Μεγάλη δόξα του Διαγόρα ο Προφήτης! Μέχρι η Ρεάλ Μαδρίτης τον ζήτησε για τερματοφύλακα και άλλαξε γνώμη στα μισά του ταξιδιού!
Ο Παναθηναϊκός τον έπεισε να κάνει κάποιες προπονήσεις μαζί του, αλλά το «όχι» ήταν μεγάλο και κατηγορηματικό.
Η αγάπη για τον Διαγόρα ήταν μεγάλη και για τη Ρόδο, το νησί που έζησε από τεσσάρων χρόνων που ήρθε από τη Σύμη, ακόμα μεγαλύτερη.
Τον συνάντησα Παρασκευή απόγευμα στο κρεοπωλείο του, όπου πάει και σήμερα ακόμα στα 85 του χρόνια, αυτός ο μεγάλος αθλητής, το γερό σκαρί, ο Γιάννης Χατζηνικήτας, γαμπρός του Μπαμπούλα, που όλοι τον φώναζαν «Προφήτη», κι αν δεν τον πεις έτσι και σήμερα, δεν γυρίζει.
Δεν ξέρω από ποδόσφαιρο, αλλά τη χάρηκε αυτή την κουβέντα, κι έφυγε οδηγώντας τη βέσπα του βραδάκι, ξέροντας ότι έχει γράψει μεγάλη ιστορία κάτω από τα δίχτυα του Διαγόρα, κι αν τ’ αποφάσιζε, θα μπορούσε να τη γράφει παντού!
Γιατί σας βγάλανε Προφήτη;
Δεν έμαθα ποτέ, ούτε ξέρω ποιος μου το ‘βγαλε. Να είχε να κάνει με το ότι ήξερα πού θα πάει η μπάλα; Με το ότι στη σωστή στιγμή βρισκόμουν στο σωστό σημείο; Δεν ξέρω, δεν έμαθα και δεν ρώτησα κιόλας. Όμως μέχρι και σήμερα αν με πουν «Γιάννη» δεν γυρνώ, γυρνώ όταν ακούσω το «Προφήτης».
Δύσκολα σας έβαζαν γκολ!
Αγαπούσα πολύ το τέρμα, πράγματι δύσκολα έτρωγα γκολ.
Στη Σύμη γεννηθήκατε.
Τεσσάρων χρόνων ήρθα από τη Σύμη. Κρεοπώλης ο πατέρας μας και τον είχαν φέρει στη Ρόδο οι Γερμανοί στα σφαγεία, καταναγκαστικά. Ήρθαμε όλη η οικογένεια, τέσσερα αγόρια και τρία κορίτσια. Μείναμε στο Νιοχώρι, τα πρώτα χρόνια και μετά στον Άη Γιάννη μέχρι και σήμερα.
Από τότε κλωτσούσατε την μπάλα;
Άρχισα να κλωτσάω κάτι μικρές μπάλες που φτιάχναμε από πανιά και τις ντύναμε με μια κάλτσα. Η μάνα μου, εμένα κι έναν ακόμη αδελφό μου, πού μας έχανε, πού μας έβρισκε, στην περιβόλα του Αγιακάτσικα στο Νιοχώρι, απέναντι στο γηροκομείο. Πήγαινα στο Ιταλικό σχολείο μέχρι την τρίτη τάξη. Μετά την Απελευθέρωση, ξεκίνησα με την πρώτη τάξη στα ελληνικά, κι έκανα μόνο 20 μέρες. Μ’ έδιωξε η δασκάλα, η κ. Παρασκευή του Αντώνη Αγγέλου του οδοντίατρου η θεία γιατί ήμουνα από τα… καλά παιδιά… έφευγα από το μάθημα για να πάω να βάλω ξόβεργα.
