Back to top

Οι γυναίκες της ελληνικής επανάστασης του 1821. Σύζυγοι, μάνες, κόρες, αδελφές… ηρωίδες!

20/03/2021 - 11:39

.Η Μαντώ Μαυρογένους

Η Μαντώ Μαυρογένους (Τεργέστη1796 – ΠάροςΙούλιος 1840), ήταν Ελληνίδα αγωνίστρια της Ελληνικής επανάστασης του 1821. Για την συνολική της προσφορά στον αγώνα, τιμήθηκε με τον βαθμό της αντιστρατήγου

Καταγόταν από ελληνική οικογένεια της Ρουμανίας, η οποία έφυγε κρυφά, με την οικογένειά της, για την Ιταλία. Εγκαταστάθηκαν στην Τεργέστη και εκεί ο πατέρας της Νικόλαος ασχολήθηκε με το εμπόριο. Το 1796 η Μαντώ γεννήθηκε και λίγο καιρό πριν τη Μεγάλη Επανάσταση μετακόμισε με τον Θείο της τον Παπα-Μαύρο στη Τήνο. Τον Απρίλη του 1821 έμαθε για την επανάσταση και έλαβε μέρος σε αυτή. Με την έναρξη της Επανάστασης, η Μαντώ πήγε στην Μύκονο και ξεσήκωσε τους κατοίκους εναντίον των Τούρκων. Με πλοία εξοπλισμένα με δικά της έξοδα, καταδίωξε διακόσιους Αλγερινούς που λυμαινόταν τις Κυκλάδες και αργότερα πολέμησε στη Κάρυστο, στη Φθιώτιδα και στη Λιβαδειά. Κάτοχος της γαλλικής γλώσσας, συνέταξε συγκινητική έκκληση προς τις γυναίκες της Γαλλίας, ζητώντας τη συμπαράστασή τους στον πληθυσμό της Ελλάδας. Για τον Αγώνα διέθεσε όλη της την περιουσία. Για τη συνολική δραστηριότητά της ο Ιωάννης Καποδίστριας της απένειμε -τιμή μοναδική σε γυναίκα- το αξίωμα του επίτιμου αντιστράτηγου και της παραχώρησε κεντρικό σπίτι στο Ναύπλιο. Επίσης εκτός από τη Γαλλική, μιλούσε άπταιστα την Ιταλική, αλλά και την Τουρκική γλώσσα. 

Τη Μαντώ γνώρισε από κοντά ο Γάλλος Rybaud το 1821 και την περιγράφει σαν ευγενική προσωπικότητα με φλογερό πατριωτισμό. Συγκρίνοντάς την με τη Μπουμπουλίνα αναφέρει:

Από τη μια μεριά [Μπουμπουλίνα] το θάρρος, σπάνιο σε γυναίκες, που συνοδεύεται όμως από τη βουλιμία για το κέρδος… Κι’ από την άλλη [Μαντώ] η φιλοπατρία σε όλη της την καθαρότητα, χωρίς ίχνος ιδιοτέλειας, η απόλυτη αυτοθυσία, η πιο συγκινητική απρονοησία για το προσωπικό μέλλον.

Μου έλεγε η Μαντώ: Δεν με νοιάζει τι θα γίνω αν είναι να ελευθερωθεί η πατρίδα μου. Όταν θα έχω χρησιμοποιήσει όλα όσα μπορώ να διαθέσω για την ιερή υπόθεση της ελευθερίας, θα τρέξω στο στρατόπεδο των Ελλήνων για να τους ενθαρρύνω με την απόφασή μου να πεθάνω, αν χρειαστεί, για την ελευθερία“.

Παρόμοια εντύπωση για τη Μαντώ σχημάτισε και ο Άγγλος Eduard Blaquire, ο οποίος προσθέτει ότι του έκανε εντύπωση η φιλοδοξία της να δει όλες τις τάξεις ενωμένες.

Μετά την Επανάσταση, καταδιωκόμενη από τον Ιωάννη Κωλέττη (ο οποίος συμμετείχε και στην Α’ Εθνοσυνέλευση που έγινε το Δεκέμβριο του 1821 στην Επίδαυρο), ξαναγύρισε στη Μύκονο και τον Ιούλιο του 1840 πέθανε στην Πάρο φτωχή και λησμονημένη.

.Η Μαριγώ Ζαραφοπούλα

Γεννήθηκε στα Ταταύλα της Κωνσταντινούπολης όπου και κατοικούσε. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και όταν κατά τις αρχές του 1821, ο Ασημάκης Θεοδώρου πρόδωσε τα μυστικά της οργάνωσης στις οθωμανικές αρχές, ανέλαβε, χρησιμοποιώντας τις γνωριμίες της με διάφορους αξιωματούχους, να πληροφορηθεί λεπτομέρειες για το συμβάν, αποστολή την οποία έφερε εις πέρας Παράλληλα, χρησιμοποιώντας τις ίδιες γνωριμίες καθώς και τη σημαντική της περιουσία, πέτυχε την δραπέτευση των γιων του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη που διέμεναν στην Κωνσταντινούπολη ως αιχμάλωτοι. Όταν αποκαλύφθηκε η συμμετοχή της ίδιας αλλά και του εμπόρου αδελφού της, Χατζηβασίλη, στη Φιλική Εταιρεία, γνώρισε διώξεις ενώ ο αδελφός της καρατομήθηκε στις 23 Απριλίου του 1821. Τελικά, μετά από μεγάλες ταλαιπωρίες, η Ζαραφοπούλα κατάφερε να μεταβεί στην Ύδρα της επαναστατημένης Ελλάδας, κομίζοντας μαζί της μεγάλο χρηματικό ποσό το οποίο διέθεσε για τις ανάγκες της επανάστασης

