί άρρηκτα με το εχθρικό πλοίο πολύ πολύ γρήγορα, στη συνέχεια να τεθεί σ΄ αυτό «πυρ» και έγκαιρα να εγκαταλειφθεί από το πλήρωμά του. Είναι προφανές ότι σε τέτοια επιχείρηση εκτός του θάρρους, της αποφασιστικότητας αλλά και της ψυχραιμίας απαιτείτο και πλήρης συντονισμός ενεργειών Πλοιάρχου και πληρώματος.
Το Πυρπολικό του 21 οφείλει τη πρώτη του κατασκευή στον Παργινό Ιωάννη Δημουλίτσα με το παρωνύμιο «Πατατούκος», ο οποίος από μικρός δούλευε σε ψαριανά καράβια και στα ταξίδια του γνώρισε τα μυστικά της κατασκευής των πυρπολικών. Στον Κων. Νικόδημο το πυρπολικό πλοίο οφείλει την τελειοποίησή του.
Πρώτη επιτυχής χρήση του επανδρωμένου πυρπολικού έγινε στις 27 Μαΐου 1821 στην Ερεσσό όπου οι Τούρκοι απώλεσαν ένα αξιόλογο πλοίο «γραμμής». Αναδειχθείς πρώτος Πυρπολητής] ο Παπανικολής. Τότε ξένος παρατηρητής σημείωνε «...τελικά οι Έλληνες βρήκαν το όπλο της Επανάστασης!» Μετά από αυτό το γεγονός οι Πρόκριτοι εγκρίνανε μετατροπές παλαιών ιστιοφόρων σε πυρπολικά εξαγοραζόμενα από τη τότε κυβέρνηση αντί 25.000 και 45.000 γρόσια με ισόποση περίπου δαπάνη για τη μετατροπή τους.
Κατασκευή και τακτική
Η μετατροπή γινόταν ως εξής: άνοιγαν κατα μήκος του καταστρώματος σε κάθε πλευρά κυκλικά ανοίγματα («ρούμπους») και κάτω από το καθένα έβαζαν πωματισμένα βαρέλια γεμάτα εκρηκτικά. Ακόμα και τα ιστία του πλοίου ήταν εμποτισμένα με πίσσα και νάφθα ώστε να μεταπηδήσει γρήγορα η φωτιά.
Κατά μήκος των πλευρών του καταστρώματος και κάτω από αυτόν κατασκευάζονταν αγωγοί γεμάτοι με εύφλεκτα μίγματα, ονομαζόμενοι «μίνες του μπαρουτιού» για τη μετάδοση της φωτιάς από συγκεκριμένο σημείο (τη «μίνα της φωτιάς») στη πρύμη του σκάφους όπου και το άνοιγμα του «άβακα» (πηδαλίου). Από αυτό το σημείο γινόταν και η διαφυγή του πληρώματος (20-25 άνδρες) και η επιβίβασή τους σε ρυμουλκούμενη λέμβο όταν ο κυβερνήτης παραμένοντας τελευταίος έθετε το «πυρ».
Οι επιθέσεις των πυρπολικών δεν γίνονταν μόνο σε αγκυροβολημένους στόχους αλλά και μεσοπέλαγα, λόγω μεγαλύτερης ταχύτητας. Μετά το περίφημο σήμα της επίθεσης «Με τη βοήθεια του Σταυρού επιτεθείτε!» πλησίαζαν τον εχθρό με τη πλώρη από τη προσήνεμη πλευρά -δηλαδή από εκεί που φύσαγε ή ήταν ο κυματισμός ώστε να βοηθηθεί η προσκόλληση- και γρήγορα με «κόρακες» (=γάτζους) εξασφάλιζαν την αγκίστρωση. Το πλήρωμα του εχθρικού σκάφους καταλαμβάνονταν συνήθως από πανικό και καμία αντίσταση δεν πρόβαλε αλλά έτρεχε να σωθεί.
