Ο Νικήτας Σταματελόπουλος ή Νικηταράς o Τουρκοφάγος γεννήθηκε το 1772 στο χωριό Αναστασίτσα και μεγάλωσε στο χωριό Τουρκολέκα της Επαρχίας Μεγαλοπόλεως.
Πέθανε στον Πειραιά στις 25 Σεπτεμβρίου 1849 και ετάφη στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, δίπλα στο μεγάλο θείο του,Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Το δημοτικό τραγούδι θέλει τον Νικηταρά Τουρκλεκιώτη:
Ποιος είν’ αυτός όπου ’ρχεται στης Μαρμαριάς
τον κάμπο;
Αυτός είν’ ο Νικηταράς από το Τουρκολέκα».
Ο Νικηταράς ήταν ανιψιός του Κολοκοτρώνη και κατείχε επάξια την δεύτερη θέση στην ιεραρχία μετά τον Κολοκοτρώνη. Επίσης, χρημάτισε αρχιστράτηγος, γενικός αρχηγός, αντιπρόεδρος του εκτελεστικού κλπ.
Η ζωή του Νικηταρά, όπως ο ίδιος την διηγείται αρχίζει από 11 χρονών, όταν για πρώτη φορά τουφέκισε έναν Τούρκο στο Λεοντάρι Μεγαλοπόλεως. Ο Νικηταράς μαθήτευσε κοντά στα δυο ξεφτέρια του κλεφτοπόλεμου, τον Ζαχαριά και τον Κολοκοτρώνη.
Ο Νικηταράς πήρε γυναίκα του την κόρη του πρωτοκλέφτη Ζαχαριά, την Αγγελίνα, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά, την Σοφία, την Ρεγγίνα και τον Γιάννη.
Το 1805 πέρασε στη Ζάκυνθο, όπου κατετάγη στο Ρωσικό στρατό που πολεμούσε το Ναπολέοντα. Ο Ναπολέων νίκησε τους Ρώσους στο Αούστερλιτς και ο Νικηταράς επέστρεψε στα Επτάνησα, τα οποία παραδόθηκαν στο Ναπολέοντα και μπήκε στη δούλεψη των Γάλλων, μαζί με τον θείο του Κολοκοτρώνη, που εκείνη την εποχή ασκούσε το επάγγελμα του ζωέμπορου και χασάπη. Στη συνέχεια τα Επτάνησα πέρασαν στους Άγγλους και έτσι ο Νικηταράς κατετάγη στον Αγγλικό στρατό σαν εθελοντής αξιωματικός, υπό τις διαταγές του κατοπινού αρχιστράτηγου του ελληνικού στρατού Ριχάρδου Τσουρτς.
Το 1816 οι Τούρκοι πιάνουν στα Βάτικα της Λακωνίας τον πατέρα του Σταματέλο, τον αδελφό του και τον κουνιάδο του, τους κόβουν τα κεφάλια και τα στέλνουν στην Τρίπολη στον Τούρκο διοικητή. Μαθαίνοντας τα άσχημα μαντάτα ο Νικηταράς ορκίζεται ότι όσο ζει θα σκοτώνει Τούρκους, έως ότου απαλλαγεί ο τόπος από δαύτους.
Το 1818 ορκίζεται από τον Φιλικό Χρυσοσπάθη και γίνεται μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Τον Φλεβάρη του 1821 ξεμπαρκάρει στη Μάνη. Λίγο πιο πριν είχαν βγει Κολοκοτρώνης, Παπαφλέσσας και Αναγνωσταράς και προετοίμαζαν τον ξεσηκωμό του γένους. Στις 22-23 του Μάρτη μπήκαν στην Καλαμάτα με δυο χιλιάδες στρατό, Κολοκοτρώνης, Νικηταράς, Παπαφλέσσας, Πετρόμπεης, Μούρτζινος κλπ. και ξεκίνησαν την Επανάσταση.