Στην Πελοπόννησο, χρησιμοποιήθηκε από τους Κολοκοτρώνη και Υψηλάντη ως κατάσκοπος εντός της Τριπολιτσάς και του Ναυπλίου. Τα επόμενα χρόνια, χρηματοδότησε την εκστρατεία του Φαβιέρου στην Κάρυστο καθώς και την αντίστοιχη του Χατζημιχάλη Νταλιάνη στην Κρήτη. Μεσούσης της επανάστασης, παντρεύτηκε τον αξιωματικό Γεώργιο ή Θεόδωρο Στεφάνου ο οποίος σκοτώθηκε μαχόμενος, αποκτώντας μαζί του δύο παιδιά. Πέθανε άπορη μετά το 1865, έτος κατά το οποίο αιτήθηκε σύνταξη από την Επιτροπή Εκδουλεύσεων.

Την προσφορά της Ζαραφοπούλας στην επανάσταση, πιστοποίησαν με σχετικά έγγραφα αρκετοί σημαντικοί οπλαρχηγοί όπως οι Γενναίος Κολοκοτρώνης, Χατζηχρήστος, Νικηταράς κ.ά.

.Λασκαρίνα “Μπουμπουλίνα” Πινότση

Η Λασκαρίνα “Μπουμπουλίνα” Πινότση (Κωνσταντινούπολη11 Μαΐου1771 – Σπέτσες22 Μαΐου1825) ήταν Ελληνίδα ηρωίδα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, ίσως κι η σημαντικότερη.

Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα είχε καταγωγή από την ‘Υδρα. Γεννήθηκε μέσα στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαΐου 1771, όταν η μητέρα της Σκεύω επισκέφτηκε τον σύζυγό της, Σταυριανό Πινότση, τον οποίο είχαν φυλακίσει οι Οθωμανοί για τη συμμετοχή του στα Ορλωφικά (1769-1770). Την βάφτισε και της έδωσε το όνομά της εκεί φυλακισμένος πολέμαρχος της Μάνης, Παναγιώτης Μούρτζινος. Μετά τον θάνατο του Πινότση στη φυλακή, μητέρα και κόρη επέστρεψαν στην ‘Υδρα. Μετακόμισαν στις Σπέτσες 4 χρόνια αργότερα, όταν η μητέρα της παντρεύτηκε τον Δημήτριο Λαζάρου-Ορλώφ. Από την ένωση αυτή η Μπουμπουλίνα απέκτησε οκτώ ετεροθαλή αδέρφια.

Παντρεύτηκε δυο φορές, στην ηλικία των 17 με τον Σπετσιώτη Δημήτριο Γιάννουζα και στην ηλικία των 30 ετών με τον Σπετσιώτη πλοιοκτήτη και πλοίαρχο Δημήτριο Μπούμπουλη. Και οι δυο σκοτώθηκαν από Αλγερινούς πειρατές. Της άφησαν, ωστόσο, μια τεράστια περιουσία, την οποία ξόδεψε εξ ολοκλήρου για να αγοράσει καράβια και εξοπλισμό για την Ελληνική Επανάσταση.

Όταν η Μπουμπουλίνα έγινε χήρα για δεύτερη φορά, είχε έξι παιδιά: τρία από τον πρώτο της γάμο, τον Ιωάννη,τον Γεώργιο και τη Μαρία, και τρία από τον δεύτερο γάμο της: την Σκεύω, την Ελένη και τον Νικόλαο. Επίσης είχε και τεράστια περιουσία την οποία είχε κληρονομήσει από τους συζύγους της, έχοντας υπό την κατοχή της πλοία, γη και χρήματα (τα μετρητά που είχε κληρονομήσει από τον Μπούμπουλη ήταν πάνω από 300.000 τάλαραΚατάφερε να αυξήσει την περιουσία της με σωστή διαχείριση και εμπορικές δραστηριότητες.

Το ακρόπρωρο του πλοίου “Αγαμέμνων” της Μπουμπουλίνας με κυβερνήτη το γιο της Ιωάννη. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο

Αρχικά έγινε συνέταιρος σε αρκετά πλοία ενώ αργότερα κατασκεύασε τρία δικά της, το ένα από τα οποία με το όνομα Αγαμέμνων πήρε μέρος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, μήκους 48 πήχεων και έχοντας 18 κανόνια, η ναυπήγηση του οποίου κόστισε 75.000 τάλαρα. Το όνομα αυτό το έδωσε στη ναυαρχίδα της από τον ομηρικό βασιλιά των Μυκηνών, Αγαμέμνονα, που οδήγησε τους Έλληνες στον Τρωικό πόλεμο. Αυτό δείχνει πόσο τιμούσε η Μπουμπουλίνα την ελληνική ιστορική της κληρονομιά και τι συμβόλιζε το όνομα του πλοίου της.

