Ένα από τα πλέον σημαντικά γεγονότα των τελευταίων ημερών αν όχι το σημαντικότερο είναι αναμφίβολα το μνημόνιο κατανόησης Memorandum of Understanding (MoU), που υπέγραψε η Τουρκία με την κυβέρνηση της Τρίπολης στη Λιβύη, με βάση το οποίο οι δύο χώρες συμφωνούν να συνεργαστούν για τον ‘’καθορισμό θαλάσσιων δικαιοδοσιών’’.
Γράφει ο Μιχάλης Στούκας,
Βέβαια όπως θα έχουν διαβάσει οι αναγνώστες του protothema.gr αυτή η ‘’συμφωνία’’ υπογράφτηκε από τον Ταγίπ Ερντογάν και τον Φαγιέζ Μουσταφά αλ-Σαράτζ, ο οποίος είναι πρωθυπουργός της ‘’Κυβέρνησης Εθνικής Συμφωνίας της Λιβύης’’ από τα τέλη του 2015. Ο Φαγιέζ αλ-Σαράτζ, γόνος πλούσιας οικογένειας τουρκικής καταγωγής, ο πατέρας του οποίου κατείχε διάφορα αξιώματα όταν την εξουσία στη Λιβύη είχε ο βασιλιάς Ιντρίς (από το 1951 ως το 1969), δεν ασκεί όμως εξουσία σε ολόκληρη τη Λιβύη, καθώς το ανατολικό τμήμα της χώρας ελέγχεται από τις δυνάμεις του στρατηγού Χαλίφα Χαφτάρ. Μάλιστα αξιωματούχος του Χαφτάρ έστειλε επιστολή στον εκπρόσωπο του ΟΗΕ στη Λιβύη με την οποία τονίζει ότι η όποια ‘’συμφωνία’’ μεταξύ Τουρκίας και Φαγιέζ αλ-Σαράτζ είναι άκυρη καθώς η κυβέρνησή του δεν αντιπροσωπεύει την ελεύθερη βούληση του λαού της Λιβύης καθώς το μεγαλύτερο μέρος της χώρας ελέγχεται από τις δυνάμεις του Χαφτάρ. Τον αντιισλαμιστή Χαφτάρ αναγνωρίζουν μέχρι σήμερα μόνο η Ρωσία, η Αίγυπτος, η Ιορδανία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Μήπως ήρθε η ώρα και η Ελλάδα να δείξει την εύνοιά της (τουλάχιστον) στον συγκεκριμένο Λίβυο ηγέτη;
Αν δούμε την ιστορία της σύγχρονης Λιβύης από το 1951, οπότε έγινε ανεξάρτητο κράτος, χωριζόταν σε τρεις περιοχές: την Τριπολίτιδα, τη Φεζάν και την Κυρηναϊκή. Άλλωστε η χώρα ήταν Ομοσπονδιακό Βασίλειο όταν ανεξαρτητοποιήθηκε και αν δεν ανακαλύπτονταν τα μεγάλα κοιτάσματα πετρελαίου μεταξύ 1957-1959 το μέλλον της ήταν αβέβαιο καθώς ήταν μία από τις φτωχότερες χώρες της Αφρικής.
Θα δούμε εκτενέστερα την ιστορία της Λιβύης από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Θα εστιάσουμε στην Κυρηναϊκή, το ανατολικό τμήμα της Λιβύης, που βρίσκεται Ν-ΝΔ της Κρήτης και στο οποίο υπήρχε εντονότατη ελληνική παρουσία από τον 7ο π.Χ. αιώνα ως περίπου τα μέσα του 7ου μ.Χ. αιώνα οπότε η περιοχή καταλήφθηκε από τους Άραβες.
Η Λιβύη στην αρχαιότητα- Ο αποικισμός της Κυρηναϊκής από Έλληνες
Οι τρεις περιοχές που απαρτίζουν σήμερα τη Λιβύη δεν αποτελούσαν στην αρχαιότητα πολιτική ενότητα. Από την 8η π.Χ. χιλιετία αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν ότι η Λιβύη κατοικούνταν από νεολιθικές φυλές που ασχολούνταν με την καλλιέργεια της γης και την εκτροφή βοοειδών.
