Περίπου μια 20ετία νωρίτερα, όμως, μια σχεδόν ξεχασμένη σφαγή είχε προκαλέσει 918 νεκρούς - και ήταν η μεγαλύτερη απώλεια Αμερικανών πολιτών από μη φυσική καταστροφή, μέχρι την 11η Σεπτεμβρίου.
Δεν περιλάμβανε αεροπλάνα ούτε αεροπειρατείες, δεν είχε τον τρόμο που προκαλούν οι εικόνες των Δίδυμων Πύργων να καταρρέουν ή τη συντριβή που νιώθει κανείς αντικρίζοντας την εικόνα του ανθρώπου που πέφτει από έναν από τους δύο πύργους στο κενό. Χρειάστηκε απλώς ένας άνθρωπος με πειθώ.
Έτσι, το Τζόουνσταουν της Γουϊάνα έγινε η σκηνή μιας από τις πιο ανατριχιαστικές τραγωδίες στην αμερικανική ιστορία. Ήταν η 18η Νοεμβρίου του 1978. Και, υπό την καθοδήγηση του ιδρυτή και ηγέτη του «Ναού του Λαού» Τζιμ Τζόουνς, τα μέλη του προχώρησαν στην «επαναστατική αυτοκτονία» τους, πίνοντας μείγμα δηλητηρίων. Ανάμεσά τους ήταν περισσότερα από 200 παιδιά. Της μαζικής αυτοχειρίας είχε προηγηθεί ο φόνος πέντε ανθρώπων σε κοντινό διάδρομο προσγείωσης, ανάμεσά τους του βουλευτή Λίο Ράιαν, από μέλη του Ναού. Ήταν η μοναδική φορά στην ιστορία που μέλος του Κογκρέσου έπεφτε νεκρό εν ώρα καθήκοντος και ήταν η μεγαλύτερη μαζική αυτοκτονία στη σύγχρονη ιστορία.
Ο Τζόουνς είχε ιδρύσει τη χριστιανική αίρεση «Ναός του Λαού» στην Ιντιανάπολη τη δεκαετία του ’50, με τα κηρύγματά του να στρέφονται κατά του ρατσισμού και να προσελκύουν πολλούς Αφροαμερικανούς. Ο ίδιος οραματιζόταν μια κομμουνιστική κοινότητα, στην οποία όλοι θα μπορούσαν να ζουν μαζί αρμονικά και να εργάζονται για το κοινό καλό. Υλοποίησε εν μέρει το όραμά του μετακομίζοντας, το 1966 στην Καλιφόρνια, δεν έπαψε όμως να ονειρεύεται να εγκαθιδρύσει μια τέτοια κοινότητα σε μεγαλύτερη κλίμακα εκτός ΗΠΑ. Μια κοινότητα που θα ήταν υπό τον πλήρη έλεγχό του, θα επέτρεπε στα μέλη του «Ναού του Λαού» να βοηθούν άλλους στην περιοχή και να είναι μακριά από την επιρροή της κυβέρνησης των ΗΠΑ.
Μετά τη μετακόμιση στο Σαν Φρανσίσκο, το 1971, η εκκλησία του δέχθηκε κατηγορίες για οικονομικές απάτες, σωματική κακοποίηση των μελών του και κακομεταχείριση των παιδιών. Ο Τζόουνς δεν πτοήθηκε όμως και βρήκε μια απομακρυσμένη τοποθεσία στη Γουϊάνα, στη Νότια Αμερική, που ταίριαζε στις ανάγκες του. Το 1973, πήρε με λίζινγκ ένα κομμάτι γης από την κυβέρνηση της χώρας - ένα κομμάτι ζούγκλας, για την ακρίβεια, και έβαλε συνεργεία να το καθαρίσουν. Η κατασκευή της υποδομής για την κοινότητα που είχε ονειρευτεί προχωρούσε αργά, καθώς όλα τα οικοδομικά υλικά που χρειάζονταν έπρεπε να μεταφέρονται στον «αγροτικό συνοικισμό του Τζόουνσταουν» από τις ΗΠΑ. Έφτασε το 1977 και μόλις 50 άνθρωποι ζούσαν στον οικισμό. Ο Τζόουνς βρισκόταν ακόμα στις ΗΠΑ.