Το 1816 η Οθωμανική Αυτοκρατορία θέλησε να κατασχέσει την περιουσία της με τη δικαιολογία ότι τα πλοία του δεύτερου άντρα της, συμμετείχαν με τον ρωσικό στόλο στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο μετά απὀ καταγγελίες συγγενών της, που εποφθαλμιούσαν την περιουσία της. Τότε η Μπουμπουλίνα πήγε στην Κωνσταντινούπολη με το πλοίο της Κανάκης, όπου συνάντησε τον Ρώσο, Φιλέλληνα πρεσβευτή Στρογκόνωφ, από τον οποίο ζήτησε να την προστατέψει επικαλούμενη τις υπηρεσίες του συζύγου της στον ρωσικό στόλο και το γεγονός ότι τα πλοία της είχαν τότε ρωσική σημαία, βάση της Συνθήκης Κιουτσούκ-Καϊναρτζή μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, το 1774. Τότε εκείνος για να την σώσει από την επικείμενη σύλληψή της από τους Τούρκους, την έστειλε στην Κριμαία της νότιας Ρωσίας, στη Μαύρη Θάλασσα, σε ένα κτήμα που της δόθηκε από τον Τσάρο Αλέξανδρο Α’. Πριν όμως πάει εκεί, κατάφερε να συναντήσει τη μητέρα του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄, την Βαλιντέ Σουλτάνα. Η Σουλτάνα εντυπωσιάστηκε από τον χαρακτήρα της Μπουμπουλίνας και έπεισε τον γιο της να υπογράψει φιρμάνι, με το οποίο δεν θα άγγιζε την περιουσία της και δεν θα την συνελάμβανε. Η Μπουμπουλίνα αφού έμεινε στην Κριμαία για περίπου τρεις μήνες περιμένοντας να ηρεμήσει η κατάσταση, έφυγε για στις Σπέτσες όταν κατάλαβε ότι ο κίνδυνος είχε πλέον απομακρυνθεί.

Η Μπουμπουλίνα, έχοντας γίνει ήδη μέλος της Φιλικής Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη, που προετοίμαζε την ελληνική επανάσταση, και όντας η μόνη γυναίκα που μυήθηκε σε αυτή, στον κατώτερο βαθμό μύησης αφού οι γυναίκες δεν γίνονταν δεκτές, καθώς γυρνούσε στις Σπέτσες, αγόραζε μυστικά όπλα και πολεμοφόδια από τα ξένα λιμάνια, τα οποία μετά έκρυψε στο σπίτι της, ενώ ξεκίνησε την κατασκευή του πλοίου Αγαμέμνων, της ναυαρχίδας της, η οποία ολοκληρώθηκε το 1820. Για τη ναυπήγηση του Αγαμέμνονα καταγγέλθηκε στην Υψηλή Πύλη ότι ναυπήγησε κρυφά πολεμικό πλοίο, αλλά η Μπουμπουλίνα κατάφερε να ολοκληρώσει την κατασκευή του δωροδοκώντας τον απεσταλμένο Τούρκο επιθεωρητή στις Σπέτσες και πετυχαίνοντας την εξορία αυτών που την κατήγγειλαν. Το 1819 η Μπουμπουλίνα επισκέφθηκε και πάλι την Κωνσταντινούπολη.

Την ίδια περίοδο έρχεται σε ρήξη με τα παιδιά του δεύτερου συζύγου της από τον πρώτο του γάμο-΄τον Παντελή και τον Γιάννη- όταν διεκδικούν το μερίδιο από την πατρική περιουσία. Κατέφυγαν όχι σε τουρκικό δικαστήριο, ούτε στην εκκλησιαστική αρχή στην οποία υπάγονταν: στην μητρόπολη Ναυπλίου και Άργους, αλλά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο για μεγαλύτερο κύρος. Εκείνο έκδωσε επιτίμιο, ίνα η ρηθείσα Λασκαρίνα[…] φοβειθείσα[…] την αιώνιον κόλασιν […] παύσηται πάσης διαστροφής και ματαίας προφασεως και μη φανερώση εις μέσον οσάπερ κατακρατεί άσπρα, ομολογίας, ρουχικά ή άλλα κινητά και ακίνητα πράγματα […]. Στη συνέχεια καταφεύγουν τα δύο αδέλφια στους προεστούς των Σπετσών, οι οποίοι περιορίζονται σε μια καταγραφή της περιουσίας της χωρίς όμως και να δίνουν λύση στην ενδοοικογενειακή διαφορά. Με το επιτίμιο και την έκθεση των προκρίτων καταφεύγουν τα δύο αδέλφια στη συνέχεια, στο Βουλευτικό, το οποίο δεν έλαβε θέση, εκτιμώντας το μέγεθος της προσφοράς της Μπουμπουλίνας στον Ελληνικό Αγώνα.

Σεβαστή Ξάνθου

Η Σεβαστή Ξάνθου (Σεβαστή Κρουστάλα- Ξάνθου) (1798-  ήταν σύζυγος του Εμμανουήλ Ξάνθου πρωτεργάτη και μέλους της Φιλικής Εταιρείας.