Πρώτοι οι Φοίνικες ίδρυσαν αποικίες, εμπορικούς σταθμούς για την ακρίβεια, στην ακτή της Τριπολίτιδας. Η μεγαλύτερη από αυτές, η Καρχηδόνα σταδιακά επέκτεινε την κυριαρχία της σχεδόν σε ολόκληρη τη Βόρεια Αφρική, όπου ανέπτυξε ξεχωριστό πολιτισμό.
Τον 7ο π.Χ. αιώνα η περιοχή ανατολικά του Κόλπου της Σύρτης αποικίστηκε από Έλληνες. Ο Ηρόδοτος της ονομάζει Κυρηναίων χώραν και ο Στράβωνας Κυρηναία. Σύμφωνα με την παράδοση άποικοι από τη Σαντορίνη (!) επικεφαλής των οποίων ήταν ο Αριστοτέλης που αργότερα έγινε γνωστός ως Βάττος, έλαβαν χρησμό από το Μαντείο των Δελφών να εγκατασταθούν στη Βόρεια Αφρική στον ‘’τόπο ανάμεσα στα νερά’’. Έτσι το 631 π.Χ. ιδρύθηκε η πρώτη ελληνική αποικία στη Β. Αφρική, η Κυρήνη. Χτίστηκε σε ένα ψηλό οροπέδιο που έβλεπε προς τη θάλασσα και καταλάμβανε μεγάλη έκταση. Προμηθευόταν νερό από την Πηγή του Απόλλωνος καθώς και από άλλες πηγές που ανάβλυζαν νερό μέσα από τα βράχια. Σύμφωνα με τον Καλλίμαχο η πόλη ονομάστηκε Κυρήνη από το όνομα της κρήνης του Απόλλωνα που βρισκόταν κοντά της. Υπάρχει όμως και η εκδοχή ότι η ονομασία της οφείλεται στη νύμφη Κυρήνη, την οποία ερωτεύτηκε ο Απόλλωνας, την απήγαγε και από τα δάση του Πηλίου την οδήγησε στη Β. Αφρική. Μέσα σε διάστημα διακοσίων περίπου χρόνων ιδρύθηκαν άλλες τέσσερις σημαντικές πόλεις από τους Έλληνες στην Κυρηναϊκή: η Ταύχειρα (μετέπειτα Αρσινόη, σήμερα Τόκρα) που ιδρύθηκε το 625 π.Χ., η Απολλωνία, το λιμάνι της Κυρήνης, οι Ευεσπερίδες (αργότερα Βερενίκη, η σημερινή Βεγγάζη και η Βάρκη (σήμερα Al Marj). Η περιοχή της Κυρηναϊκής όπου βρίσκονταν οι ελληνικές αποικίες ήταν γνωστή ως ‘’Πεντάπολις’’. Σημαντικότερη απ’ όλες τις πόλεις ήταν η Κυρήνη. Έφτασε σε μεγάλη ευημερία λόγω του κέντρου εμπορίου με τους Λίβυους ιθαγενείς και λόγω της εξαγωγής του σίλφιου, ενός φυτού με φαρμακευτικές ιδιότητες που φύτρωνε άφθονο σ’ εκείνη την περιοχή.
Το σίλφιο που ήρθε πάλι στην επιφάνεια κυρίως μέσα από το διαδίκτυο ,είχε εκλείψει λόγω της μεγάλης χρήσης του από τα ρωμαϊκά χρόνια. Μεταξύ 630 π.Χ. και 440 π.Χ. οχτώ βασιλιάδες της Κυρήνης έφεραν εναλλάξ τα ονόματα του ιδρυτή της αποικίας Βάττου και του Αρκεσίλα. Η Κυρήνη ήταν γενέτειρα του φιλόσοφου Αρίστιππου (μαθητή του Σωκράτη), ο οποίος ίδρυσε την Κυρηναϊκή (Φιλοσοφική) Σχολή, του Καρνεάδη, ιδρυτή της τρίτης ή της λεγόμενης νέας Ακαδημίας της αρχαίας Αθήνας, του ποιητή Καλλίμαχου, του μεγάλου μαθηματικού, αστρονόμου και φιλόσοφου Ερατοσθένη και του ρήτορα και επισκόπου της Κυρηναϊκής Πεντάπολης Συνέσιου.
