Ο Μπαρτ Λάνκαστερ ήταν ένας από τους κορυφαίους ηθοποιούς που ανέδειξε ο αμερικάνικος κινηματογράφος. Στη διάρκεια της 40χρονης καριέρας του έπαιξε σε πoλλές και διαφορετικές μεταξύ τους ταινίες, από φιλμ νουάρ και γουέστερν ως κοινωνικά και πολιτικά δράματα. Στους ρόλους του ταυτίστηκε με τον σκληρό, αλλά ευαίσθητο άνδρα, ενώ το υποχθόνιο, σατανικό χαμόγελό του αποτέλεσε το «σήμα κατατεθέν» του. Η παθιασμένη ερωτική σκηνή της παραλίας με την Ντέμπορα Κερ στην ταινία «Όσο θα υπάρχουν άνθρωποι» (1953), αποτελεί σκηνή ανθολογίας του παγκόσμιου κινηματογράφου.
Ο Μπάρτον Στίβεν Λάνκαστερ γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 1913 στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης. Γιος ταχυδρόμου μεγάλωσε στους δρόμους του Χάρλεμ και από νωρίς ενδιαφέρθηκε για τον αθλητισμό. Στο Λύκειο ήταν ένα αστέρι του μπάσκετ και εξ αυτού του λόγου έγινε δεκτός στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης.
Σύντομα όμως τα παράτησε και στα μέσα της δεκαετίας του 1930, εντάχθηκε σε μια ομάδα ακροβατών, που περιόδευε στις ΗΠΑ. Η ενασχόλησή του αυτή θα τον βοηθήσει αργότερα να κάνει ο ίδιος τις επικίνδυνες σκηνές στα γυρίσματα των ταινιών του.
Κατά την διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου υπηρέτησε στην Ιταλία ψυχαγωγώντας τους μαχόμενους αμερικανούς στρατιώτες και μετά την αφυπηρέτησή του αποφάσισε να ασχοληθεί με την υποκριτική. Ένας θεατρικός παραγωγός του έδωσε ένα ρόλο στο έργο του Χάρι Μπράουν «Ο ήχος τού κυνηγιού» («A Sound of Hunting», 1945), που το ανέβασμά του δεν κράτησε πολύ. Ένα κυνηγός ταλέντων τον πήγε στο Χόλιγουντ, όπου έκανε ένα πολύ πετυχημένο ντεμπούτο στο φιλμ νουάρ του Ρόμπερτ Σιόντμακ «Οι δολοφόνοι» («The Killers»,1946), που βασιζόταν σε ένα διήγημα του Έρνεστ Χεμινγουέι.
Παρά τη φανερή ικανότητα του να ενσαρκώνει συναρπαστικούς ρόλους σε περιπετειώδεις ταινίες, όπως «Ο κόκκινος κουρσάρος» («The Crimson Pirate»,1952) σε σκηνοθεσία Ρόμπερτ Σιόντμακ, γρήγορα ανέδειξε την ευαίσθητη πλευρά του σε συγκλονιστικές ταινίες, όπως «Γύρνα πίσω μικρή μου Σίμπα» («Come Back, Little Sheba», 1952) του Ντάνιελ Μαν, «Όσο θα υπάρχουν άνθρωποι» («From Here to Eternity»,1953) σε σκηνοθεσία Φρεντ Τσίνεμαν, «Το στιγματισμένο ρόδο» («The Rose Tattoo», 1955) σε σκηνοθεσία Ντάνιελ Μαν, βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό του Τένεσι Γουίλιαμς και «Χωριστά τραπέζια» («Seperate Tables», 1958) του Ντέλμπερτ Μαν.
Ο ρόλος του Έλμερ Γκάντρι στην ταινία «Είμαστε διεφθαρμένοι;» («Elmer Gandry»), που σκηνοθέτησε ο Ρίτσαρντ Μπρουκς και βασιζόταν στην ομώνυμη νουβέλα του νομπελίστα Σινκλέρ Λιούις, του χάρισε το Όσκαρ ερμηνείας το 1960. Το 1962 κέρδισε το βραβείο ερμηνείας του Φεστιβάλ Βενετίας για την ταινία του Τζον Φρανκενχάιμερ «Ο βαρυποινίτης του Αλκατράζ» («Birdman of Alcatraz»), ενώ ήταν υποψήφιος για Όσκαρ. Την επόμενη χρονιά ενσάρκωσε ένα γηραιό ευγενή στην ταινία «Η Λεοπάρδαλις της Σικελίας, που σκηνοθέτησε ο σπουδαίος Λουκίνο Βισκόντι και βασιζόταν στο μυθιστόρημα του Τζουζέπε Τομάσι ντι Λαμπεντούζα «Ο Γατόπαρδος».
Άλλοι αξιοσημείωτοι ρόλοι του ήταν στις ταινίες: «Ο Δήμιος των Κολασμένων» («Brute Force» (1947), φιλμ νουάρ του Ζιλ Ντασέν, «Αίμα στον Πράσινο Βάλτο» («Gunfight at the O.K. Corral», 1957), κλασικό γουέστερν του Τζον Στάρτζες, «Οι Ασυγχώρητοι» (The Unforgiven», 1960) του Τζον Χιούστον, «Αναζητώντας το παρελθόν («The Swimmer», 1968) του Φρανκ Πέρι, «1900» του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι , «Το πέρασμα τής Κασσάνδρας» (1977) του ελληνοαμερικανού Τζορτζ Κοσμάτος, «Ατλάντικ Σίτι» (1981), του Λουί Μαλ και «To Ίνδαλμα της Πόλης» («Local Hero», 1983) του Μπιλ Φορσάιθ.
Ο Μπαρτ Λάνκαστερ υπήρξε ιδιαίτερα πολιτικοποιημένος και ανήκε στην αριστερή πτέρυγα του Δημοκρατικού Κόμματος. Αντιτάχθηκε στον Μακαρθισμό και τον Πόλεμο του Βιετνάμ και υπερασπίστηκε τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Το 1988 πήρε ενεργό μέρος στην προεκλογική καμπάνια του ελληνοαμερικανού Μάικλ Δουκάκη για την προεδρία των ΗΠΑ.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας που τελικά τον κατέβαλαν. Πέθανε στις 20 Οκτωβρίου 1994 στο Σέντσουρι Σίτι της Καλιφόρνιας σε ηλικία 80 ετών. Από τους τρεις γάμους που έκανε απέκτησε πέντε παιδιά.
Πηγή: sansimera.gr