Η Σεβαστή Ξάνθου μαζί με την μητέρα της Μαριόρα και τις δύο αδελφές της Ευφροσύνη και Ελένη, ζούσαν στο Αρναούτκιοϊ της Κωνσταντινούπολης. Σε ηλικία 17 ετών (1815) και μόλις ένα χρόνο μετά την ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας, η Σεβαστή θα παντρευτεί τον Εμμανουήλ Ξάνθο. Από αυτό τον γάμο θα προκύψουν τρία παιδιά ο Νικόλαος, ο Περικλής και η Ασπασία. Όταν το 1821 ξεσπά η Ελληνική Επανάσταση, η οικογένεια θα μεταφερθεί από την Κωνσταντινούπολη στο Ισμαήλ για μεγαλύτερη ασφάλεια, μαζί πάντα με την μητέρα και τις αδελφές της Σεβαστής, ενώ το 1822 με πρωτοβουλία της Σεβαστής αισθανόμενη το εχθρικό περιβάλλον γύρω της θα εγκαταλείψουν το Ισμαήλ και θα εγκατασταθούν στο Κισνόβι . Κατά την διάρκεια της απουσίας τού Εμμανουήλ Ξάνθου, αρχικά λόγω της ανάληψης της ευθύνης για την οργάνωση της Ελληνικής Επανάστασης και αργότερα λόγω του εγκλεισμού του σε μοναστήρι στο Μαρτζινένι, την οικογένειά του θα αναλάβουν να φροντίζουν έμπιστα σε αυτό άτομα όπως ο σύγγαμβρός του Μιχαήλ Μιχάλογλου (σύζυγος τής Ευφροσύνης) και ο Μιχαήλ Φωκιανός ο οποίος θα αναλάβει την διαχείριση των οικονομικών τής οικογένειας.

Η Σεβαστή Ξάνθου βίωσε για αρκετά χρόνια την απουσία του συζύγού της παρ’ όλα αυτά αντεπεξήλθε μεγαλώνοντας την οικογένειά της, ήρθε σε επαφή με αρκετούς αγωνιστές, μέλη της Φιλικής Εταιρείας και εξέχουσες προσωπικότητες εκείνης της εποχής ζητώντας βοήθεια και πληροφορίες για τον σύζυγό της.

  Έχει διασωθεί μόνο η υπογραφή της

.Ασήμω Γκούραινα

Γ
Γυναικεία μορφή του ’21, σύζυγος του στρατηγού Γιάννη Γκούρα.
Στην εποχή της ήταν γνωστή ως Γκούραινα ή Νταλιάνα, επειδή ήταν υψηλόσωμη και ωραία (νταλιάνι, το μακρύ καριοφίλι και κατ’ επέκταση νταλιάνα, η ψηλή και όμορφη γυναίκα).
Ήταν κόρη του κοτσαμπάση του Λιδωρικίου Αναγνώστη Λιδωρίκη και αδελφή του αγωνιστή και πολιτικού Αναστάση Λιδωρίκη. Στις 23 Φεβρουαρίου 1823 παντρεύτηκε το πρωτοπαλίκαρο του Οδυσσέα Ανδρούτσου, Γιάννη Γκούρα, που είχε διακριθεί ιδιαίτερα στη μάχη της Γραβιάς και τώρα ήταν φρούραρχος Αθηνών.
Γαρυφαλλιά Μιχάλβεη

Η Ψαριανή Γαρυφαλλιά Μιχάλβεη ή Μιχάλμπεη βρέθηκε από 7 ετών στα σκλαβοπάζαρα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας όταν απήχθη από τα Ψαρά κατά την καταστροφή του νησιού στις 20 Ιουνίου του 1824. Ταλαιπωρήθηκε ως δούλα και διασώθηκε από Αμερικανό διπλωμάτη ή έμπορο ο οποίος την έστειλε στις ΗΠΑ για να τη φροντίσει ο πατέρας του. Η μικρή δυστυχώς σε ηλικία 13 ετών πέθανε. Η ιστορία της ενέπνευσε δύο διεθνούς ακτινοβολίας έργα, το ζωγραφικό έργο “Το κορίτσι από την Ελλάδα” (The Greek girl) της Anne Hall και πιθανόν το γλυπτό “Η Ελληνίδα Σκλάβα”(The Greek Slave) του Hiram Power όπως και άλλα έργα.

Η οικογένεια της Γαριφαλιάς (τότε Γαρυφαλλιάς) ήταν μεταξύ των ευπόρων στα Ψαρά. Η μικρή μοιράστηκε όμως την τύχη χιλιάδων κατοίκων του νησιού που δεν μπορεσαν να διαφύγουν κατά την απόβαση των οθωμανικών δυνάμεων και την επακόλουθη πλήρη καταστροφή του τόπου. Οι Τούρκοι ή σκότωσαν τους γονείς της ή την άρπαξαν βίαια από αυτούς, όπως πολλά παιδιά τότε. Σύμφωνα με μια εκδοχή ήταν με την αδελφή και τη γιαγιά της όταν οι Τούρκοι χώρισαν τα δύο κορίτσια και βρέθηκαν σε διαφορετικά σκλαβοπάζαρα το καθένα. Η Γαριφαλιά πουλήθηκε και κατέληξε στη Σμύρνη, όπου την βρήκε ένας έμπορος ή ο πρόξενος των ΗΠΑ το 1827, όταν πια το παιδί ήταν 10 ετών. Σύμφωνα με μια περιγραφή έπεσε στα πόδια του να τη γλιτώσει και εκείνος εξαγόρασε την ελευθερία της ή ίσως την ελευθέρωσε χρησιμοποιώντας πολιτικά μέσα. Την έστειλε με πλοίο στη Βοστώνη, ζητώντας από τον πατέρα του να τη φροντίσει. Το κορίτσι ταξίδεψε τελικά στη Βοστώνη ως Garafilia Mohalbi και φέρετο καταγόμενη από την Ipsara, δηλαδή τα Ψαρά.

