Μία από τις κορυφαίες στιγμές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας ακουμπά στο μεγαλείο κάποιων «τρελών», κάποιων αποφασισμένων, να σταθούν μπροστά από ένα τανκ, πιστεύοντας ότι έτσι θα το κρατήσουν έξω από το Πολυτεχνείο, νομίζοντας ότι η χούντα θα λυγίσει. Ήταν στις 17 Νοέμβρη.
Τη στιγμή αυτή απαθανάτισε μέσα από τον φωτογραφικό του φακό ο Τέλης Σαρρηκώστας. Ένας από τους σημαντικότερους φωτορεπόρτερ στη χώρα μας, που για 40 χρόνια μιλούσε με τη φωτογραφική του μηχανή. Σήμερα, μιλάει στο «Πρακτορείο», για όσα έζησε εκείνο το αξέχαστο τριήμερο, που είχε δώσει πάλι στους Έλληνες την περηφάνια τους.
Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 1973
«Βγαίνοντας από το Πολυτεχνείο ήξερα ότι θα γίνονταν σημαντικά, ιστορικά γεγονότα. Κοίταζαν κατάματα τον φακό κι έλεγαν τα αιτήματά τους. Από τον τόνο της φωνής τους και τα βλέμματα καταλάβαμε ότι οι φοιτητές μιλούσαν σοβαρά». Αυτές ήταν οι πρώτες σκέψεις του Τέλη Σαρρηκώστα, αμέσως μετά τη συνέντευξη που έδωσαν οι φοιτητές στο Πολυτεχνείο την Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 1973, σχεδόν ένα 24ωρο πριν τα δραματικά γεγονότα και την οποία είχε παρακολουθήσει μαζί με πολλούς άλλους Έλληνες και ξένους δημοσιογράφους.
Είναι ο μοναδικός φωτορεπόρτερ –εργαζόταν για το Associated Press - που απαθανάτισε τη στιγμή της εισόδου του τανκ στο Πολυτεχνείο. Ο ίδιος στέκεται ιδιαίτερα σε δύο από τις δεκάδες φωτογραφίες του. Αυτή που δείχνει το τανκ έτοιμο για την εισβολή και εκείνη όταν το τανκ έχει περάσει πια την πύλη. Χάρη σε αυτόν και στον Ολλανδό φωτορεπόρτερ Άλμπερτ Κουράντ, που βρισκόταν απέναντι από το Πολυτεχνείο, στο ξενοδοχείο Ακροπόλ, και τράβηξε το γνωστό φιλμάκι των μόλις 35 δευτερολέπτων, «η φωτεινή σελίδα της ελληνικής ιστορίας» που γράφτηκε από τους φοιτητές στο Πολυτεχνείο αποκτά αδιάσειστα ντοκουμέντα. Και κρατά ζωντανή τη θυσία τους.
Ο Τέλης Σαρρηκώστας συνεχίζει την αφήγησή του: «Το Πολυτεχνείο γεμίζει κόσμο, οι εκατοντάδες γίνονται χιλιάδες. Γίνονται τρομερές διαδηλώσεις, πέφτει πολύ ξύλο. Μόλις βραδιάζει, η κατάσταση γίνεται πολύ δύσκολη και για εμάς, δημοσιογράφους, φωτορεπόρτερ. Είμαι 30 ετών, 12 χρόνια επαγγελματίας.
Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 1973
Το βράδυ της Παρασκευής 16 Νοεμβρίου 1973, βρίσκομαι στα γραφεία του Associated Press, Ακαδημίας 27, στον 7ο όροφο, στο πλυσταριό, που είναι το «χημείο» μου, εμφανίζω φωτογραφίες. Είναι λίγο πριν από τις 9 το βράδυ όταν ακούω ένα περίεργο θόρυβο. Ήταν ο θόρυβος που έκαναν οι ερπύστριες από τα τανκς. Πηγαίνω στον διευθυντή μου, έναν ελληνοαμερικανό, μου λέει, πήγαινε να δεις τι συμβαίνει... Του ζητάω να έρθει μαζί μου, όπως και γίνεται. Παίρνω τις δύο φωτογραφικές μηχανές και όσα φιλμ μπορώ. Φτάνουμε στο Πολυτεχνείο. Σταματάμε μπροστά στο Μινιόν, κατευθύνομαι με τις δύο μηχανές Στουρνάρη και Πατησίων. Εκατοντάδες αστυνομικοί και μπράβοι. Το γνωστό τανκ έχει φτάσει μπροστά στην πύλη.
Με ήρεμες και αργές κινήσεις αρχίζω να φωτογραφίζω. Χωρίς φλας. Όση ώρα δουλεύω, ακούω τον λοχία πάνω στον πυργίσκο του τανκ, όχι περισσότερα από τριάντα μέτρα μακριά μου, να λέει «μάλιστα», «διατάξτε» και να κρατά το περίστροφο στο χέρι. Την ίδια ώρα, ακούω με πολύ μεγάλη συγκίνηση τους φοιτητές από τα παράθυρα να φωνάζουν προς τους στρατιώτες «Είμαστε Έλληνες, είμαστε αδέλφια». Ανοίγουν τα πουκάμισά τους και φωνάζουν: «Αν μας νομίζετε εχθρούς πυροβολήστε μας, εμείς σας θεωρούμε αδέλφια μας».