Κατά την βασιλεία του Βάττου Δ’ του Καλού (περ. 515-470 π.Χ.) οι πόλεις της Κυρηναϊκής ενώθηκαν υπό την ηγεσία του βασιλιά της Κυρήνης με εξαίρεση τη Βάρκη που φαίνεται ότι διατήρησε αρχικά τουλάχιστον την αυτονομία της.
Ο Αρκεσίλαος Δ’ (περ. 470-440 π.Χ.) προσκάλεσε νέους εποίκους από την Ελλάδα. Πραγματικά οι νέοι έποικοι ενίσχυσαν σημαντικά το ελληνικό στοιχείο στην απομονωμένη αυτή περιοχή της Μεσογείου. Μάλιστα το 454 π.Χ. έφτασαν στην Κυρήνη οι Αθηναίοι που είχαν διασωθεί από την ατυχή εκστρατεία στην Αίγυπτο. Σταδιακά οι σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και ιθαγενών επιδεινώθηκαν. Το 413 π.Χ. οι Ευεσπερίδες πολιορκήθηκαν από Λίβυους και σώθηκαν όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης, χάρη στην τυχαία παρουσία εκεί μοίρας του σπαρτιατικού στόλου που ενισχύθηκε από δύο κυρηναϊκά πλοία.
Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) η Κυρηναϊκή περιήλθε στην επιρροή του ελληνιστικού βασιλείου της Αιγύπτου. Ο Πτολεμαίος ο Απίωνας που πέθανε χωρίς απογόνους το 96 π.Χ. κληροδότησε την Κυρηναϊκή στους Ρωμαίους, οι οποίοι ανακήρυξαν τις πόλεις τους και την πολιτική τους γη ελεύθερες.
Ωστόσο, οι οξύτατες εσωτερικές κρίσεις που συγκλόνισαν τα επόμενα χρόνια τις πόλεις της Κυρηναϊκής, η δράση των πειρατών της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά και οι μεγάλες οικονομικές ανάγκες της Ρώμης που είχε πλέον “ανοιχτεί” σε πολλά πολεμικά μέτωπα, οδήγησαν τη Σύγκλητο, το 75 π.Χ. να κηρύξει επίσημα την Κυρηναϊκή, ρωμαϊκή επαρχία.
Το 27 π.Χ., με τον διακανονισμό του Οκταβιανού Αύγουστου η Κυρηναϊκή ενώθηκε διοικητικά με την Κρήτη, μαζί με την οποία αποτέλεσε ενιαία συγκλητική (δημόσια) επαρχία, με πρωτεύουσα τη Γόρτυνα της Κρήτης.
Στις αρχές του 2ου μ.Χ. αιώνα, η Ιουδαϊκή Επανάσταση (115-117), προκάλεσε εκτός από τις μεγάλες καταστροφές δημογραφική και οικονομική κρίση στην Κυρηναϊκή και στάλθηκαν εκεί 3.000 παλαίμαχοι Ρωμαίοι στρατιώτες για να ενισχυθεί ο πληθυσμός της. Μεγάλο ενδιαφέρον για την Κυρηναϊκή έδειξε ο αυτοκράτορας Αδριανός (117-138), ο οποίος ίδρυσε και μία νέα πόλη, την Αδριανούπολη ή Αδριανή, μεταξύ Βερενίκης και Αρσινόης.
Από τις άλλες πολίχνες και κωμοπόλεις που αναφέρουν οι αρχαίες πηγές, φαίνεται ότι μόνο η Δάρνη απέκτησε οργάνωση πόλης κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους. Επιγραφικές μαρτυρίες από τον 2ο μ.Χ. αιώνα, μαρτυρούν ότι η Κυρηναϊκή Πεντάπολις, έγινε “Εξάπολις” με την προσθήκη της Αδριανούπολης. Κέντρο και της Εξάπολης ήταν η Κυρήνη.
Οι ελληνικές πόλεις της Κυρηναϊκής, βρίσκονταν στο μοναδικό κατοικήσιμο και καλλιεργήσιμο τμήμα της βορειοαφρικανικής ακτής, ανάμεσα στο Δέλτα του Νείλου και την Καρχηδόνα, το οποίο περιβάλλεται από τα ανατολικά, τα νότια και τα δυτικά, από μεγάλες ερήμους.