Στις ΗΠΑ η Γαριφαλιά εντάχθηκε στην οκογένεια του Αμερικανού που είχε και άλλες κόρες και άρχισε να προσαρμόζεται στη νέα ζωή της. Περιγράφεται ως εξαιρετικά φιλότιμο και ευγενικό παιδί, που όταν μάλιστα αρρώστησε η μοναδική της έγνοια ήταν να μη γίνει βάρος σε εκείνους που τη φρόντιζαν. Κοιμόταν κάθε βράδι με τη Βίβλο αγκαλιά και δεν είχε καμία απαίτηση. Η περιπέτειά της συγκίνησε την ζωγράφο Anne Hall που φιλοτέχνησε το πορτραίτο της μικρής σε μινιατούρα και θεωρείται ένα από τα αξιολογοτερα σκίτσα της εποχής. Το πορτρέτο έγινε και εξώφυλλο βιβλίου που κυκλοφόρησε το 1831. Οι περιπέτειες των Ελλήνων είχαν γενικά συγκινήσει το αμερικανικό κοινό και περίπου 13 χρόνια αργότερα ο γλύπτης Hiram Power εμπνεύστηκε από την ιστορία της Γαριφαλιάς (ή πιθανόν όμως και άλλης παθούσας) ένα εντυπωσιακό για την εποχή του γλυπτό, όπου παρίστανε ουσιαστικά αλυσοδεμένη την Αφροδίτη της Μήλου. Η Γαριφαλιά αρρώστησε το χειμώνα του 1830 σε ηλικία 13 ετών από άγνωστη νόσο. Η οκογένεια που την υιοθέτησε την είχε βρει εξαρχής φιλάσθενη, πιθανόν όχι λόγω της κράσης της, αλλά εξαιτίας της βασανιστικής περιφοράς της στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης και της Μικράς Ασίας. Πρόλαβε να ζήσει με τους Αμερικανούς που την υιοθέτησαν μόνον 3 χρόνια και έσβησε στις 17 Μαρτίου του 1830. Ο πρόωρος θάνατός της αλλά και οι μεγάλες αλλαγές στη σύντομη ζωή της συγκίνησαν πολλούς και γράφτηκαν μεταξύ άλλων και ποιήματα, ενώ γενικά ο θάνατός της έγινε είδηση στις εφημερίδες της εποχής. Οι Αμερικανοί είχαν ακόμα και τη λεπτότητα να εξηγούν πως προφερόταν σωστότερα το επώνυμο του κοριτσιού.

.Δόμνα Βισβίζη

Δόμνα Βισβίζη(1784-1850) Γεννιέται στον Αίνο της Θράκης. Συμμετέχει ενεργά στην Ελληνική Επανάσταση παίρνοντας μέρος μαζί με τον άνδρα της, Χατζή Αντώνη Βισβίζη, στις θαλάσσιες επειχηρήσεις του Αγώνα στο Άγιο Όρος, στη Λέσβο και στη Σάμο. Με το θάνατο του άνδρα της, η Δόμνα Βισβίζη αναλαμβάνει η ίδια τη διοίκηση του πλοίου και συνεχίζει τη δράση της στην περιοχή της Εύβοιας. Εξοπλίζει και συντηρεί το πλοίο της «Καλομοίρα» με δικά της χρήματα για τρία χρόνια. Μετά το τέλος του Αγώνα, της παραχωρείται μία μικρή σύνταξη. Πεθαίνει στον Πειραιά.»Πουλάκι πόθεν έρχεσαι; Πουλάκι αποκρίσου. Μην είδες και μην άκουσες για την κυρά Δομνίτσα την όμορφη, τη δυνατή, την αρχικαπετάνα, πούχει καράβι ατίμητο, το πρώτο μες στα πρώτα, καράβι γοργοτάξιδο, καράβι τιμημένο, καράβι που πολέμησε στης Ίμπρος το μπουγάζι». Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος βεβαιώνει με έγγραφο του ( Μάης 1822) πως η Δόμνα Βισβίζη έσωσε τους άνδρες του και τον ίδιο «δια της προμηθείας τροφίμων και πολεμοφοδίων, άνευ της οποίας ο στρατός του θα διελύετο».

Μόσχω Τζαβέλλα

 Μόσχω Τζαβέλλα (1760-1803). Χαρακτηριστικός τύπος της Σουλιώτισσας. . Γυναίκα του Λάμπρου Τζαβέλα. Ήταν μετρίου αναστήματος, μελαχρινή κι ωραία και επέδειξε ψυχικό σθένος, δύναμη χαρακτήρα και φιλοπατρία.

Η Καπετάνισσα Τζαβέλαινα αγωνίστηκε το 1792 εναντίον του Αλή Πασά ως αρχηγός 400 Σουλιωτισσών. Ανάμεσα στις γυναίκες είναι και η Σόφω η κόρη της Τζαβέλαινας. Επί κεφαλής των γυναικών του Σουλίου στην κρίσιμη στιγμή ρίχνεται στην μάχη, πλευροκοπά το Τούρκικο ασκέρι και χαρίζει την νίκη. Ο ηρωισμός της Μόσχως έχει απαθανατιστεί στα δημοτικά μας τραγούδια.

Η Μόσχω μετά την καταστροφή του Σουλίου ακολούθησε το δρόμο προς την Πάργα και από κει στα Επτάνησα. Πέθανε τελικά κατά το 1803.