Ούτε εγώ φοβάμαι. Όταν κάποιος γίνεται φωτορεπόρτερ έχει αποφασίσει για τη ζωή του. Είμαι επαγγελματίας και πρέπει να κάνω το καθήκον μου. Έχω αρκετή ψυχραιμία γιατί μόνο έτσι θα μπορώ να δουλέψω. Μετά από κάποια ώρα ο προϊστάμενός μου φεύγει με τα πρώτα φιλμ. Είμαι ήσυχος η μισή δουλειά είναι ασφαλής.
Οι φοιτητές έχουν σκαρφαλώσει στα κάγκελα και στην πύλη στην Πατησίων και στην πύλη στη Στουρνάρη. Έχουν σκαρφαλώσει στα κολωνάκια. Φωνάζουν συνθήματα παρά τον κίνδυνο. Μπροστά τους οι αστυνομικοί κραδαίνουν δοκάρια και προσπαθούν να τους τρομοκρατήσουν.
Ξημερώματα Σαββάτου 17 Νοεμβρίου 1973, 3 παρά 7 λεπτά
Έχω πια τραβήξει αρκετά φιλμ, τα έχω κρύψει σε κάλτσες, σε εσώρουχα. Ακούω τον λοχία να λέει «Μάλιστα. Μάλιστα». Γυρίζει τον πυργίσκο ανάποδα και κάνει όπισθεν προς την ελληνοαμερικανική αγορά που ήταν απέναντι από το Πολυτεχνείο. Σκέφτομαι, δόξα σοι ο Θεός, πήρε εντολή να φύγει. Και τότε φουλάρει τη μηχανή και με όση δύναμη έχει κατευθύνεται και χτυπάει με τις ερπύστριες τις κολώνες στην πύλη του Πολυτεχνείου. Βλέπω τα παιδιά να πέφτουν σαν πορτοκάλια… Με δεύτερη προσπάθεια, δεύτερο χτύπημα, ισοπεδώνει τις κολώνες, πατάει τη μερσεντές που είχαν βάλει οι φοιτητές πίσω από την πύλη και ανοίγει διάδρομο για τους αστυνομικούς και τους στρατιώτες που μπαίνουν μέσα με αλαλαγμούς…
Όταν συνέρχομαι από την έκπληξη, πάω στο μέσον της Πατησίων για να φωτογραφίσω το τανκ μέσα στο Πολυτεχνείο. Τρία καρέ πρόλαβα να τραβήξω… αστυνομικοί έπεσαν πάνω μου με καδρόνια… Ευτυχώς, με ζικ ζακ αποφεύγω την πρώτη καδρονιά, κάνω μεταβολή και αρχίζω να τρέχω… πίσω μου γίνεται χαμός… Πυροβολισμοί, κραυγές… Ακούω πολλά βογκητά φοιτητών, φωνές αστυνομικών… Η κατάσταση είναι ανεξέλεγκτη. Προλαβαίνω και στρίβω στην Ακαδημίας… πέφτω σε κλοιό 300 αστυνομικών, «ηρεμώ», βάζω τις μηχανές στην τσάντα και τους ζητώ να περάσω και περνώ…
Στο γραφείο, μέχρι το πρωί τυπώνω πάνω από δέκα φωτογραφίες, όσα έζησα νωρίτερα τα λέω στον προϊστάμενό μου και τα γράφει σε κείμενο που τις συνοδεύει… Τις επόμενες ώρες αυτές οι φωτογραφίες κατακλύζουν όλες τις εφημερίδες σε Αμερική και Ευρώπη. Νιώθω ικανοποίηση για τη δουλειά μου, ότι όσα συνέβησαν έχουν αποτυπωθεί».
Τα χρόνια που ακολουθούν ο Τέλης Σαρρηκώστας αποφεύγει κάθε επαφή με τα ΜΜΕ. «Φρόντισα να κάνω εκθέσεις και να μιλήσω. Έχω πάνω από 100 φωτογραφίες αλλά δεν βλέπω κανένα ενδιαφέρον… Και αναρωτιέμαι κάποιες φορές, «άξιζε η θυσία τους; Βρήκε ανταπόκριση; Βλέπω την εκμετάλλευση…» λέει και καταλήγει:
«Κάθε χρόνο στις 17 Νοεμβρίου, δεν παραλείπω να επισκέπτομαι το Πολυτεχνείο, κάνω τη βόλτα μου στην περιοχή… Μου έρχονται στο μυαλό όλες εκείνες οι τρομερές στιγμές. Νιώθω χαρά γιατί είμαι σήμερα εδώ και μιλάω γι’ αυτές. Νιώθω θλίψη για εκείνους τους φοιτητές, όσα πέρασαν… Όμως, σκέφτομαι, εκείνοι δεν ένιωθαν έτσι. Ήταν αποφασισμένοι να πεθάνουν για τον σκοπό τους. Η αντίσταση των φοιτητών ήταν ο τάφος της χούντας. Είναι ήρωες».