Στρατολογώντας ο Νικηταράς στα χωριά του Λεονταρίου στην περιοχή Σκορτσινού, βρήκε ένα τσοπανόπουλο με τ’ όνομα Θανάσης Τσοτσολάς. Αφού τον πλησίασε και πιάσαν τη συζήτηση, του είπε:
– Τέτοιο παλικάρι σαν εσένα τούτη την ώρα δεν είναι να φυλάει πρόβατα.
– Και τι να κάνω, του είπε ο Θανάσης.
– Να ’ρθεις κοντά μας να πολεμήσεις, να ελευθερώσουμε το γένος μας.
– Ρώτα τον πατέρα μου, του λέει.
– Μπάρμπα, του λέει ο Νικηταράς, δώσ’ μου το παλικάρι σου να ’ρθει μαζι μου να πολεμήσει την Τουρκιά.
– Και ποιος είσαι συ που μου ζητάς το γιο μου;
– Εγώ είμαι ο Νικηταράς.
– Ε, τότες παρ’ τον και να γυρίσετε νικητές.
Στις 24 Μαΐου 1821 γίνεται νικηφόρος μάχη στο Βαλτέτσι, όπου 2000 ‘Ελληνες με οπλαρχηγούς Κολοκοτρώνη, Νικηταρά, Μαυρομιχαλαίους, Αναγνωσταρά, Κεφαλά κλπ. νίκησαν 7000 Τούρκους, που είχαν για στρατόπεδο την Τρίπολη. Στην μάχη αυτή του βγάλαν το παρακάτω τραγούδι, διότι έτρεχε με το γιαταγάνι στο χέρι και κυνηγούσε τους Τούρκους, ενώ αυτοί υποχωρούσαν:
«Γειά σου ορέ Νικηταρά
που ’χουν τα πόδια σου φτερά,
μες στους κάμπους πας κοιμάσαι
και κανέναν δε φοβάσαι».
Μετά το Βαλτέτσι, πήρε εντολή από τον Κολοκοτρώνη να πάει να ελευθερώσει τ’ Ανάπλι. Περνώντας με το στράτευμά του από τα Δολιανά, ζήτησε από τους Δολιανίτες να του δώσουν για το δρόμο ένα φόρτωμα κρασί κι αυτοί δεν του το έδωσαν. Ο Νικηταράς με το στράτευμά του συνέχισε την πορεία του. Πριν φτάσει στο δρόμο για το Άργος έφτασε αγγελιοφόρος από τα Δολιανά, ότι έρχονται Τούρκοι και να γυρίσουν πίσω να τους βοηθήσουν.
Όταν το άκουσε αυτό ο αδελφός του Νικηταρά τους είπε: «Ένας να μην μείνει. Εμείς σας ζητήσαμε ένα φόρτωμα κρασί και δεν μας δώσατε ούτε ένα ποτήρι». Γυρίζει τότε ο Νικηταράς και επιπλήττει τον αδελφό του: «Τι είναι αυτά που λες; Εμείς πάμε στ’ Ανάπλι να πολεμήσουμε τους Τούρκους και τώρα που έρχονται αυτοί σε μας θα τους αφήσουμε;»
Διατάζει επιστροφή του στρατεύματος και γίνεται η περίφημη μάχη των Δολιανών, όπου κατατροπώνει τους Τούρκους. Θέλει μεγάλη καρδιά για να ξεχνάς τόσο γρήγορα τ’ άδικο κι αυτήν την είχε ο Νικηταράς και θα τη δούμε πολλές φορές. Και η λαϊκή μούσα τραγούδησε:
«Πόλεμος στα Δολιανά
σκούζουν μάνες και παιδιά.
Ο καπετάν Νικηταράς
πολεμάει σαν πασάς»
Στη συνέχεια αναλαμβάνει πρωτεύοντα ρόλο στην απελευθέρωση της Τροπολιτσάς, όπου εκτός των άλλων του ανέθεσε ο Κολοκοτρώνης να επιτηρήσει την κατάπαυση της σφαγής, η οποία κράτησε τρεις μέρες. Στις 9 του Δεκέμβρη η Πελοποννησιακή Γερουσία εκλέγει τους πρώτους τέσσερις στρατηγούς: τον Κολοκοτρώνη, τον Νικηταρά, τον Β. Πετμεζά και τον Π. Γιατράκο.