Δέσπω Φώτου Τζαβέλα 

Ο Γιάννης Βλαχογιάννης στο βιβλίο του «Ιστορική Ανθολογία» γράφει πως στον Κάλαμο, το μικρό νησί κοντά στο Θιάκι, είχαν καταφύγει πολλοί Σουλιώτες. Ανάμεσά τους ήταν και η Δέσπω η Τζαβέλαινα, του Φώτου η γυναίκα, η θαυμαστή από τους πολέμους του Σουλίου με τον Αλή Πασά πριν από το 1821.

Τώρα όμως άλλος γινόταν πόλεμος, ίσα σκληρός και πιο μεγάλος. Οι Σουλιώτες πέρασαν από τα Επτάνησα κατά το 1823 και πολεμάνε μαζί με τόσα άλλα αδέλφια τους. Μαζί τους ήτανε και της Τζαβέλαινας οι γιοι, ο Κίτσος και ο Ζυγούρης.

Ξαφνικά έρχεται η είδηση ότι σκοτώθηκαν οι γιοι της. Οι Σουλιώτισσες αρχίζουν το κλάμα, το ξεφωνητό και τα μαλλιοτραβήγματα. Ξαφνικά η Δέσπω τινάχτηκε ορθή, έριξε πίσω τα μαλλιά της, σφούγγισε τα δάκρυά της και είπε: “Παύτε ωρέ τα κλάματα. Πάσχα έρχεται, σηκωθείτε τώρα να βάψουμε τ’ αυγά, τι είναι αμαρτία κι ο θεός μπορεί να μας οργιστεί”.

Από σεβασμό σηκωθήκανε οι άλλες κι αρχίσανε τη δουλειά. Ξαφνικά έρχεται κάποιος και λέει πως είναι ψέματα, δεν σκοτώθηκα μόνο ο ένας τραυματίστηκε λίγο. Τότε η Δέσπω είπε: Σε ευχαριστώ Θεέ μου που μου τους φύλαξες, μα εγώ πάντα τους έχω ξεγραμμένους.

Ο Βλαχογιάννης λέει ακόμα, πως η Δέσπω η Τζαβέλαινα του Φώτου η γυναίκα, έζησε ύστερα ως τα πρώτα χρόνια του Όθωνα και στον ‘Επαχτο.

Για τη Δέσπω Φώτου Τζαβέλα γράφει και η Καλλιρρόη Παρρέν: Στην Κέρκυρα η ρωσική κυβέρνηση πήρε απόφαση να σχηματίσει εξ αυτών (των Σουλιωτών) στρατιωτικόν σώμα, το οποίον εσκόπευε να χρησιμοποιήσει σε δεδομένη στιγμή. Η Κέρκυρα και όλη η Επτάνησος διετέλη υπό ρωσικήν προστασίαν. Διετάχθη λοιπόν ο εκεί Ρώσος στρατηγός Ανρέπ να σχηματίσει οκτώ νέους λόχους από Σουλιώτες εθελοντές, εις τους οποίους διόρισε αξιωματικούς Σουλιώτες. Ο Φώτος Τζαβέλας, ο Δαγκλής, ο Ζέρβας, ο Δράκος κ.ά. Στρατολόγησε και γυναίκες. Ούτω η σύζυγος Φώτου Τζαβέλλα ήταν ανώτερη αξιωματικός λόχου εις τον οποίον είχε ταχθεί ο σύζυγός της ως λοχαγός. Έλαβε βαθμό ταγματάρχου σε λόχο που ήταν ο άνδρας της λοχαγός…

Αλεφαντώ, η Μεσολογγίτισσα

 Κάτω από την – κατ’ ανάγκη – ανδρική της ενδυμασία κρυβόταν μια ψυχή που αψηφούσε κάθε είδος κινδύνου και κακουχίας μεταδίδοντας θάρρος στους άντρες πολιορκημένους. Χήρα η ίδια, συνελήφθη κατά την έξοδο του Μεσολογγίου μαζί με την μικρή της κόρη.

.Ευφροσύνη Νέγρη
Η Ευφροσύνη Νέγρη, λέει η συγγραφέας Παρρέν: « Ειργάσθη, προς διάδοσιν των κυοφορουμένων τότε φιλελευθέρων ιδεών και η αίθουσα της απετέλει το κέντρον των μυστικών συναθροίσεων των μεμυημένων ομογενών. Υπό τας μυροβόλους ανθοδέσμας των πολυτελών δοχείων, εκρύβοντο τα εγχειρίδια* και τα όπλα, τα οποία κρυφά και μεταξύ δύο φιλοφρονήσεων μετεβιβάζοντο εις τους ήρωας, οίτινες υπό τοιούτων γυναικών ενεθαρρύνοντο εις την ευγενή και μεγάλην απόφασιν να πληρώσωσι με το αίμα τους την ελευθερία της χώρας των».
.

Ελισάβετ Υψηλάντη

H Ελισάβετ Υψηλάντη, η μητέρα των Υψηλάντηδων, αποκαλούνταν «Πρωτομάνα των Φιλικών» έρχεται πρώτη να χρηματοδοτήσει τον αγώνα που προετοιμάζεται.

 Στις 16/2/1821 στο αρχοντικό της συγκεντρώνονται οι Φιλικοί για να αποφασίσουν την στιγμή της εξεγέρσεως. 

