Η περιπέτεια των Γιαννιωτών Εβραίων στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ξεκινά, όπως και για όλη την Ελλάδα, στις 28 Οκτωβρίου 1940.
Ο ιταλικός στρατός επιτέθηκε χωρίς προειδοποίηση από τα ελληνοαλβανικά σύνορα, ανακόπηκε όμως από τα ελληνικά στρατεύματα ο οποίος τους εξεδίωξε εκτός συνόρων, μέχρι βαθιά μέσα στο αλβανικό έδαφος. Ο αμυντικός πόλεμος με την Ιταλία ήταν μια εμπειρία που συσπείρωσε την ελληνική κοινωνία, ελευθερώνοντας ένα γνήσιο αίσθημα πατριωτισμού που διαπέρασε όλα τα κοινωνικά στρώματα και τις ομάδες πληθυσμού. Η πρώτη γραμμή του μετώπου δεν απείχε και πολύ από τα Ιωάννινα. Εκτός από πρωτεύουσα της Ηπείρου, η πόλη έγινε και «πρωτεύουσα» του ελληνοϊταλικού πολέμου στεγάζοντας διοικήσεις μεραρχιών και σωμάτων στρατού, αποθήκες, νοσοκομεία. Στις ντόπιες μονάδες, όπως το 15ο Σύνταγμα Πεζικού που διακρίθηκε στη μεγάλη μάχη του Καλπακίου, υπηρετούσαν πολλοί Γιαννιώτες Εβραίοι στρατεύσιμης ηλικίας. Τα συντάγματα πεζικού της Θεσσαλονίκης, 50ο και 67ο, είχαν αναλογικά τους περισσότερους Εβραίους μαχητές από τους οποίους περισσότεροι από 600 έπεσαν στα πεδία των μαχών και 1.500 έμειναν ανάπηροι. Ενδεικτικό της μεγάλης αλλά και ποιοτικής αντιπροσώπευσης των Εβραίων στο στράτευμα, είναι πως ο πιο υψηλόβαθμη απώλεια του ελληνικού στρατού στην Αλβανία ήταν ο συνταγματάρχης Μαρδοχαίος Φριζής, Εβραίος από την Χαλκίδα.
Στις 6 Απριλίου 1941 τα γερμανικά στρατεύματα ήρθαν να βοηθήσουν τους καθηλωμένους Ιταλούς εισβάλλοντας στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο, στις 9 Απριλίου κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη και στις 27 την Αθήνα.
Αμέσως μετά την κατάκτηση της Ελλάδας και πριν ακόμη από τη διαίρεσή της μεταξύ των δυνάμεων του Άξονα, το διαβόητο «Ζόντερκομμαντο Ρόζενμπεργκ», που είχε ήδη λεηλατήσει την υπόλοιπη ηττημένη Ευρώπη αρπάζοντας Εβραϊκούς θησαυρούς, άρχισε να περιτρέχει όλη τη χώρα. Κέντρο του ενδιαφέροντος ήταν η Θεσσαλονίκη, το μεγαλύτερο κέντρο σεφαραδικού εβραϊσμού στα Βαλκάνια, από τις πρώτες κιόλας εβδομάδες της Γερμανικής Κατοχής, εβραϊκές εφημερίδες έκλεισαν, πολλές οικογένειες εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους, κάποιες περιουσίες απαλλοτριώθηκαν και κατά διαστήματα συνέβαιναν δημόσιοι εξευτελισμοί Ραββίνων, ή συλλαμβάνονταν και εκτελούνταν Εβραίοι ως «κομμουνιστές».
