Μία από τις σκληρότερες συνέπειες των πολεμικών επιχειρήσεων ήταν η προσφυγοποίηση μεγάλου μέρους του ντόπιου πληθυσμού. Χιλιάδες πρόσφυγες, Χριστιανοί αλλά και Μουσουλμάνοι, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους φοβούμενοι για τη ζωή τους και να αναζητήσουν αλλού μια καλύτερη τύχη. Γράφει ενδεικτικά ο Μακρυγιάννης για τους πρόσφυγες από την Άρτα:
«Τότε πήγα στην Αγιά, όπου είχα στείλει τις ειδήσεις μου κι εκεί βρήκα τους δυστυχείς Αρτινούς, που έφταναν ξυπόλυτοι, γυμνοί και νηστικοί. Και έπεσαν όλοι στο λαιμό μου για να τους σώσω. Ήταν όλες οι σημαντικές προσωπικότητες της Άρτας εκεί και πλήθος γυναικόπαιδα, περίπου πεντακόσιες οικογένειες...». «Με την άφιξη της οικογένειάς μας στο Άργος αρρωστήσαμε όλοι από επιδημική αρρώστια και ενώ ήμαστε μία δεκαμελής οικογένεια αποτελούμενη από πέντε αγόρια, τρία κορίτσια και τους γονείς μας, δεν ήταν κανείς από εμάς υγιής για να φροντίσει τους άλλους», σημείωνε ένας πρόσφυγας από τη Χίο.
Απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του Στρατηγού Μακρυγιάννη σχετικά με την εγκατάλειψη της Άρτας από οικογένειες χριστιανών κατά τον Νοέμβριο 1821
Στα μέσα Νοεμβρίου 1821 συνασπισμένες στρατιωτικές δυνάμεις Ελλήνων -κατά κύριο λόγο Σουλιωτών- και Αλβανών οπλαρχηγών εισήλθαν στην πόλη της Άρτας αναγκάζοντας την οθωμανική φρουρά και τους Τούρκους της πόλης να καταφύγουν στο κάστρο. Η ελληνοαλβανική συμμαχία όμως διαλύθηκε και οι επαναστατικές δυνάμεις αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία και να αποχωρήσουν τις πρώτες μέρες του Δεκεμβρίου. Πεντακόσιες περίπου οικογένειες χριστιανών της Άρτας, φοβούμενοι τα αντίποινα των Οθωμανών, εγκατέλειψαν τις οικίες τους και, μετά από μακρά, επώδυνη διαδρομή μέσω του Μακρυνόρους, πέρασαν στο Ξηρόμερο και την Ακαρνανία. Μια μεγάλη ομάδα φυγάδων ακολουθώντας τον Μακρυγιάννη κατέληξαν στην Κατούνα της Βόνιτσας, από όπου αναζητούσαν τρόπο διαφυγής στα Επτάνησα. Ο Μακρυγιάννης με την λιτή, κοφτή και σκληρή περιγραφή του αποδίδει τις συνθήκες αποχώρησης των Αρτινών από την πόλη τους, τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης αλλά και τις ληστρικές επιθέσεις που υπέστησαν οι πρόσφυγες από ομοεθνείς και ομόθρησκους ντόπιους, ενώ προσπαθούσαν να διασωθούν. Ο Μακρυγιάννης επισημαίνει ότι ο ίδιος και κάποιοι ακόμη περιποιήθηκαν στοιχειωδώς τους φυγάδες, προσφέροντας νερό, φαγητό και ξύλα για θέρμανση, παρότι τους αφαίρεσαν ό,τι αγαθό αξίας είχαν. Υπήρξαν όμως και κάτοικοι του Βάλτου που θέλησαν να αρπάξουν ακόμη και τα ρούχα που φορούσαν, γυμνώνοντάς τους τελείως. Η απόφανση του σκληροτράχηλου πολεμιστή «Και από τότε βλέποντας αυτείνη την αρετή, σιχάθηκα το Ρωμαίικον ότ’ είμαστε ανθρωποφάγοι», αποδίδει την αγριότητα της συμπεριφοράς των ενόπλων σε συνθήκες πολέμου απέναντι σε άμαχους πολίτες.
πηγές :εκπαιοδευτικά βιβλία υπουργείου παιδείας