Αλλά η μεγάλη αγάπη ήταν το ποδόσφαιρο. Ποιοι έπαιζαν τότε, ποιους θαυμάζατε ως παιδί;
Μετά την Απελευθέρωση είχε καλούς παίκτες το νησί: τον Παντελή Κουγιό στο Διαγόρα, τον Θωμά Βεργωτή στον Διαγόρα, τον Κλεόβουλο Μελίνη στον Δωριέα. Και ωραίες ομάδες: τον Διαγόρα, τον Πεισίροδο, τον Δωριέα, αργότερα τον Ολυμπιακό Άη Γιάννη, την ΑΕΠ από τα Πανωγιαννιά, τον Ατρόμητο του Κάστρου, μετά έγινε ο Ροδιακός και η Ρόδος.
Πού παίξατε πρώτη φορά;
Το 1951 έβγαλα δελτίο της ΕΠΟ χωρίς να έχω ακόμα ταυτότητα. Στον Ολυμπιακό του Άη Γιάννη. Έπαιζα σέντερ φορ, αλλά έφυγε στρατιώτης ο τερματοφύλακας και ανέλαβα εγώ. Μετά έγινε η συγχώνευση Ολυμπιακού με ΑΟΝ Νιοχωρίου και δημιουργήθηκε ο Παρροδιακός. Εκείνη την περίοδο έπεσε ο Διαγόρας από τη Β΄ Εθνική και ανεβήκαμε εμείς, ο Παρροδιακός. Τότε συγχωνεύτηκε ο Παρροδιακός με το Διαγόρα και δημιουργήθηκε η ομάδα « ΠΑΟ Διαγόρας». Στη Β΄ Εθνική την ίδια περίοδο είχαμε τρεις ροδίτικες ομάδες, τον Διαγόρα, τον Ροδιακό και τον Δωριέα. Έτσι έχει η ιστορία.
Και έτσι ξεκίνησε και η δική σας μεγάλη πορεία στα γήπεδα! Πολλές οι επιτυχίες σας κάτω από τα τέρματα.
Από το 1960 έως το 1967 ήτανε πράγματι μεγάλη η πορεία. Παίζοντας με ομάδες της Β΄ Εθνικής και με τη Μεικτή Ρόδου που παίζαμε, ταξίδεψα πολύ, γνώρισα πολλούς, με είδαν πολλοί. Έκανα όμως σκληρή προπόνηση. Κοιμόμουνα νωρίς. Είχα το κρεοπωλείο στους Αγίους Αναργύρους, δούλευα κανονικά, αλλά δεν έπινα, δεν κάπνιζα και να σου πω κι ένα ωραίο; Το 1961 κάπνισα ένα τσιγάρο πρώτη φορά που μου το δώσανε σε παρέα και πήγα για προπόνηση. Με κατάλαβε ο προπονητής ο Βασίλης Κοσκινάς, μου λέει «δεν τρέχεις, τι έπαθες;». Λέω, «μου δώσανε ένα τσιγάρο και κάπνισα...» ...Μου λέει, «μην το ξαναβάλεις στο στόμα σου...»! Δεν το ξανάπιασα.
Δουλεύατε κανονικά την ημέρα και μετά προπόνηση!
Όλοι δουλεύανε. Ο Βαγγέλης Σβύνος, δούλευε στου Σουλούνια τον φούρνο νυχτερινός, ο Παναγιώτης Ρίζος δούλευε νύχτα στην ΚΑΪΡ, στα σταφύλια. Δεν πληρωνόμασταν και αγοράζαμε και τη φανέλα και τα παπούτσια πολλές φορές από την τσέπη μας. Γέμιζε το γήπεδο σαν να έπαιζε Ολυμπιακός- Παναθηναϊκός. Οι τωρινοί πληρώνονται και δεν βλέπω και να αποδίδουν. Όταν τελείωνε το παιχνίδι πηγαίναμε στα μπουζούκια όλοι μαζί. Δεν είχαμε έχθρες μεταξύ μας, αυτά σταματούσαν στο γήπεδο.