Όπως διηγείται ο Μακρυγιάννης, η εντιμότητα του Νικηταρά δεν είχε μέτρο. Όταν πήρε εντολή από τον Κωλέττη να πάει να συναντήσει τον Οδυσσέα Ανδρούτσο στον Παρνασσό, έστειλε κρυφά αγγελιοφόρο στον Οδυσσέα ο Κωλέττης και του έλεγε ότι έρχεται ο Νικηταράς να σε σκοτώσει και να πάρει το στράτευμα. Μαθαίνοντας αυτό ο Οδυσσέας, έστησε μπλόκο και έπιασε τον Νικηταρά αιχμάλωτο. Αφού τον αλυσοδέσανε, τον πήγαν στη σπηλιά που έμενε ο Οδυσσέας. Μόλις αντίκρυσε τον Οδυσσέα του είπε: «Τι καμώματα είναι αυτά Δυσσέα;» Και αυτός του είπε το ιστορικό με τον Κωλέτη. Τότε του είπε ο Νικηταράς: «Επειδή και στο μέλλον θα επιχειρήσουν τα ίδια, εγώ προτείνω να γίνουμε αδελφοπιτοί».
Ο Οδυσσέας τον κοίταξε με ντροπή, διότι μπορεί να είχε σκοτώσει έναν φίλο του και πολύτιμο αγωνιστή του έθνους. Παίρνει ο Νικηταράς το γιαταγάνι του και χαράζει το χέρι του να τρέξει αίμα.«Αν με πιστεύεις κάνε και συ το ίδιο», του λέει. Τότε ο Οδυσσέας χαράζει το χέρι του και το βάζει πάνω στο χέρι του Νικηταρά κι έγιναν αδέλφια. Δυστυχώς ο Οδυσσέας Ανδρούτσος δεν γλύτωσε από τους σπιούνους του Κωλέτη και το τέλος ήταν οικτρό, αφού πρώτα τον φυλάκισαν στην Ακρόπολη των Αθηνών, μετά τον σκότωσαν ρίχνοντάς τον από το Ιερό Βράχο.
Η πιο σημαντική μάχη του αγώνα, ήταν η Καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια. Σ’ αυτήν τη μάχη ο Νικηταράς έσπασε τρία γιαταγάνια, το δε τρίτο όπως ήταν σπασμένο έκαναν προσπάθεια οι στρατιώτες του να του το βγάλουν από τη χούφτα του (το χέρι του), διότι είχε μουδιάσει το χέρι του και δεν άνοιγε. Σ’ αυτήν τη μάχη του κόλλησαν το προσωνύμιο «Τουρκοφάγος», διότι όπως τον αντίκρυσαν μέσα στα αίματα, έμοιαζε με σαρκοφάγο ζώο. Όταν τελείωσε η μάχη, οι πολεμιστές άρχισαν να μοιράζουν τα λάφυρα.
Αναζήτησαν τον στρατηγό τους, τον Νικηταρά. Αυτός είχε αποτραβηχτεί να ξεκουραστεί. Τον ρώτησαν τι θέλει κι αυτός τους είπε: «Δεν θέλω τίποτα. Θέλω να δω την πατρίδα μου λεύτερη». Με το ζόρι του χάρισαν ένα άλογο μεγαλόσωμο και ένα σπαθί.
Το άλογο το χάρισε σ’ ένα λαϊκό ποιητή που τον έλεγαν Τσοπανάκο. Το κανονικό του όνομα ήταν Παναγιώτης Κάλας. Θεωρήθηκε για την Επανάσταση ένας νέος Τυρταίος ή Πίνδαρος. Ο τσοπανάκος ήταν τόσο φτωχός που δεν είχε τα μέσα για να συντηρήσει το άλογο και γράφει ένα πολύ ωραίο ποίημα και το στέλνει στο Νικηταρά:
«Το δώρο σου Νικηταρά
είν’ άλογο χωρίς ουρά
ή μου στέλνεις και κριθάρι
ή σου στέλνω το τομάρι».