Μάλιστα, η ελληνική παρουσία επεκτάθηκε ανατολικότερα, ως τον Καταβαθμό της Μαρμαρικής, καθώς πάπυρος του τέλους του 2ου μ.Χ. αιώνα που σώζει τα ονόματα ιδιοκτητών γης, πιστοποιεί ότι υπήρχε συντριπτική πληθυσμιακή υπεροχή Ελλήνων και ιθαγενών έναντι των Ρωμαίων.
Κυριότερη διέξοδος, ήταν οι θαλάσσιες επικοινωνίες.
Τα πλησιέστερα προς την Κυρηναϊκή λιμάνια, δεν βρίσκονταν στην Αφρική, αλλά στην Ελλάδα. Η Κρήτη, απέχει απ’ αυτή περίπου 300 χιλιόμετρα, η Πελοπόννησος (Γύθειο), 450 χιλιόμετρα και η Αττική (Πειραιάς), 600 χιλιόμετρα, η Αλεξάνδρεια 800 και η Ναύκρατις 900.
Ιδιαίτερη σημασία είχε για τους κατοίκους της κυρηναϊκής, η αγροτική δραστηριότητα. Το έδαφος ήταν εύφορο, δάση υπήρχαν πολλά, εκείνη την εποχή καθώς και βοσκοτόπια για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας.
Πάντως στα χρόνια του Διοκλητιανού (284-305), ταυτόχρονα με την Αίγυπτο αναδιοργανώθηκε και η διοίκηση της Κυρηναϊκής που αποσπάστηκε από την Κρήτη και αποτέλεσε επαρχία της “διοικήσεως της Ανατολής” με την ονομασία Άνω Λιβύη (Libya Superior) ή Πεντάπολις. Η έδρα του “ηγεμόνος” (praeses), μεταφέρθηκε στην Πτολεμαΐδα, η θέση της οποίας προσφερόταν καλύτερα για την εγκατάσταση των διοικητικών αρχών. Κάτω Λιβύη ή Ξηρά, ονομάστηκε η Μαρμαρική, που μαζί με τμήματα της Δυτικής Αιγύπτου αποτέλεσε χωριστή επαρχία, αλλά με κοινό με την Άνω Λιβύη στρατιωτικό διοικητή (dux Libyarum). Μετά τη διαίρεση της αυτοκρατορίας, η Κυρηναϊκή πέρασε στο Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος.
Από το 325 και μετά, αποτελούσε εκκλησιαστική επαρχία του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας.
Ο Συνέσιος – Η κατάκτηση της Κυρηναϊκής απ’ τους Άραβες
Στην Κυρήνη, γεννήθηκε ο σπουδαίος φιλόσοφος και Επίσκοπος της Κυρηναϊκής Πεντάπολης, Συνέσιος (περ. 370-414). Ήταν μαθητής και θαυμαστής της Υπατίας. Καταγόταν από παλιά δωρική οικογένεια και σπούδασε στην Αθήνα και βέβαια στην Αλεξάνδρεια, κοντά στην Υπατία. Αν και προσχώρησε στον Χριστιανισμό, έμεινε βαθιά επηρεασμένος από το αρχαίο ελληνικό πνεύμα. Έχοντας ειλικρινή αγάπη για την αυτοκρατορία και την πατρίδα του αγωνίστηκε για να αποτρέψει τους κινδύνους και να βελτιώσει τη ζωή των συμπατριωτών του. Το 399, ως απεσταλμένος της Κυρήνης, πήγε στην Κωνσταντινούπολη όπου έμεινε για τρία χρόνια. Εκεί είδε από κοντά τη διείσδυση των Γερμανών στον στρατό και τη διοίκηση και τις σοβαρές της συνέπειες. Περίφημη είναι η ομιλία του “Περί Βασιλείας”, ένα αντιγερμανικό μανιφέστο. Παράλληλα, συμβούλευε τον αυτοκράτορα Αρκάδιο (395-408), να απαλλαγεί από τις βλαβερές επιρροές της Αυλής και από το “βάρβαρο γερμανικό στοιχείο”. Το 410, έγινε επίσκοπος Κυρήνης, αναλαμβάνοντας δράση εναντίον των Αφρικανών, οι οποίοι με τις συνεχείς επιδρομές τους αφάνιζαν τον ελληνισμό της Κυρήνας.