Ποια ήταν τα μπουζούκια τότε;
Του «Μπαμπούλα», ήταν πεθερός μου ο Μπαμπούλας, η «Ταραντέλα» στην οδό Σοφούλη που είναι σήμερα το «Σουηδικό», το «Κόπα Καμπάνα» στου Κόβα, απέναντι από του «Μπαμπούλα», είχε ένα στο Κορακόνερο, ήταν και το «Ρόδος μπάι νάιτ» στην Ιξιά των αδελφών Χατζηδάκη και το «Ακάντια», κι αυτό στου Κόβα… Αλλά αυτά με μέτρο. Ο αρχηγός της ομάδας έκανε εφόδους στο σπίτι, χτυπούσε τις πόρτες να του ανοίξουμε, να δει αν κοιμόμαστε. Και στο Μήδεια είχε ένα μπουζουξίδικο. Όλες οι φίρμες έρχονταν τότε και τραγουδούσαν στη Ρόδο, δεν χρειαζόταν να πάμε εμείς. Εγώ γνώρισα και τον Κοινούση από πιο κοντά, γίναμε κουμπάροι, βάπτισε την κόρη μου τη Δικαία, την πάντρεψε, βάπτισε την εγγονή μου, την Κατερίνα…
Για τις προτάσεις δεν μου λέτε, του Παναθηναϊκού και της Ρεάλ Μαδρίτης με την οποία φτάσατε ένα βήμα πριν!
Το 1962 ή 1963 είχα πρόταση από παράγοντα του Παναθηναϊκού, στρατιώτης ήμουνα, έκανα κάποιες προπονήσεις μαζί τους, δεν το αποφάσισα. Δεν ήθελα ν’ αφήσω το Διαγόρα. Με περίμεναν στο ξενοδοχείο για να μου κάνουν την επίσημη πρόταση, τους λέω «φύγετε, δεν φεύγω από το Διαγόρα…».
Με τη Ρεάλ πώς έγινε, πού σας είδαν να παίζετε;
Δεν ξέρω καθόλου, δεν έμαθα. Ήρθε τηλεγράφημα στο Σάββα Μαμαλίγκα, πρόεδρο τότε του Παρροδιακού. Αυτή ήταν πράγματι μια μεγάλη ευκαιρία, λέω «ας τη δω». Κανονίστηκαν όλα, ξεκίνησα, έφτασα στον Πειραιά, κι εκεί πριν φύγω για Ισπανία πήγα να επισκεφτώ τον συγχωρεμένο Σάββα Ζούνη, έναν πολύ δυνατό παίκτη που έφυγε από το Διαγόρα, κι έπαιζε στον Εθνικό Πειραιώς. Πάω στο σπίτι του, βλέπω αντί για σπίτι έμενε σ’ ένα δωμάτιο ούτε τέσσερα μέτρα δεν θα ήταν. Μου λέει «τα βλέπεις;». Πήρα δρόμο κι έφυγα, γύρισα πίσω στη Ρόδο.
Πότε σταματήσατε να παίζετε;
Το 1967 σταμάτησα να αγωνίζομαι και ανέλαβα Γενικός Αρχηγός του Διαγόρα με τον αείμνηστο Γιάννη Παυλίδη προπονητή. Καλός προπονητής και καλό παιδί. Το 1972 έφυγα από τα γήπεδα, αλλά στα 40 μου έκανα δελτίο στην ομάδα της Μεσσαναγρού, με πρόεδρο τον Στεφανάρα και γενικό αρχηγό τον Βασίλη Μπίλη. Μου έλειπε το ποδόσφαιρο, αλλά δεν ξεκίνησα ποτέ, δεν πήγα.
Θέλατε να είστε σήμερα, να ξεκινούσατε από την αρχή και να γινόσασταν ποδοσφαιριστής;
Όχι, γιατί τώρα το ποδόσφαιρο είναι επαγγελματικό, δεν έχει αυτή τη λαχτάρα που είχαμε εμείς.
Πηγαίνετε σήμερα στο γήπεδο;
Λίγο πάω και βλέπω. Θέλω όμως να πω ευχαριστώ πολύ στους φιλάθλους της Ρόδου, σ’ όλα τα σωματεία… Μέχρι τώρα όλοι με υποστηρίζουν, στο δρόμο με φωνάζουν, στο γήπεδο με φωνάζουν…
Με ποιο όνομα σας φωνάζουν;
Προφήτη, είπαμε, αλλιώς δεν γυρίζω.