Η ηθική και υλική συμβολή της Υψηλάνταινας είναι τόση, που ο Αλέξανδρος(Υψηλάντης) συγκινημένος λέει στους άλλους εταίρους: 

«-Γράψτε στο τέλος της διακήρηξης «φιλώ το χέρι της μητρός μου».

Ακριβή Τσαρλαμπά
Ακριβή Τσαρλαμπά ήταν κόρη του προεστού της Πρέβεζας Δημήτριου Τσαρλαμπά, σύζυγος του Ανδρέα Βερούση (καπετάν Ανδρούτσος) και μητέρα του αγωνιστή της ελληνικής επανάστασης, Οδυσσέα Ανδρούτσου.Γεννήθηκε στην Πρέβεζα γύρω στο 1766 και ήταν κόρη του ντόπιου προεστού Δημητρίου Τσαρλαμπά. Στις 13 Μαρτίου 1786 παντρεύτηκε τον Ρουμελιώτη αρματολό Ανδρέα Βερούση. Γύρω στο 1790, γέννησε στην Ιθάκη[(σύμφωνα με άλλη εκδοχή στην Πρέβεζα) τον μετέπειτα σημαντικό οπλαρχηγό Οδυσσέα Ανδρούτσο. Λίγο αργότερα, το 1793, ο σύζυγός της συνελήφθη από τις βενετικές αρχές και παραδόθηκε στους Οθωμανούς, με αποτέλεσμα τη φυλάκισή του στην Κωνσταντινούπολη.

Το 1798, η Τσαρλαμπά βρισκόταν στην Πρέβεζα όπου έκανε αίτηση μέσω των γαλλικών αρχών για την απελευθέρωση του συζύγου της, ο οποίος όμως τελικά εκτελέστηκε από τις οθωμανικές αρχές. Όταν ο γιος της Οδυσσέας ήταν περίπου 15 ετών, η Ακριβή παντρεύτηκε τον συντοπίτη της Φίλιππο Καμμένο, με τον οποίο απέκτησε άλλα πέντε παιδιά.

Με το ξέσπασμα της επανάστασης του 1821, κατέφυγε, για λόγους ασφαλείας, μαζί με την κόρη της Ταρσίτσα και την γυναίκα του πρωτότοκου γιου της, Ελένη, στο στρατόπεδο του Ανδρούτσου στο Κωρύκιον Άνδρον του Παρνασσού. Σύμφωνα με την αναφορά της ιδίας το 1832 προς την Ε’ Εθνοσυνέλευση, κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821 σκοτώθηκαν τρία από τα παιδιά της.

Από τον γάμο της με τον Φίλιππο Καμμένο, η Τσαρλαμπά απέκτησε πέντε παιδιά ονόματι Γιαννάκης, Πάνος, Βαγγέλης, Ταρσίτσα και Αγγελική. Από αυτά, ο Γιαννάκης Καμμένος σκοτώθηκε γύρω στα 1827 στη θέση Ζαγαρά Ελικώνα ενώ η Ταρσίτσα, είχε έναν σύντομο γάμο με τον Βρετανό συμπολεμιστή του Ανδρούτσου, Τρελώνη.

Μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, χορηγήθηκε στην Ακριβή Τσαρλαμπά μηνιαία σύνταξη 40 φοινίκων. Αργότερα, το 1844 ο Ιωάννης Ζαμπέλιος της αφιέρωσε την τραγωδία του «Οδυσσέας Ανδρούτσος»

Αντωνούσα η Οπλαρχηγός

Η περιβόητη Αντωνούσα Καστανάκη ή Καστανοπούλου από το χωριό Κερά Κισσάμου το 1866 ήταν 22 χρόνων. Μια μέρα οι Τούρκοι πήγαν στον πατέρα της και του ζήτησαν ένα βόδι πεσκέσι για τους Τούρκους του Καστελιού και αν δεν το πήγαινε την ημέρα που του όρισαν, θα σκότωναν την επομένη αυτόν και τα κοπέλια του.

Τʼ άκουσε αυτό η Αντωνούσα και εμπόδισε τον πατέρα της να δώσει το βόδι, τον έπεισε μάλιστα να φύγει με την οικογένεια και όλα τα ζωντανά του στα Εννιά Χωριά όπου δεν πατούσε εύκολα τούρκικο πόδι. Την επομένη το πρωί έφτασε ο Τούρκος, βρήκε την πόρτα κλειστή και φώναξε. Η Αντωνούσα ανεβασμένη σε μια συκιά τον πυροβόλησε. Εκείνος σωριάστηκε, πυροβόλησε με τη σειρά του αλλά αστόχησε και η Αντωνούσα πήρε το γιαταγάνι του και τουʼ κοψε το κεφάλι. Ύστερα ζώστηκε τʼ άρματα και βγήκε στο βουνό όπου συνάντησε τους επαναστάτες. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες κατά τον τριετή πόλεμο του 1866-69 και αργότερα στα 1879 στο σώμα του οπλαρχηγού Δημ. Κωναταντουλάκη. Οι Τούρκοι την κυνήγησαν αλλά ποτέ δεν μπόρεσαν να την πιάσουν.
Το 1882 αποφεύγοντας τη δίωξη κατέφυγε στην Αθήνα. Παρουσιάστηκε στον βασιλιά Γεώργιο Αʼ που την ανεκήρυξε οπλαρχηγό. Με την ιδιότητά της αυτή και με σώμα αντρών που είχε συγκροτήσει η ίδια, πήρε μέρος στους ηπειρωτικούς αγώνες. Φορούσε πάντα την ανδρική κρητική στολή της εποχής, τις βράκες. Έτσι το 1911 που επισκέφτηκε το χωριό της χρειάστηκε να δείξει το στήθος της για να πιστέψουνε πως είναι γυναίκα. Πέθανε στον Πειραιά το 1918.