Η εξόντωση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης
Η συστηματική δίωξη άρχισε το δεύτερο καλοκαίρι της Κατοχής. Στις 11 Ιουλίου 1942, όλοι οι άρρενες Εβραίοι της Θεσσαλονίκης διατάχθηκαν να συγκεντρωθούν στην Πλατεία Ελευθερίας για να καταγραφούν σε καταλόγους εργασίας. Κάτω από τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο 10.000 περίπου άντρες αναγκάστηκαν να εκτελούν ταπεινωτικές «γυμναστικές ασκήσεις» μέχρις εξαντλήσεως. Λίγο αργότερα, περίπου 7.000 από τους Εβραίους της πόλης στάλθηκαν για καταναγκαστικά έργα. Κατασκευάζοντας σιδηροδρομικές γραμμές, δρόμους και οχυρώσεις για τους Γερμανούς σε άθλιες συνθήκες, πολλοί πέθαναν από ασθένειες και κακομεταχείριση. Το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου ξεκίνησε από τους Γερμανούς, σε συνεργασία με το Δήμο Θεσσαλονίκης, την καταστροφή του εβραϊκού νεκροταφείου, ισχυρότατο πλήγμα για την κοινότητα. Αφού το κατέστρεψαν εντελώς, χρησιμοποίησαν τις ταφόπλακες ως οικοδομικά υλικά, με αποτέλεσμα σήμερα να μη σώζεται σχεδόν τίποτα από το νεκροταφείο αυτό του 15ου αιώνα εκτός από μερικές ταφόπλακες που το έμπειρο μάτι μπορεί σήμερα να αναγνωρίσει στο προαύλιο του Αγίου Δημητρίου, στο χώρο γύρω από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο κ.ά.
Το Φεβρουάριο του 1943, ο βοηθός του διαβόητου Άντολφ Άιχμαν των SS, o Ντήτερ Βισλιτσένι, κατέφθασε στην πόλη, μαζί με τον Αλόις Μπρούνερ, για να προετοιμάσουν τον συστηματικό εκτοπισμό των Εβραίων της πόλης. το διακριτικό κίτρινο αστέρι, απογραφή ατόμων κατοικιών και καταστημάτων, απαγόρευση για τους Εβραίους πώλησης ή μεταβίβασης κινητών ή ακινήτων περιουσιακών στοιχείων και κατάσχεση τηλεφωνικών συσκευών. Τον Μάρτιο περίπου 6.000 οικογένειες υποχρεώθηκαν να μετοικήσουν στα γκέττο που είχαν ορίσει οι Γερμανοί, κυρίως στις γειτονιές του Βαρώνου Χιρς και των Εξοχών, με την απαγόρευση να κουβαλήσουν οτιδήποτε άλλο εκτός από ελάχιστα ατομικά είδη. Η μέγγενη της τρομοκρατίας άρχισε να σφίγγει γύρω από τους τρομοκρατημένους Θεσσαλονικείς.
Οι φυσικοί ηγέτες των κοινοτήτων κήρυτταν ψυχραιμία και πειθαρχία αναδεικνύοντας εαυτούς σε τραγικά πρόσωπα, όπως ο Αρχιραββίνος της Κοινότητας, Ζβι Κόρετς, που αναγκάστηκε να παραδώσει στους Γερμανούς κατάλογο με τα ονόματα όλων των μελών της κοινότητας. Το Σάββατο, 14 Μαρτίου 1943, όσοι Εβραίοι βρίσκονταν στο γκέττο του Βαρώνου Χίρς, δίπλα στο σιδηροδρομικό σταθμό, συνελήφθησαν και την επόμενη μέρα εκτοπίστηκαν με τραίνα στην Πολωνία, στοιβαγμένοι σε υπερπλήρη βαγόνια, με 70 – 75 άτομα το καθένα, χωρίς χώρο για να καθίσουν, με ένα βαρέλι νερό για την διαδρομή και ένα για τις φυσικές τους ανάγκες, για ένα ταξίδι που μπορούσε να διαρκέσει και μια εβδομάδα. Μέχρι τις 2 Αυγούστου 1943, σε συνολικά 19 σιδηροδρομικές αποστολές, περίπου 56.000 Εβραίοι της Θεσσαλονίκης στάλθηκαν στο στρατόπεδο Άουσβιτς – Μπίρκεναου, το μεγαλύτερο εργοστάσιο εξόντωσης στη χιτλερική Ευρώπη.