Μετά απ’ αυτό, ανέλαβε η Πελοποννησιακή Γερουσία και του έδινε τα έξοδα να συντηρείται αυτός και το άλογό του. Το δε σπαθί το προσέφερε αργότερα στον έρανο της Πελοποννησιακής Γερουσίας για να κινηθεί ο στόλος.
Τον Ιούλιο του 1825 ο Νικηταράς πολεμάει στο πλευρό των Μεσολογγιτών για την υπεράσπιση της πόλεως. Τότε του έρχεται γράμμα από την Διοίκηση να κατέβει στο Μοριά, γιατί ο Ιμπραήμ Πασάς αλώνιζε στην Πελοπόννησο. Όταν έμαθαν την διαταγή οι Μεσολογγίτες στεναχωρήθηκαν πολύ. Συνήλθαν σε συνέλευση οι κεφαλές και υπερασπιστές του Μεσολογγίου και του απεύθυναν το εξής γραπτό (θα σας γράψω ένα τμήμα):
Πρός τον Γενναιότατον στρατηγόν Νικήταν Σταματελόπουλον.
Επειδή αναγκάζεσαι να αναχωρήσεις από το πολύπαθο Μεσολόγγι, εμείς και οι κάτοικοι του Μεσολογγίου σ’ ευχαριστούμε για τις υπηρεσίες που προσέφερες, την γενναιότητα σου, τα γενναία σου φρονήματα…
Λυπούμαστε αφάνταστα για την στέρησιν της ηρωικής σου και φιλογενούς ψυχής σου. Γι’ αυτό να κρατήσεις την επιστολή αυτή με τις υπογραφές μας.
Εν Μεσολογγίω τη 29 Ιουλίου 1825
Οι πατριώται κάτοικοι του Μεσολογγίου
Αναστάσιος Παλαμάς, Χρήστος Καψάλης, (ο μετέπειτα ήρωας του Μεσολογγίου)
και συνεχίζουν άλλες 13 υπογραφές.
Όταν ο Νικηταράς έφθασε στον Πύργο στις 6 Αυγούστου του 1825, τους έστειλε γράμμα με αγγελιοφόρο που τους τόνιζε:
«- να προσέχετε την πόλη μου, που κι εγώ αγάπησα, και να ξέρετε ότι είναι δύσκολο
να σας βοηθήσουν λόγω του Ιμπραήμ.
Εκ Πύργου τη 6 Αυγούστου 1825
Ο ειλικρινής αδελφός σας
Νικήτας Σταματελόπουλος».
Η ταπεινότητα του Νικηταρά δεν του επέτρεπε να χρησιμοποιεί τον τίτλο του στρατηγού. Τον Οκτώβριο του 1826 ο Νικηταράς με 800 αγωνιστές πηγαίνει σε βοήθεια του Καραϊσκάκη στη Ρούμελη. Εκεί μαζεύονται περίπου 3.000 αγωνιστές Μωραΐτες – Ρουμελιώτες-Ηπειρώτες. Στη συνέλευση των αρχηγών συζητούν και τη διοίκηση του στρατεύματος. Οι Ηπειρώτες πρότειναν τριμελή συναρχηγία από τους Καραϊσκάκη, Νικηταρά και Μπότσαρη. Ο Καραϊσκάκης αντέδρασε στην πρόταση των Ηπειρωτών και είπε ότι στη μάχη «ένας κάνει κουμάντο». Τότε σηκώθηκε ο Νικηταράς και τους είπε ότι σωστά τα λέει ο Καραϊσκάκης και δεν έχει πρόβλημα, αλλά είναι τιμή του να είναι υπό τις διαταγές του Καραΐσκου. Έτσι κι έγινε.
