Έλληνας στρατιωτικός, που διετέλεσε αρχηγός της Στρατιάς της Μικράς Ασίας κατά την τελευταία φάση του Μικρασιατικού Πολέμου. Δικάστηκε και εκτελέστηκε στο Γουδή, ως ένας από τους πρωταιτίους της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου 1863 και ήταν γιος του Νικολάου Χατσόπουλου - Χατζανέστη, που διατέλεσε νομάρχης Αττικής και της Μαρίας Πιτσιπίου. Αποφοίτησε από την Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων το 1884, ως ανθυπολοχαγός πυροβολικού και τα επόμενα χρόνια συμπλήρωσε τις στρατιωτικές σπουδές σε Ιταλία, Γαλλία και Αγγλία, όπου φοίτησε στην Ακαδημία Πυροβολικού του Γούλιτς. 'Ελαβε μέρος στην Γαλλική Χαρτογραφική Αποστολή στην Αλγερία και το 1893 υπηρέτησε στην Τοπογραφική Υπηρεσία της Ελλάδας.
Στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 διετέλεσε για μικρό διάστημα επιτελάρχης της 3ης Ταξιαρχίας του Σμολένσκη και στην συνέχεια διοικητής της 2ης Ορειβατικής Πυροβολαρχίας. Το 1904 εντάχθηκε στο νεοσύστατο Σώμα των Γενικών Επιτελών, αλλά το 1909, μετά το Κίνημα στο Γουδή, παραιτήθηκε από την στρατιωτική υπηρεσία. Ανακλήθηκε στο στράτευμα το 1912 και με τον βαθμό του έφεδρου ταγματάρχη υπηρέτησε στα επιτελεία της 5ης και 6ης Μεραρχίας, κατά την διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων.
Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους με ειδικό νόμο επανήλθε στις τάξεις του στρατεύματος και με τον βαθμό του Συνταγματάρχη τοποθετήθηκε Διοικητής της Σχολής Ευελπίδων το 1913. Κατά την επιστράτευση του 1915, ανέλαβε την διοίκηση της 5ης Μεραρχίας, όπου επέδειξε υπερβολική αυστηρότητα στους υφισταμένους του με αποτέλεσμα να στασιάσουν μονάδες του σχηματισμού του. Μετατέθηκε στην διοίκηση της 15ης Μεραρχίας, αλλά δεν αποδέχθηκε τον διορισμό του. Ζήτησε να τεθεί σε διαθεσιμότητα και εγκαταστάθηκε στην Ελβετία.
Το 1921 ανακλήθηκε στην υπηρεσία και τον Απρίλιο του 1922 του ανατέθηκε η διοίκηση της Στρατιάς της Θράκης. Τον επόμενο μήνα ανέλαβε την διοίκηση της Στρατιάς της Μικράς Ασίας με τον βαθμό του αντιστρατήγου και στις 23 Μαΐου έφθασε στην Σμύρνη. Έχοντας αντιληφθεί τα μειονεκτήματα της εκτεταμένης διάταξης που είχαν οι δυνάμεις του επιχείρησε να προπαρασκευάσει την σύμπτυξή τους σε στενότερο μέτωπο, αλλά η επελθούσα τουρκική επίθεση του Αυγούστου ανέτρεψε τα σχέδιά του. Μάλιστα, κατά την διάρκεια της τουρκικής επίθεσης, καθηλώθηκε στην Σμύρνη και δεν μπόρεσε ουσιαστικά να ασκήσει την διοίκηση της Στρατιάς. Στις 24 Αυγούστου 1922, παρέδωσε την αρχιστρατηγία στον αντιστράτηγο Γεώργιο Πολυμενάκο.
Η ανάθεση στον Χατζανέστη της αρχηγίας της Στρατιάς προκάλεσε αντιδράσεις στους κόλπους των αξιωματικών. Ο αρχιστράτηγος αν και μορφωμένος αξιωματικός δεν είχε καμία πολεμική πείρα μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, σύμφωνα με τους επικριτές του. Ιδιόρρυθμος στην συμπεριφορά του και λάτρης της αυστηρής πειθαρχίας στα όρια της μονομανίας είχε ελάχιστες συμπάθειες στο στράτευμα και δεν συνέβαλε στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης του στρατού απέναντι στην ηγεσία του.
Μετά το κίνημα Πλαστήρα, συνελήφθη στις 14 Σεπτεμβρίου 1922 και οδηγήθηκε σε δίκη («Δίκη των Εξ»). Καταδικάσθηκε σε θάνατο στις 15 Νοεμβρίου 1922 και εκτελέστηκε αυθημερόν δια τυφεκισμού στο Γουδή.