Πριν τις επιχειρήσεις της Θεσσαλονίκης, είχαν ήδη ξεκινήσει οι εκτοπισμοί των κοινοτήτων της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης που ανήκαν στη βουλγαρική ζώνη κατοχής. Στις 4 Μαρτίου 1943, οι Έλληνες Εβραίοι των Σερρών, της Δράμας, της Καβάλας, της Κομοτηνής, της Αλεξανδρούπολης και του Διδυμοτείχου (οι δύο τελευταίες κοινότητες ήταν στη γερμανοκρατούμενη μεθοριακή ζώνη) συγκεντρώθηκαν μετά από συντονισμένη βουλγαρική επιχείρηση και στάλθηκαν στο λιμάνι του Λομ, στο Δούναβη, όπου και παραδόθηκαν στους Γερμανούς, οι οποίοι τους μετέφεραν στο στρατόπεδο θανάτου της Τρεμπλίνκα. Από τους 4.200 Εβραίους της περιοχής μόλις 200 επέζησαν, ενώ οι περιουσίες τους λεηλατήθηκαν. Ήταν οι συντριπτικότερες αναλογικά απώλειες του Ολοκαυτώματος στην Ελλάδα.
Έμπρακτη βοήθεια στους Εβραίους
Αντιδράσεις στην τραγική μοίρα των Εβραίων υπήρξαν από διάφορους φορείς. Ο Ορθόδοξος κλήρος όλων των βαθμίδων διαμαρτυρήθηκε στις Αρχές Κατοχής. Ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος, έδωσε προφορικές οδηγίες στους ιερείς της πόλης να συμβουλέψουν το ποίμνιό τους να μην προβούν σε καμμία πράξη περιφρόνησης ή διάκρισης ενάντια σε Εβραίους, όταν αυτοί υποχρεώθηκαν να φορούν το Κίτρινο Άστρο. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να κάνει σχετικό διάβημα στο Μαξ Μέρτεν, ζητώντας του να πάψει τους εκτοπισμούς των Εβραίων της πόλης. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Δαμασκηνός απέστειλε μνημόνια διαμαρτυρίας προς τον κατοχικό πρωθυπουργό, Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλο στο οποίο ζητούσε να μεσολαβήσει, ώστε να σταματήσουν οι διώξεις των Ελλήνων Εβραίων αλλά και απευθείας στον Πληρεξούσιο του Γ΄ Ράιχ για την Ελλάδα, Γκύντερ Άλτενμπουργκ λέγοντας πως θεωρούσε τους Εβραίους της Ελλάδας ποίμνιό του.
Μετά την καταστροφή στην Θεσσαλονίκη που αποκάλυψε τα γερμανικά σχέδια, εμφανίστηκαν πιο ενεργητικοί τρόποι για τη σωτηρία των κυνηγημένων. Πολλά αστυνομικά τμήματα της Αθήνας, με προτροπή του αρχιεπισκόπου και εντολή του Αρχηγού της Αστυνομίας, Άγγελου Έβερτ, φρόνισαν να εκδόσουν πολλές ψεύτικες ταυτότητες (με χριστιανικά ονόματα), ώστε να βοηθήσουν τους Εβραίους της πρωτεύουσας να αποφύγουν τη σύλληψη. «Ανεπίσημη» αλλά και πολύ αποτελεσματική ήταν η συνδρομή των αντιστασιακών οργανώσεων, πρωτίστως του ΕΑΜ –που έθεσε ρητά ζήτημα προστασίας των Εβραίων– δευτερευόντως του ΕΔΕΣ. Όσο εντεινόταν η Αντίσταση, οι δυνατότητες διαφυγής πολλαπλασιάζονταν. Έως τον Σεπτέμβριο του 1943, η κεντρική και νότια Ελλάδα και τα περισσότερα νησιά –το 70% της επικράτειας– βρισκόταν υπό ιταλική κατοχή. Οι κοινότητες, κυρίως Ρωμανιώτες, έμειναν απείραχτες καθώς οι Ιταλοί δεν εφάρμοσαν κανένα