Φάνηκε και πάλι ο πατριωτισμός και η ταπεινοσύνη ενός τέτοιου ήρωα. Στη συνέχεια έγινε η μεγάλη νικηφόρα μάχη της Αράχοβας. Είναι χαρακτηριστικό η σειρά, που πήρε τ’ όνομά του στην αναφορά των καπεταναίων προς την Κυβέρνηση: «Εκ του στρατοπέδου της Ράχοβας 26 Νοεμβρίου 1826, Γεώργιος Καραΐσκάκης, Νικήτας Σταματελόπουλος… »
Βρισκόμενος στο στρατόπεδο του Φαλήρου τον Απρίλιο του 1827 υπό τις διαταγές του Γεωργίου Καραΐσκάκη, τους κάλεσε ο Κόχραν στο καράβι του απ’ όπου διοικούσε όλο το ελληνικό στράτευμα για να πάρουν απόφαση για την απελευθέρωση των Αθηνών που κατείχε ο Κιουταχής.
Πρώτος μίλησε ο Καραϊσκάκης, ο οποίος απέρριψε τον εγγλέζικο τρόπο επίθεσης κατά των Τούρκων. Δεύτερος μίλησε ο Νικηταράς. Έκανε εντύπωση στους Άγγλους αξιωματικούς το παράστημά του (ψηλός, λιγνός και μάτι εκδικητικό), αλλά και η πολεμική του κατάρτιση, που στο τέλος τον έκαμψε και πήραν παράταση για την επίθεση. Είναι γνωστό ότι μετά από δύο μέρες δολοφονήθηκε ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, έγινε η καταστροφή του στρατοπέδου του Φαλήρου από τον Κιουταχή και ήταν μεγάλες οι απώλειες των Ελλήνων στρατιωτών αλλά και γνωστών οπλαρχηγών.
Βλέποντας το κακό που έγινε ο Νικηταράς, ήδη τραυματίας κι αυτός, αρπάζει μια σημαία και τους λέει: «Αδέλφια, εάν δεν ορίσουμε έναν Έλληνα αρχηγό να κουμαντάρει τ’ ασκέρι χαθήκαμε» Ρωτάνε τα παλικάρια: «Ποιον να βάλουμε;» «Τον Κίτσο τον Τζαβέλα», τους απαντά και δέχονται τα παλικάρια. Ούτε και τώρα πρότεινε τον εαυτό του. Ανεβαίνει στο πλοίο του Τσουρτς και του ανακοινώνει την απόφαση του στρατού. Ο Τσουρτς την αποδέχεται, αλλά δυστυχώς δεν την αποδέχεται ο Κίτσος Τζαβέλας. Έτσι διαλύθηκε το στρατόπεδο του Πειραιά και ο καθένας πήγε στα μέρη του και ο Νικηταράς γύρισε με τα εναπομείναντα παλικάρια του στο Μοριά.
Ο Νικηταράς, ο πιο άφθαρτος στρατηγός από τους εμφυλίους πολέμους και ο πιο τίμιος,διορίζεται από τον Κολοκοτρώνη υπεύθυνος στρατολόγησης της Μεσσηνίας για να αντι- μετωπίσουν τον Ιμπραήμ. Ιδού ένα μέρος της επιστολής:
«Προς τον Γενναιότατον στρατηγόν
Νικήταν Σταματελόπουλον.
Διορίζεσαι άμα λάβης την παρούσαν μου να παραλάβης υπό την οδηγίαν σου ενταύθα στρατιώτας, και στρατολογήσης μ’ όλην την δυνατήν ταχύτητα όσους οπλοφόρους μπορείς… Θέλεις δε μου γράφεις συχνά και κάθε συμβάν περίεργον προς οδηγίαν μου.
5 Ιουνίου 1827 Άργος
Ο Γενικός Αρχηγός
των Πελοποννησιακών Στρατευμάτων
Θ. Κολοκοτρώνης».