Η Τζόουνσταουν προοριζόταν να γίνει μια ουτοπία. Όταν όμως τα μέλη του «Ναού του Λαού» άρχισαν να καταφτάνουν, τα πράγματα δεν ήταν όπως τα περίμεναν. Δεν υπήρχαν αρκετές καμπίνες για να τους στεγάσουν όλους κι έτσι τοποθετήθηκαν κουκέτες κι οι άνθρωποι συνωστίζονταν. Σημειωτέον, άνδρες και γυναίκες έπρεπε να μένουν χωριστά, οπότε υπήρξαν παντρεμένα ζευγάρια που αναγκάστηκαν να ζουν χωριστά. Το 1978, τα μέλη της κοινότητας πλησίαζαν τα χίλια, σε χώρο που δεν προοριζόταν για τόσους ανθρώπους.
Απρόσμενος παράγοντας για όσους δεν γνώριζαν ήταν και η ζέστη και η υγρασία, που επικρατούσε στην περιοχή. Οι άνθρωποι αρρώσταιναν, ενώ τους ζητούσαν να δουλεύουν πολλές ώρες -ακόμα και 11- μέσα σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες. Η φωνή του Τζόουνς ακουγόταν σε όλο τον οικισμό μέσω μεγάφωνων. Πολλές φορές, ο «ηγέτης» είχε πολλά να πει μέσα στη νύχτα, εξουθενώνοντας τους ήδη εξαντλημένους από τη δουλειά και το κλίμα οπαδούς του.
Ο Τζόουνς μιλούσε συχνά στα μέλη της κοινότητας για την ασφάλεια της Τζόουνσταουν, υποστηρίζοντας πως η CIA κι άλλες μυστικές υπηρεσίες συνωμοτούσαν με τα «καπιταλιστικά γουρούνια» για να διαλύσουν τον οικισμό και να βλάψουν τους κατοίκους του. Μετά τη δουλειά, διεξάγονταν οι λεγόμενες «Λευκές Νύχτες». Κατά τη διάρκειά τους, ο Τζόουνς έδινε μερικές φορές στα μέλη του Ναού τέσσερις επιλογές: να επιχειρήσουν να διαφύγουν στη Σοβιετική Ένωση, να διαπράξουν «επαναστατική αυτοκτονία», να μείνουν στη Τζόουνσταουν και να πολεμήσουν τους υποτιθέμενους εχθρούς ή να διαφύγουν στη ζούγκλα.
Σε τουλάχιστον δύο περιπτώσεις που επελέγη η «επαναστατική αυτοκτονία», έγινε μια «πρόβα» της διαδικασίας. Η Ντέμπορα Λέιτον, που είχε λιποτακτήσει από τον Ναό, την είχε περιγράψει ως εξής: «Είπαν σε όλους μας, και στα παιδιά, να κάνουμε μία σειρά. Έδωσαν στον καθένα μας ένα ποτηράκι με ένα κόκκινο υγρό να πιούμε. Μας είπαν πως περιείχε δηλητήριο και πως θα πεθαίναμε μέσα σε 45 λεπτά. Όλοι κάναμε αυτό που μας είχαν πει. Την ώρα που θα έπρεπε κανονικά να πεθαίνουμε, ο αιδεσιμότατος μας εξήγησε πως το υγρό δεν ήταν πραγματικά δηλητήριο και πως ήταν όλο μια "δοκιμασία πίστης". Μας προειδοποίησε όμως πως δεν ήταν μακριά η ώρα που θα χρειαζόταν να βάλουμε οι ίδιοι τέλος στη ζωή μας».
Σε κάποιους άρεσε να ζουν στο Τζόουνσταουν, άλλοι όμως ήθελαν να φύγουν. Καθώς όμως ο οικισμός περιβαλλόταν από χιλιόμετρα ζούγκλας και ήταν περικυκλωμένος από ένοπλους φρουρούς, τα μέλη του Ναού έπρεπε να ζητήσουν την άδεια του Τζόουνς. Εκείνος όμως δεν ήθελε να φύγει κανένας.