Από του 1824 όμως που άρχισε η παρέμβαση του αιγυπτιακού στόλου, οι συνθήκες χρήσης των πυρπολικών ήταν δυσμενέστερες και τούτο διότι τα αιγυπτιακά πληρώματα ήταν εκπαιδευμένα και συγκροτημένα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα κυρίως του γαλλικού στρατού και ναυτικού. Πάντως τα πυρπολικά εξακολούθησαν να χρησιμοποιούνται ακόμη και όταν η Ελλάδα απέκτησε τα πρώτα πραγματικά πολεμικά, τη φρεγάτα «Ελλάς» και το ατμοκίνητο «Καρτερία», τα οποία κατέστησαν το πυρπολικό δευτερεύον.
Κατά τη διάρκεια του Απελευθερωτικού αγώνα του 1821 έγιναν 59 επιθέσεις με πυρπολικά από τις οποίες οι 39 ήταν επιτυχείς, 19 απέτυχαν και 1 αμφισβητείται.
Επιτυχείς ήταν: - του Γέροντα, του Νταρ Μπογκάζ και της Σάμου (πλοίαρχος Γ. Βατικιώτης), - της Τενέδου (πλ. Γ. Βρατσάνος), - της Σούδας (πλ. Α. Βώκος), - Μεθώνης (Α. Δημαμάς), - Γέροντα (Γ. Θεοχάρης), - Μυτιλήνης (Δ. Καλογιάννης), - Αγ. Μαρίνας, Σάμου, Τενέδου και Χίου (Κ. Κανάρης), - Ιθάκης, Μεσολογγίου (Α. Καράβελας), - Κάβο ντ΄ Όρο, Καρπάθου (Γ. Ματρώζος), - Σάμου (Λέκας Ματρώζος), - Γέροντα, Κάβο ντ΄ Όρο, Μιλήτου και Σάμου (Λ. Μουσούς), - Αλεξάνδρειας, Κάβο ντ΄ Όρο, Μεσολογγίου (Μ. Μπούτης), - Στενά Μυτιλήνης (Κ. Νικόδημος), - Ερεσού (Δ. Παπανικολής), - Μεθώνης (Α. Παυλής ή Μπίκος), - Άθωνα, Γέροντα, Σπετσών, Χίου (Α. Πιπίνος), - Μεθώνης, Μεσολογγίου (Γ. Πολίτης), - Σάμου (Δ. Ραφαλιάς), - Αλεξάνδρειας, Μεθώνης, Μεσολογγίου (Μ. Σπαχής), - Μεθώνης, Νταρ Μπογκάζ (Δ. Τσάπελης).
Αποτυχούσες: - Κάβο-Μελέχα (Α. Βώκος), - Λέσβου και Γκλαρέντζας (Θ. Βώκος), - Μεσολογγίου (Α. Δημαμάς), - Ερεσού (Γ. Θεοχάρης), - Ερεσού (Γ. Καλαφάτης), - Κρήτης (Γ. Ματρώζος), - Κάβο Μελέχα, Κάβο Ματαπά (Μιχ. Μπουντούρης), - Λέσβου, Φωκαίας (Θ. Μπρέσκας), - Μεθώνης (Α. Πιπίνος), - Χίου, Σπετσών, Σάμου, Κρήτης και Μυτιλήνης (Α. Ρομπόσης), - Σάμου (Π. Σπαχής), και - Σάμου (Δ. Τσάπελης).
Αμφισβητήσιμες: Μία, κατά τη Ναυμαχία της Σούδας (Α. Δημαμάς)
Ευνόητο ότι στα επαναλαμβανόμενα παραπάνω μέρη οι επιχειρήσεις έγιναν σε διαφορετικές ημερομηνίες.
Από τους Πλοιάρχους των Πυρπολικών σκαφών περισσότερο τιμήθηκε ο Κωνσταντίνος Κανάρης ο οποίος και πέθανε ως Πρόεδρος της τότε Οικουμενικής Κυβέρνησης. Κάποτε όταν τον ρώτησαν πως έκανε το κατόρθωμα της Χίου, όπου πυρπόλησε την οθωμανική Ναυαρχίδα, απάντησε: «Είπα, Κωνσταντή, θα πεθάνεις»!