Η δραστηριότητα του Μανιχαϊσμού και του Δονατισμού,προκάλεσαν σοβαρά προβλήματα στην Εκκλησία,ενώ οι επιδρομές των οπαδών του Αρειανισμού Βανδάλων,έπληξαν σοβαρά τη Λιβύη στα τέλη του 5ου και τις αρχές του 6ου αιώνα.
Τον 7ο αιώνα η Κυρηναϊκή και η Αίγυπτος, έγιναν υποτελείς των Αράβων, μετά από δύο επιδρομές των Αράβων το 642 και το 643. Η τελευταία κτήση του Βυζαντίου στην Αφρική που έπεσε στα χέρια των Αράβων, ήταν το Σέπτον (Septem), η σημερινή Θέουτα, ισπανική πόλη στο Μαρόκο (709). Αυτό αναφέρει ο μεγάλος βυζαντινολόγος Δ.Α. Ζακυθηνός στο έργο του “ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ 324-1071″, στο οποίο τονίζει επίσης ότι η κατάληψη της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου (642), από τους Άραβες, σήμανε το οριστικό τέλος του αρχαίου κόσμου.
ΙΤΑΛΟΤΟΥΡΚΙΚΟΣ_ΠΟΛΕΜΟΣ_1911-1912
Μεσαιωνικοί και νεότεροι χρόνοι
Το όνομα της Λιβύης, προέρχεται από τον αιγυπτιακό όρο Λεμπού, που αναφέρεται στους Βερβερίνους που ζούσαν δυτικά του Νείλου. Στα ελληνικά, έγινε Λιβύη, αν και στην αρχαία Ελλάδα ο όρος “Λιβύη”, είχε ευρύτερη σημασία, υπονοώντας ολόκληρη της Βόρειο Αφρική δυτικά της Αιγύπτου, συχνά δε και ολόκληρη την Αφρική.
Μετά την αραβική κατάκτηση, η Κυρηναϊκή εξισλαμίστηκε από νομαδικά φύλα που προέρχονταν από την Άνω Αίγυπτο (11ος αι.) ενώ η Τριπολίτιδα έγινε υποτελής της Τύνιδας. Το 1551, η Τρίπολη έπεσε στα χέρια των Οθωμανών και η κρατική πειρατεία αναπτύχθηκε με την ενθάρρυνση του Τούρκου ναυάρχου Ντραγκούτ.
Σχεδόν για τρεις αιώνες εξασφάλιζε στη χώρα το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων της και υποβοήθησε την ανάδειξη της δυναστείας των Καραμανλήδων (Qaramanli, 1711-1835), οι οποίοι περιορίστηκαν στο να πληρώνουν ετήσιο φόρο υποτέλειας στον σουλτάνο. Το 1835, οι Οθωμανοί επέβαλαν την κυριαρχία τους στις λιβυκές επαρχίες, με εξαίρεση ένα τμήμα της Κυρηναϊκής όπου εγκαταστάθηκε η αδελφότητα Σενούσι. Η επιρροή των Σενούσι όμως σε ολόκληρη τη Λιβύη, ήταν μεγάλη. Το 1911 η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην οθωμανική αυτοκρατορία και κατέλαβε τη Λιβύη, συνάντησε όμως σθεναρή αντίσταση από τις αραβικές φυλές, κυρίως από τους Σενούσι, οι οποίοι ηττήθηκαν τελικά το 1931. Το 1934, η Ιταλία υιοθέτησε την ονομασία Λιβύη για την αποικία.
Με την είσοδο της Ιταλίας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η περιοχή της Λιβύης έγινε θέατρο σφοδρών πολεμικών συγκρούσεων. Από το 1943 ως το 1951, το Φεζάν το ΝΔ τμήμα της Λιβύης πέρασε σε γαλλική διοίκηση, ενώ η Τριπολίτιδα και η Κυρηναϊκή, σε βρετανική.
Στις 21 Νοεμβρίου 1949, η Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. αποφάσισε την πλήρη ανεξαρτησία της Λιβύης μέχρι το 1952.