Την ίδια ώρα όμως, ομάδα πρώην μελών του Ναού του Λαού αλλά και συγγενείς μελών που ανησυχούσαν για τους δικούς τους ανθρώπους, προσέγγισαν τον βουλευτή Λίο Ράιαν ζητώντας του να επισκεφθεί ο ίδιος προσωπικά τον οικισμό. Στις 17 Νοεμβρίου του 1978, ο Ράιαν έφτασε στη Τζόουνσταουν πλαισιωμένος από ομάδα δημοσιογράφων και άλλων παρατηρητών. Είχε πάρει μαζί του τον σύμβουλό του, τηλεοπτικό συνεργείο του δικτύου NBC και κάποιους συγγενείς μελών του Ναού του Λαού, που εξέφραζαν ανησυχία για τις συνθήκες ζωής των δικών τους.
Στην αρχή όλα έμοιαζαν καλά στον Ράιαν και την ομάδα του. Στο γεύμα που παρατέθηκε για τους επισκέπτες όμως, κάποιος έδωσε μυστικά σε ένα μέλος του τηλεοπτικού συνεργείου του NBC ένα σημείωμα με τα ονόματα των ανθρώπων που ήθελαν να φύγουν από την κοινότητα, ζητώντας ουσιαστικά βοήθεια για ασφαλή έξοδο. Ήταν πλέον προφανές πως κάποιοι βρίσκονταν εκεί παρά τη θέλησή τους.
Την επόμενη μέρα, ο Ράιαν ανακοίνωσε πως θα έπαιρνε μαζί του όποιον ήθελε να επιστρέψει στις ΗΠΑ. Φοβούμενοι όμως την αντίδραση του Τζόουνς, μόνο λίγα μέλη του Ναού αποδέχθηκαν την προσφορά του. Ήταν όμως αρκετή αυτή η «αποστασία» για να εξοργιστεί ο παρανοϊκός ηγέτης.
Την ώρα που οι επισκέπτες έφευγαν, εκείνοι που είχαν εκδηλώσει την πρόθεση να τους ακολουθήσουν στριμώχτηκαν πάνω σε ένα φορτηγό, μαζί με την ομάδα του Ράιαν. Πριν όμως αυτό ξεκινήσει, εκείνος, που είχε αποφασίσει να μείνει πίσω για να διασφαλίσει πως δεν υπήρχε κανένας άλλος που να θέλει να φύγει και να μην μπορεί, δέχθηκε επίθεση από έναν «υπασπιστή» του Τζόουνς. Δεν κατάφερε να του κόψει το λαιμό, όπως επιχείρησε, ήταν όμως ολοφάνερο πως όλη η ομάδα διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο. Ο Ράιαν πήδηξε πάνω στο φορτηγό και άφησαν όλοι μαζί πίσω τους την «ουτοπία».
Το φορτηγό έφτασε με ασφάλεια στο αεροδρόμιο, αλλά τα αεροπλάνα δεν ήταν έτοιμα για απογείωση την ώρα της άφιξης της ομάδας. Κι ίσως αυτή να ήταν η καθοριστική λεπτομέρεια για την εξέλιξη της τρομακτικής ιστορίας. Γιατί ο Τζόουνς είχε φοβηθεί τη δημοσιοποίηση πληροφοριών επιβαρυντικών για την κοινότητά του, και, υπό τον φόβο των αποκαλύψεων, διέταξε τη δολοφονία του Ράιαν και των υπολοίπων.
Καθώς εκείνοι περίμεναν να φύγουν από τον παράδεισο που είχε αποδειχθεί όχι και τόσο παράδεισος, έφτασε στο αεροδρόμιο ένα όχημα με μέλη του Ναού του Λαού, οι οποίοι άρχισαν να πυροβολούν κατά του βουλευτή και της συνοδείας του. Λίγο πριν καταφέρουν να φύγουν από τη Γουϊάνα, πέντε άνθρωποι έπεσαν νεκροί, ανάμεσά τους και ο βουλευτής Ράιαν. Πολλοί ακόμα τραυματίστηκαν σοβαρά.
Πίσω στη Τζόουνσταουν, ο Τζόουνς έδωσε εντολή να μαζευτούν όλοι στο κεντρικό κτίριο του οικισμού. Μόλις συγκεντρώθηκαν όλοι, ο ηγέτης απευθύνθηκε πανικόβλητος στους οπαδούς του. Ήταν θυμωμένος, ήταν στρεσαρισμένος. Δεν μπορούσε να αποδεχθεί το γεγονός πως κάποια από τα μέλη της κοινότητάς του είχαν φύγει. Τους είπε πως η ομάδα του Ράιν επρόκειτο να δεχθεί επίθεση και πως, λόγω αυτής της επίθεσης, η Τζόουνσταουν δεν ήταν πια ασφαλής. Ήταν σίγουρος πως η αμερικανική κυβέρνηση θα αντιδρούσε έντονα στην επίθεση στον βουλευτή. «Όταν θα αρχίσουν να πέφτουν με αλεξίπτωτα από τον ουρανό, θα πυροβολήσουν τα αθώα μωρά μας» τους είπε.