αντισημιτικό μέτρο. Όταν μετά την ιταλική συνθηκολόγηση (8 Σεπτεμβρίου 1943), οι Γερμανοί ανέλαβαν τον πλήρη έλεγχο της χώρας, δε μπόρεσαν να επαναλάβουν την «επιτυχία» της Θεσσαλονίκης, αφού μετά το διωγμό στη βόρεια Ελλάδα που είχε αποκαλύψει τις γερμανικές προθέσεις, αρκετά μέλη των ρωμανιώτικων κοινοτήτων της Νότιας Ελλάδας άρχισαν να καταφεύγουν στα βουνά υπό την προστασία των ανταρτών (που είχαν εν τω μεταξύ ισχυροποιηθεί αρκετά) με αποτέλεσμα οι κοινότητες της Αθήνας, της Χαλκίδας, της Λάρισας, του Βόλου, των Τρικάλων να έχουν συγκριτικά μικρές απώλειες. Ο Μητροπολίτης Βόλου Ιωακείμ, προέτρεψε τον Εβραϊκό πληθυσμό να φύγει από την πόλη και διέσωσε πολύτιμα αντικείμενα που του παρέδωσαν σε όλη τη διάρκεια του πολέμου. Στο νησί της Ζακύνθου, ο Μητροπολίτης του νησιού, Χρυσόστομος Δημητρίου και ο Δήμαρχος Ζακύνθου, Λουκάς Καρρέρ, πέτυχαν το πρωτοφανές: να προστατέψουν ολόκληρο τον εβραϊκό πληθυσμό της Ζακύνθου από την τύχη των ομοθρήσκων τους σε άλλες περιοχές. Βάζοντας τους εαυτούς τους μπροστά στο Γερμανό διοικητή, Μπέρενς αρνήθηκαν να παραδώσουν ονομαστικούς καταλόγους και η διαταγή ανακλήθηκε. Οι 275 Εβραίοι της Ζακύνθου επέζησαν, χωρίς ούτε μια απώλεια, μοναδική ίσως περίπτωση στο σύνολο των Ευρωπαϊκών χωρών.
Ένα βήμα παραπάνω, ήταν η διαφυγή από τη χώρα. Πάλι με τη βοήθεια του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και τις προσπάθειες των αντιπροσώπων του Γραφείου Μετανάστευσης του Εβραϊκού Πρακτορείου στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και με τη συνεργασία της Μοσάντ και του Εργατικού Συνδικάτου «Χισταρντούτ», πολλοί Έλληνες Εβραίοι κατόρθωσαν να διαφύγουν στην ουδέτερη Τουρκία, είτε από τη βόρεια Ελλάδα, διασχίζοντας τον ποταμό Έβρο είτε δια θαλάσσης, με καΐκι από την ανατολική ακτή της Εύβοιας. Ο δεύτερος τρόπος ήταν δυσκολότερος και απαιτούσε τη συνεργασία των ανταρτών της Εύβοιας. Αφού έφταναν στην Τουρκία, προχωρούσαν ως τα νότια σύνορα της χώρας κι από εκεί στην Παλαιστίνη.
Πολλοί άλλοι, που δε μπορούσαν να εγκαταλείψουν τη χώρα, κρύφτηκαν σε Χριστιανικές οικογένειες. Οι περισσότεροι από τους κρυμμένους Εβραίους ήταν παιδιά, των οποίων οι γονείς είχαν ήδη σταλεί στα στρατόπεδα. Τα πιο πολλά από αυτά επέζησαν και μετά τον πόλεμο μετανάστευσαν στην Παλαιστίνη. Μεμονωμένα άτομα, αλλά και οικογένειες ολόκληρες, βρήκαν καταφύγιο σε σπίτια Χριστιανών συμπολιτών τους. Εκείνοι που τους έκρυβαν, ήταν άνθρωποι απλοί. Τις περισσότερες φορές με δική τους πρωτοβουλία και πριν προλάβει να τους ζητηθεί, προσφέρθηκαν να βοηθήσουν τους συνανθρώπους τους, με τους οποίους άλλωστε είχαν ειρηνικά συνυπάρξει για χρόνια, χωρίς καν να αισθάνονται πως επιτελούσαν κάποιο αντιστασιακό επίτευγμα.