Ο Φεβρουάριος του 1943 ήταν ένας γεμάτος μήνας για τον αξιωματικό των SS, Άμον Γκετ. Ανέλαβε όχι μόνο τη διοίκηση του στρατοπέδου συγκέντρωσης Πλάζοβ στην Πολωνία, αλλά και να αδειάσει τα γκέτο της Κρακοβίας και του Tarnow. Ήταν μια αποστολή που θα αποτελούσαν πρόκληση και για τους πιο εργατικούς Ναζί, πόσο μάλλον τον Άμον Γκετ, που πάντοτε έψαχνε τρόπους να αποφύγει τις πιο κουραστικές αγγαρείες.
Το μόνο που τον χαροποιούσε ήταν ότι το Πλάζοβ δεν είχε αναγνωριστεί επίσημα ως στρατόπεδο συγκέντρωσης, αλλά ως κάτεργο και δεν υπόκεινταν στον έλεγχο της κεντρικής εξουσίας του Ράιχ. Ο Γκετ λογοδοτούσε στις τοπικές αστυνομικές αρχές, τις οποίες είχε στο τσεπάκι. Ήταν ελεύθερος να βασανίσει και να σκοτώσει όποιον ήθελε. Έτσι κι έκανε.
Στρατόπεδο Πλάζοβ
Το όνομά του έγινε συνώνυμο με τον θάνατο. Τα πρωινά έβγαινε στο μπαλκόνι του και πυροβολούσε Εβραίους με την καραμπίνα για να εξασκηθεί στην σκοποβολή. Τα απογεύματα πυροβολούσε πάλι από το μπαλκόνι για να επιδείξει τις ικανότητές του σε φίλους και άλλους αξιωματικούς. Περηφανευόταν ότι πετύχαινε κεφάλι μωρού στα 200 μέτρα. Τα βράδια μεθούσε και ξυλοκοπούσε τους υπηρέτες του σπιτιού. Απειλούσε την υπηρέτριά του, Χέλεν Χιρς, ότι θα την εκτελούσε αν το τραπέζι δεν ήταν τέλεια στρωμένο ή αν ο καλεσμένος του παραπονιόταν για το φαγητό. Όταν κατέβαινε στο στρατόπεδο, σκότωνε όποιον κατά τη γνώμη του τεμπέλιαζε, όποιον τολμούσε να σηκώσει το βλέμμα του, όποιον τύχαινε να σκοντάψει στον δρόμο. Σκότωσε έναν άντρα επειδή φορούσε μακρύ παλτό και έναν άλλο, επειδή είχε άγριο βλέμμα. Μετά από ένα μπαράζ εν ψυχρώ δολοφονιών, δικαιολογήθηκε στους συνεργάτες τους, λέγοντας ότι είχε πονοκέφαλο επειδή το γλέντι στο σπίτι του κράτησε μέχρι τις 6 το πρωί.
Πολλές φορές, ο γρήγορος θάνατος δεν τον ικανοποιούσε. Άφηνε τα σκυλιά του να κατασπαράξουν ανθρώπους και τους πυροβολούσε, λίγο πριν ξεψυχήσουν. Αν οι κρατούμενοι επιχειρούσαν να αποδράσουν ή προέβαλαν αντίσταση, τους κρεμούσε επιτόπου σε δημόσια θέα. Σκότωνε 10 άτομα για κάθε φυγά και ξεκλήριζε τις οικογένειές τους. Άλλες φορές διέταζε τους κρατούμενους να πηδήξουν ταυτόχρονα μέσα σε ένα λάκκο, ενώ οι στρατιώτες τους πυροβολούσαν στον αέρα. Μετά τους έθαβαν μέσα στο λάκκο, όπως έπεσαν, ακόμα κι αν δεν είχαν σκοτωθεί. Όσοι γλίτωσαν απ’ την παράνοιά του, έπρεπε να αντέξουν τις απάνθρωπες συνθήκες εργασίας. Δούλευαν από τα ξημερώματα μέχρι τα μεσάνυχτα και ο Γκετ έπαιρνε τα μισά από τα τρόφιμα που τους αντιστοιχούσαν για να τα πουλήσει προς δικός του όφελος. Όποιος κατέρρεε, μαστιγωνόταν μέχρι να ξανασηκωθεί. Τους έβαζαν να μετράνε οι ίδιοι τις βουρδουλιές και αν έχαναν το μέτρημα, ξεκινούσαν πάλι απ’ την αρχή.