Και τότε, τους πρόσφερε τη λύση: Η μόνη λύση ήταν να προχωρήσουν στην «επαναστατική πράξη» της αυτοκτονίας. Μια γυναίκα αντέδρασε αλλά ο Τζόουνς παρουσίασε τα επιχειρήματά του ως προς το γιατί δεν υπήρχε άλλη ελπίδα, και το κοινό στράφηκε εναντίον της.
Όταν έγινε γνωστό πως ο Ράιαν ήταν νεκρός, ο Τζόουνς έδωσε την τελική εντολή: «Εάν αυτοί οι άνθρωποι φτάσουν εδώ, θα βασανίσουν κάποια από τα παιδιά μας, θα βασανίσουν τον λαό μας, τους ηλικιωμένους μας. Δεν μπορούμε να το επιτρέψουμε αυτό».
Κι έτσι άρχισαν μεγάλα δοχεία να γεμίζουν με μείγμα ουσιών, κυάνιο και Βάλιουμ.
Πρώτα θύματα της τραγωδίας ήταν τα παιδιά. Οι γονείς τους τους έριχναν το δηλητήριο με σύριγγες μέσα στο στόμα. Στη συνέχει ήπιαν το μείγμα και οι μητέρες και ακολούθησαν τα υπόλοιπα μέλη της αίρεσης, καθώς οι ένοπλοι φρουροί περικύκλωναν την κοινότητα.
Κάποιοι ήταν ήδη νεκροί πριν άλλοι προλάβουν να πιούν το δηλητήριο. Αν κάποιος δεν συνεργαζόταν, οι φρουροί τον «ενθάρρυναν» με τα όπλα και τα τόξα τους. Κάθε ένα από τα άτυχα θύματα έφυγε από τη ζωή μέσα σε περίπου πέντε λεπτά. Εκείνη την ημέρα, τη 18η Νοεμβρίου του 1978, 912 άνθρωποι πέθαναν από δηλητηρίαση - εκ των οποίων οι 276 ήταν παιδιά. Ο Τζόουνς έκοψε το νήμα της ζωής του με μια σφαίρα στο κεφάλι, αν και δεν είναι σαφές αν την έριξε ο ίδιος ή κάποιος άλλος.
Από την αιματοχυσία γλίτωσαν πολύ λίγοι, που κατάφεραν είτε να δραπετεύσουν στη ζούγκλα είτε να κρυφτούν κάπου στη Τζόουνσταουν.
Η πιο δύσκολη απόφαση που έπρεπε να λάβει η αμερικανική πρεσβεία στη Γουϊάνα ήταν το πώς να διαχειριστεί τις σορούς. Η κυβέρνηση της Γουϊάνας ζήτησε να επαναπατριστούν στις ΗΠΑ κι ο πρέσβης Τζον Μπερκ ταξίδεψε μέχρι την Ουάσιγκτον για να κάνει πάρει οδηγίες και να κάνει τις απαραίτητες συνεννοήσεις.
Εντωμεταξύ όμως, η τροπική ζέστη είχε αναλάβει το μακάβριο έργο της και δεν περίμενε την ανθρώπινη παρέμβαση. Είναι χαρακτηριστική και ανατριχιαστική η περιγραφή του Ρίτσαρντ Ντουάιρ, εκπροσώπου της πρεσβείας: «Στη Τζόουνσταουν κείτονταν 900 σοροί, μέσα στη ζέστη, και είχαν ήδη αρχίσει να αποσυντίθενται. Οι επιλογές μας περιορίστηκαν σημαντικά. Ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα που έπρεπε να κάνουμε ήταν να αναγνωρίσουμε τα πτώματα. Δύο πρώην μέλη του Ναού επέστρεψαν εκεί για να επιχειρήσουν να ταυτοποιήσουν τις σορούς, τουλάχιστον όσους γνώριζαν. Έβαλαν σε όλους ετικέτες με τα ονόματά τους. Αρκούσε όμως μια βροχή, όπως έμαθα αργότερα, για να εξαφανίσει τα στοιχεία τους.