Μαρία Παλάσκα

Η Μαρία Παλάσκα (αναφερόμενη και «Παλάσκαινα» ή «χήρα Χρήστου Παλάσκα») ήταν σύζυγος του Χρήστου Παλάσκα, γνωστή για την υποστηριζόμενη από μερίδα συγγραφέων, αποστολή του συζύγου της από τον Ιωάννη Κωλέττη που κατέληξε σε παγίδευση και το θάνατο του άνδρα της, αλλά και για τις μετέπειτα σχέσεις της με τον Κωλέττη. Παιδιά της με τον Παλάσκα ήταν ο Λεωνίδας Παλάσκας, σημαντικός αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού και υπουργός Ναυτικών και η Ανθούσα Παλάσκα, μετέπειτα Ανθούσα Ρουζού (ή Ρουζιού), σύζυγος του Γάλλου επιχειρηματία και διπλωμάτη Αλεξάνδρου Ρουζιού.

Η Μαρία γνωρίστηκε και παντρεύτηκε με τον Χρήστο Παλάσκα μερικά χρόνια πριν το 1819, δεδομένου ότι τότε γέννησε τον Λεωνίδα Παλάσκα στα Ιωάννινα, ενώ η κόρη τους Ανθούσα είχε γεννηθεί νωρίτερα. Στα προηγούμενα χρόνια ο άνδρας της είχε υπηρετήσει κατά το διάστημα 1808 – 1817 διαδοχικά μαζί με άλλους Έλληνες στα Επτάνησα, στα γαλλικά, ρωσικά και βρετανικά στρατεύματα ως αξιωματικός του Πυροβολικού και το 1818 επέστρεψε στην Ήπειρο όπου υπηρέτησε ως επιτελικός αξιωματικός στην αυλή του Αλή πασά στα Ιωάννινα. Εκεί βρισκόταν ήδη από το 1810 ο Ιωάννης Κωλέττης εξασκώντας την ιατρική, στενός φίλος με τον Παλάσκα.

ΕΛΕΝΗ ΒΆΣΣΟΥ-  Η “Ωραία Ελένη” της ελληνικής επανάστασης
Γεννήθηκε στην Ήπειρο στις αρχές του 19ου αιώνα. Η οικογένειά της καταδιώχτηκε και κατέφυγε στην Κέα. Εκεί έμεινε η Ελένη μέχρι την ενηλικίωσή της. Εκεί γνώρισε τον στρατηγό Μαυροβουνιώτη Βάσσο, ο οποίος γύρω στα τέλη της επανάστασης του 1821 πηγαίνοντας προς την Συρία για να κάνει και εκεί επανάσταση στάθμευσε στην Κέα και την ερωτεύτηκε. Αν και τα αισθήματα ήταν αμοιβαία, οι γονείς της αρνήθηκαν τον γάμο. Ο στρατηγός Βάσος τότε απήγαγε την Ελένη και την άφησε στην Άνδρο, όπου την έβαλε στον ιστορικό πύργο του Γιαννούλη και έστησε φρουρά για να την φυλάει. Στον πύργο αυτό έμεινε η Ελένη κλεισμένη σαν τις ηρωίδες των μεσαιωνικών θρύλων για πολλούς μήνες. Το 1826, στον γυρισμό του από την Βηρυτό, ο στρατηγός Βάσσος την πήρε μαζί του και την μετέφερε στον Πειραιά. Εκεί αρχίζει και η δράση της Ελένης.

Στις μάχες που έδινε ο Βάσσος, η γυναίκα του ήταν νοσοκόμα και γραμματέας. Τον βοήθησε στην λύση της πολιορκίας της Καρύστου και κράταγε την αλληλογραφία του με τον Κιουταχή, ενώ ήταν η κυρίως σύμβουλός του σε όλες τις σημαντικές διαπραγματεύσεις.

Μετά την επανάσταση η Ελένη Βάσσου από την Σαλαμίνα όπου είχε εγκατασταθεί, αντιτίθενταν με πολύ ζήλο εναντίον του Καποδίστρια υποστηρίζοντας μια άλλη πολιτική με πρότυπο την Ρωσία. Το σπίτι της είχε γίνει κέντρο της αντιπολίτευσης.

Επί Όθωνα η Ελένη Βάσσου και ο σύζυγός της εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και έγινε μια από τις πιο ευγενείς και φιλόξενες κυρίες της εποχής της. Στους χειμερινούς χορούς που έδινε συνέρρεε όλη η αριστοκρατία. Διακρίθηκε για την ομορφιά της, αλλά και για την νοημοσύνη και το μεγαλείο του φρονήματός της. Τραγουδήθηκε από τους ποιητές της εποχής της.

Απεβίωσε στα βαθιά γεράματα αφήνοντας πολλούς απογόνους, από τους οποίους δύο γιοι έγιναν επίσης σημαντικοί ανώτεροι αξιωματικοί του Ελληνικού στρατού, συνεχίζοντας το έργο του πατέρα τους.

Επιμέλεια Καλλιόπη Γιακουμή