Μία άλλη τιμωρία, ήταν η απομόνωση σε ένα δωμάτιο που δεν επέτρεπε στον κρατούμενο ούτε να κάτσει, ούτε να κινηθεί. Συνήθως ο κρατούμενος δεν έμενε μέσα για περισσότερο από 48 ώρες, αλλά σε μία περίπτωση, έκατσε για μία εβδομάδα και βγήκε μόνο για να τον κρεμάσουν. Η εξάντληση, η πείνα και η αρρώστιες σκότωναν όσους δεν είχε προλάβει ο Γκετ. Τον Ιανουάριο του 1944, οι κρατούμενοι πανηγύρισαν, γιατί το στρατόπεδο πέρασε στον έλεγχο του Ράιχ και ο Γκετ έπρεπε να πάρει άδεια απ’ το Βερολίνο για κάθε ενέργειά του. Έφτασαν βιβλία με κανονισμούς, που όριζαν με εξονυχιστική λεπτομέρεια πότε, από ποιον, για ποιο λόγο και με ποιο τρόπο έπρεπε να τιμωρούνται οι κρατούμενοι. Όμως, η εντολή που εξόργισε περισσότερο τον Γκετ ήταν μία: «Το μοναδικό άτομο που μπορεί να αποφασίσει αν ένας κρατούμενος θα πεθάνει ή θα ζήσει, είναι ο Χίτλερ». Πλέον, ο Γκετ έπρεπε να συντάξει έκθεση που θα παρουσίαζε το λόγο που ήθελε να τιμωρήσει ή να εκτελέσει ένα κρατούμενο, να τη στείλει στο Βερολίνο και να περιμένει την απάντηση.
Βέβαια βρήκε εύκολα τρόπο να αποφύγει όλη αυτή τη γραφειοκρατία που τον τρέλαινε. Μαστίγωνε όσους ήθελε, έστελνε την αναφορά και όταν έπαιρνε την άδεια, τους μαστίγωνε ξανά. Στις 14 Μαΐου του 1944, περίμεναν την άφιξη 10 χιλιάδων Ούγγρων κρατούμενων, τους οποίους δεν μπορούσαν να συντηρήσουν. Έτσι ο Γκετ βρήκε ευκαιρία να «καθαρίσει» το στρατόπεδο μια και καλή. Πρότεινε στο Βερολίνο να ξεχωρίσει τους υγιείς από τους ηλικιωμένους, τους άρρωστους και τα παιδιά. Θα έστελνε τους τελευταίους στο Άουσβιτς και τη θέση τους θα έπαιρναν οι νέοι κρατούμενοι. Στις 14 Μαΐου, 1.400 κρατούμενοι επιβιβάστηκαν στο τρένο για το Άουσβιτς. Ανάμεσά τους ήταν και 286 παιδιά, τα οποία ανέβηκαν σε φορτηγά και καθώς απομακρύνονταν, απ’ τα μεγάφωνα έπαιζαν παραδοσιακά πολωνικά νανουρίσματα. Ίσα που κάλυψαν τις κραυγές των γυναικών, που έβλεπαν τα παιδιά τους για τελευταία φορά.
Η σύλληψη του Άμον Γκετ
Στις 13 Σεπτεμβρίου του 1944, η λαμπρή καριέρα του Άμον Γκετ ήρθε στο τέλος της. Συνελήφθη για την κλοπή εβραϊκών περιουσιών. Όχι ασφαλώς επειδή τις έκλεβε από τους Εβραίους, αλλά επειδή δεν τις παρέδιδε στο γερμανικό κράτος. Ο Γκετ ζούσε πλουσιοπάροχα στο «Κόκκινο Σπίτι», όπως το αποκαλούσαν οι κρατούμενοι και διοργάνωνε καθημερινά πάρτι, με χρήματα και φαγητά που ανήκαν στο Ράιχ. Πολλά έπιπλα και προσωπικά αντικείμενα των κρατούμενων, κατέληξαν στα καταστήματα που διατηρούσαν η οικογένειά του στην Αυστρία, ενώ τα ακριβότερα κοσμήματα έγιναν δώρα για τις ερωμένες του. Ένας από τους κρατούμενους, ο Τσίλοβιτς, είχε γίνει το δεξί χέρι του Γκετ. Διηύθυνε την αστυνομία του στρατοπέδου, κατέδιδε τους συγκρατούμενούς του και οργάνωνε την κλοπή των περιουσιών τους.