Η κυβέρνηση της Γουϊάνας είχε πελαγώσει. Δεν υπήρχαν ιατροδικαστικές υπηρεσίες, μόνη επιλογή έμοιαζε τον να τους θάψουν όλους εκεί αλλά κι αυτό είχε προβλήματα. Ξέραμε πως οι συγγενείς και οι οικείοι θα ήθελαν τις σορούς πίσω- αν και τελικά αποδείχθηκε πως εκείνοι δεν ήταν και τόσοι πολλοί. Πολλοί κάτοικοι της κοινότητας δεν είχαν συγγενείς ή οι οικογένειές τους δεν ήθελαν να παραλάβουν τις σορούς. Παράλληλα με τη διαχείριση των εκατοντάδων νεκρών, «έτρεχε» και η φροντίδα των περίπου 70 με 80 επιζώντων. Ο Τύπος μας πολιορκούσε, είχαν έρθει εκατοντάδες δημοσιογράφοι από όλο τον κόσμο.
Τις πρώτες ημέρες μετά την τραγωδία, ο συναγερμός παρέμεινε στο υψηλότερο επίπεδο επειδή πολλά από τα μέλη του Ναού μας είχαν πει πως υπήρχαν σχέδια για την περίπτωση που κάποια «Λευκή Νύχτα» θα γινόταν πραγματικότητα. Πως υπήρχαν ομάδες κρούσης που θα δολοφονούσαν πολλούς ανθρώπους. Και πράγματι, στα κεντρικά του Ναού του Λαού, στη Τζορτζταουν, η εκπρόσωπος της αίρεσης και τα παιδιά της δολοφονήθηκαν ή αυτοκτόνησαν. Δεν είμαι σίγουρος αν κάποιος ξέρει να πει τι έγινε αλλά προφανώς τα μικρά παιδιά δεν έκοψαν μόνα τον λαιμό τους. Τελικά μόνο ένα άτομο αντιμετώπισε κατηγορίες για διάπραξη εγκλημάτων, κι αυτός ήταν ένας άνδρας στα κεντρικά της αίρεσης στη Τζόρτζταουν, ένας άνδρας χαμηλής νοημοσύνης που τελικά κατηγορήθηκε πως βοήθησε την εκπρόσωπο να σκοτώσει τα παιδιά της.
Σε δίκη οδηγήθηκε ακόμα ένας που κατηγορήθηκε για δύο φόνους, ο οποίος εμφανίστηκε ως λιποτάκτης αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν. Κατηγορήθηκε πως πυροβόλησε δύο ανθρώπους μέσα στο αεροπλάνο, στο αεροδρόμιο όπου σκοτώθηκε ο βουλευτής.
Για μένα το μεγάλο ερώτημα πάντα επιστρέφει. Αυτοκτόνησαν αυτοβούλως αυτοί οι άνθρωποι στη Τζόουνσταουν ή εξαναγκάστηκαν; Προφανώς με βάση τη λογική και τη νομοθεσία, τα μικρά παιδιά δεν μπορούν να αυτοκτονήσουν οπότε δεν υπάρχει αμφιβολία πως δολοφονήθηκαν και μάλιστα από τους γονείς και τους συγγενείς τους.
Είμαι όμως πεπεισμένος πως η πλειονότητά τους πράγματι αυτοκτόνησαν. Βρέθηκαν μόνο ένας δυο, ανάμεσά τους ο Τζιμ Τζόουνς, με σημάδια από σφαίρες. Σε κάποιους είχαν γίνει ενέσεις με κυάνιο, αλλά δεν είναι σαφές αν τις έκαναν οι ίδιοι στους εαυτούς τους. Αυτό που με σόκαρε ήταν ένα άρθρο, ένα-δυο χρόνια μετά, στο οποίο μια γυναίκα της κοινότητας έλεγε πόσο λυπόταν που δεν βρισκόταν εκεί την ημέρα της αυτοκτονίας. Είχε ταξιδέψει στις ΗΠΑ για κάποιο λόγο αλλά λυπόταν που δεν ήταν εκεί, με τους συναδέλφους της, να κόψει η ίδια το νήμα της ζωής της. Για μένα, η μεγαλύτερη οδύνη είναι για τα παιδιά, που σκοτώθηκαν από τους ίδιους τους γονείς τους…».