Ηράκλειτος (540-480 π.Χ.). Παραδοσιακά ήταν γνωστός ως «κλαίων» ή «σκοτεινός» φιλόσοφος. Ο Πλούταρχος λέει ότι ταλανιζόταν από φρικτές ασθένειες...
Από το έργο του δεν απομένουν παρά 139 αποσπάσματα. Μερικά είναι δυσνόητα, όπως υποδήλωνε το δεύτερο παρατσούκλι του: «Οι ψυχές οσφραίνονται στον Άδη». Κάποια άλλα δείχνουν με γλαφυρό τρόπο τη γνώμη του για τη σχετικότητα των απόψεων, όπως το «Οι όνοι θα προτιμούσαν τα άχυρα από το χρυσάφι» και το «Οι χοίροι πλένονται με τη λάσπη, τα πουλιά της αυλής με τη σκόνη ή τη στάχτη».
Ο «κλαίων» Ηράκλειτος δάκρυζε λόγω της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ιδίως δε των Εφέσιων συμπολιτών του. Όπως διατρανώνει στο πρώτο από τα σωζόμενα αποσπάσματά του, όλοι πρέπει να τηρούν το Λόγο, κάτι σαν νόμο που διέπει τον κόσμο, μια βασική αρχή, το αίτιο της ύπαρξής του. Όμως οι συντριπτικά περισσότεροι τον παραβαίνουν και λειτουργούν σαν κοιμισμένοι, έχοντας μηδαμινή επίγνωση των πράξεών τους, σαν τους γαιδάρους που μασουλάνε σανό.
Ο Ηράκλειτος έφτασε να μισεί τόσο πολύ την ανθρωπότητα, ώστε κατέληξε να πάρει τα βουνά και να επιβιώνει τρώγοντας μόνο χόρτα και βότανα (για κουκιά ούτε λόγος).
Ο υποσιτισμός τού προκάλεσε δυστυχώς υδρωπικία, και επέστρεψε στην πόλη αναζητώντας θεραπεία. Από τη θεραπεία που βρήκε τον έφαγε κυριολεκτικά το μαύρο χώμα, γιατί ζήτησε να τον σκεπάσουν με κοπριά αγελάδων.
Αναφέρονται δύο διαφορετικές ιστορίες για το πώς προκάλεσε το θάνατό του η κοπριά. Ο Ηράκλειτος, φαίνεται, πίστευε πως η δράση της θα απορροφούσε από το σώμα του τα κακά υγρά, στραγγίζοντας την υδρωπικία.
Στην πρώτη εκδοχή η κοπριά είναι νωπή, και ο φιλόσοφος παθαίνει ασφυξία· στη δεύτερη είναι κατάξερη, και αυτός καταλήγει να ψήνεται στον ήλιο της Ιωνίας.
(Υπάρχει και μια προέκταση, την οποία εξιστορεί ο Διογένης Λαέρτιος. Λέει πως οι φίλοι του Ηράκλειτου δεν μπόρεσαν να τον καθαρίσουν από την ξερή κοπριά και ότι η σορός, καθώς δεν αναγνωριζόταν, έγινε βορά των σκύλων. Πράγμα που επιβεβαιώνει με το παραπάνω το απόσπασμα 97: ‘«Τα σκυλιά γαυγίζουν όσους δεν γνωρίζουν». Δυστυχώς, τους τρώνε κιόλας.)
«Το βιβλίο των νεκρών φιλοσόφων» – Simon Critchley