Όταν όμως ο Γκετ αντιλήφθηκε ότι είχε μπει στο στόχαστρο του Ράιχ, κανόνισε να εξαφανίσει όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, ανάμεσά τους και τον Τσίλοβιτς. Προσποιήθηκε ότι θα τον άφηνε να αποδράσει με την οικογένειά του και μάλιστα τον βοήθησε να βρει μεταφορικό μέσο. Τον άφησε να απομακρυνθεί και μετά έστειλε τους άντρες του να τον συλλάβουν. Πλέον μπορούσε να δικαιολογήσει την εκτέλεση και στο Βερολίνο, που έδωσε πρόθυμα την άδειά του. Ο Γκετ είχε εξαφανίσει ένα βασικό μάρτυρα των όσων είχε κάνει. Παρά τις ραδιουργίες του, δεν κατάφερε να αποφύγει τη σύλληψη. Για λίγο στάθηκε τυχερός, καθώς συνέπεσε με την ήττα της Γερμανίας και την πτώση του Ράιχ. Δεν πρόλαβε όμως να χαρεί την ελευθερία του, γιατί βρέθηκε στα δικαστήρια των Συμμάχων για εγκλήματα πολέμου.
Καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε στις 13 Σεπτεμβρίου του 1946. Τα μοναδικά στοιχεία που υπάρχουν για τον θάνατό του είναι μία σημείωση, «Πέθανε». Είχε κυκλοφορήσει στο διαδίκτυο ένα βίντεο με τον απαγχονισμό του, αλλά αποδείχτηκε ότι ο άντρας στο βίντεο ήταν ο Λούντβιχ Φίσερ, που δημιούργησε το γκέτο της Βαρσοβίας.
«Ο παππούς μου θα με σκότωνε»
Τον Νοέμβριο του 1945, γεννήθηκε η κόρη του Γκετ, Μόνικα, την οποία απέκτησε με την ερωμένη του, Ρουθ. Η Μόνικα δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα της και μεγάλωσε με τις ιστορίες της μητέρας της, που τον παρουσίαζε σαν ήρωα. Και οι δύο έμαθαν την αλήθεια για τον Γκετ το 1983, όταν τους έδειξαν τα πρακτικά της δίκης, όπου μάρτυρες περιέγραφαν τα βασανιστήρια που υπέστησαν στο στρατόπεδο του Πλάζοβ. Η Ρουθ αυτοκτόνησε την επόμενη μέρα. Η Μόνικα έγραψε βιβλίο με τίτλο, «Πρέπει να αγαπώ ακόμη τον πατέρα μου, έτσι δεν είναι;» Η Μόνικα απέκτησε μία κόρη με έναν Νιγηριανό, την οποία έδωσε για υιοθεσία. Το κορίτσι, η Τζένιφερ Τιγκ, δεν γνώριζε καν ποιος ήταν ο παππούς της και τυχαία διάβασε το βιβλίο της Μόνικα και αναγνώρισε τα ονόματα. Έγραψε και αυτή βιβλίο, με τον τίτλο «Άμον: Ο Παππούς που θα με πυροβολ0ύσε».
Το 2006, κυκλοφόρησε το ντοκιμαντέρ «Inheritance» του Τζέιμς Μολ, στο οποίο η Μόνικα γνώρισε την υπηρέτρια του πατέρα της, Χέλεν Χιρς. Η Χιρς αρχικά δίσταζε να τη συναντήσει, αλλά δέχτηκε, όταν η Μόνικα της έστειλε το σημείωμα: «Πρέπει να το κάνουμε για τους δολοφονημένους».