Με τον ερχομό του Καποδίστρια στην Ελλάδα και αναλαμβάνοντας τη διακυβέρνηση της ελεύθερης Ελλάδος διαλύει τον στρατόν για ν’ ασχοληθεί ο λαός με ειρηνικά έργα, όπως έλεγε ο Κυβερνήτης, ωστόσο κράτησε τρία συντάγματα. Ορίζει διοικητές τους Νικήτα Σταματελόπουλο, τον Γενναίο Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα. Γενικός αρχηγός τίθεται ο Θ. Κολοκοτρώνης. Στη συνέχεια, τον Μάρτιο του 1829, ο Νικηταράς συνόδευσε τον Κυβερνήτη με την ιδιότητα του Γενικού Αρχηγού της Πολιτικής Φρουράς Πελοποννήσου στην πρώτη περιοδεία του στο Μοριά.
Τα χρόνια περνούν, δολοφονείται ο Κυβερνήτης, έρχεται η Αντιβασιλεία, βάζει φυλακή Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα, τους καταδικάζουν εις θάνατον, αλλά ευτυχώς χάρη σε δυο άξιους δικαστές, τον Τερτσέτη και τον Πολυζωΐδη, οι οποίοι δεν υπέγραψαν την θανατική ποινή, γλύτωσαν την κρεμάλα.
Έρχονται κατόπιν και ο Βασιλιάς Όθωνας και όλοι μαζί οι κυβερνώντες ξέχασαν ότι υπήρχε κι άλλη υπόδουλη Ελλάδα. Το 1839 κάνει απόπειρα σύστασης μιας εταιρείας με την ονομασία «Φιλορθόδοξος Εταιρεία» με σκοπό την απελευθέρωση της υπόλοιπης Ελλάδας, με ιδρυτικά μέλη τον Νικηταρά, τον Γεώργιο Καποδίστρια (αδελφό του Κυβερνήτη), τον Νικόλα Ρενιέρη και τον Μ. Εμμ. Παπά.
Στις 22 Δεκεμβρίου του 1839 συλλαμβάνονται από τον Όθωνα και αφήνεται ελεύθερος μόνο ο Μ. Εμμ. Παπάς, ο οποίος εντέχνως είχε μπει στην Εταιρεία, για να τους προδώσει, όπως και έκανε.
Αφού κάθισαν προφυλακισμένοι έξι μήνες, δικάστηκαν στις 11 Ιουλίου του 1840. Ήταν τόσο αδύναμος λόγω της ασιτίας, της φυλάκισης και της ασθένειάς του, που μόλις τον αντίκρυσαν δικαστές και ακροατήριο βουβάθηκαν. Κατά την απολογία του, του επέτρεψαν οι δικαστές να απαντά καθήμενος. Μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας, το δικαστήριο τον αθώωσε υπό όρους. Τον μεν Γ. Καποδίστρια τον εξόρισαν, τον δε Νικηταρά τον περιόρισαν στην Αίγινα υπό επιτήρηση. Εκεί έμεινε άλλους δεκατέσσερις μήνες.
Στις 18 Σεπτεμβρίου του 1841, μετά από διάφορες εισηγήσεις στον Όθωνα, βγήκε από την Αίγινα και επέστρεψε στον Πειραιά. Με αφορμή εκείνη την περιπέτεια τον αποκαλούσαν «Νικήτας ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ». Όταν βγήκε από την βάρκα που τον μετέφερε από την Αίγινα στο Τουρκολίμανο και τον αντίκρυσαν οι δικοί του τυφλό και αδύνατο, δυστυχώς η μια του κόρη δεν άντεξε να τον βλέπει μπροστά της τον άλλοτε γίγαντα, ή όπως τον έλεγαν «ΑΧΙΛΛΕΑ» να είναι ένα ερείπιο, τρελάθηκε και αργότερα πέθανε.
Η φτώχεια ήταν τόσο μεγάλη που του συνέστησαν να γίνει ζητιάνος.
Αλλά την εποχή εκείνη έπρεπε να έχεις άδεια ζητιάνου. Έτσι του έδωσε ο τότε Υπουργός Στρατιωτικών άδεια να ζητιανεύει μια φορά την εβδομάδα, κάθε Παρασκευή στον Ιερό Ναό της Ευαγγελίστριας του Πειραιά.