Η Λιβύη ανεξάρτητο κράτος
Στις 24 Δεκεμβρίου 1951, η Λιβύη κηρύχθηκε ανεξάρτητο ομοσπονδιακό βασίλειο, αποτελούμενο από την Φεζάν, την Τριπολίτιδα και την Κυρηναϊκή και βασιλιά, όπως αναφέραμε, τον Μοχάμεντ Ιντρίς αλ-Σενούσι. Στη Μ. Βρετανία, παραχωρήθηκαν υπό εκμίσθωση πολλές βάσεις στρατηγικής σημασίας, αεροδρόμια και το δικαίωμα να διατηρεί στρατεύματα στη χώρα (1953). Οι Η.Π.Α. εγκατέστησαν κοντά στην Τρίπολη τη βάση Wheelus Field. Το 1963, με μια συνταγματική μεταρρύθμιση, η Λιβύη έγινε ενοποιημένο κράτος. Τα επόμενα χρόνια, υπογράφτηκαν συμφωνίες με Μ. Βρετανία και Η.Π.Α., για αποχώρηση των στρατευμάτων και εγκατάλειψη της βάσης Wheelus Field.
Ο Βασιλιάς Ιντρίς, ανατράπηκε από αναίμακτη επανάσταση (την 1η Σεπτεμβρίου 1969), νεαρών εθνικιστικών αξιωματικών, με επικεφαλής τον, τότε, Υπολοχαγό Μουαμάρ Καντάφι οι οποίοι ανακήρυξαν τη Λιβυκή Αραβική Δημοκρατία. Σταδιακά, ο Συνταγματάρχης, πλέον, Καντάφι, έγινε απόλυτος κυρίαρχος της χώρας η οποία το 1977 ονομάστηκε Σοσιαλιστική Λαϊκή Λιβυκή Αραβική Τζαμαχιρία (=δημοκρατία των μαζών, του λαού). Με τον Καντάφι ως ηγέτη, η Λιβύη διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις στον αραβικό κόσμο. Προσπάθησε να ενώσει σε ομοσπονδία τη χώρα του με την Αίγυπτο και τη Συρία, κάτι που έγινε με τη βραχύβια Ομοσπονδία του 1972. Στη συνέχεια, επιχείρησε, ανεπιτυχώς, να ενώσει τη Λιβύη με την Αίγυπτο, τη Συρία, την Τυνησία και το Τσαντ. Με το τελευταίο, η Λιβύη ήρθε σε σύγκρουση για την αμφισβητούμενη περιοχή του Αούζου, από το 1973, την οποία κατέλαβε το 1975.
Έπειτα από μια σειρά συγκρούσεων τη δεκαετία του ‘80 μεταξύ των δύο χωρών, το 1987 το Τσαντ συνέτριψε τις λιβυκές δυνάμεις που έχασαν 7.500 άνδρες (έναντι 18 του Τσαντ!) .Μετά τη λήξη του πολέμου, το Διεθνές Δικαστήριο απέδωσε το Αούζου στο Τσαντ, το οποίο στον πόλεμο με τη Λιβύη, είχε την υποστήριξη της Γαλλίας.
Είναι γνωστή και η περίφημη συνάντησης της Ελούντας στις 15 Νοεμβρίου 1984 Μιτεράν – Καντάφι, με τη μεσολάβηση του Ανδρέα Παπανδρέου, που αιφνιδίασε τους πάντες…
Στις 27 Φεβρουαρίου 2011, ξέσπασαν πολιτικές ταραχές στη Λιβύη εναντίον της κυβέρνησης Καντάφι. Τελικά, όπως είναι γνωστό, ο Καντάφι ανατράπηκε και στις 20 Οκτωβρίου 2011, σκοτώθηκε καθώς πήγαινε στη γενέτειρά του, στη Σύρτη.
Η κατάσταση σήμερα
Μετά την πτώση του καθεστώτος Καντάφι, υπήρξαν διάφορες στρατιωτικές ομάδες που προσπάθησαν να καταλάβουν την εξουσία στη χώρα. Όπως αναφέραμε και στην αρχή του άρθρου, υπάρχει η “κυβέρνηση” της Τρίπολης, υπό τον τουρκικής καταγωγής (δείτε σχετικά στη WIKIPEDIA) Φαγιέζ αλ Σάρατζ, που υπέγραψε το MoU με την Τουρκία και η “κυβέρνηση” της Βεγγάζης, υπό τον Στρατηγό Χαφτάρ. Για τη Λιβύη, την ΑΟΖ με την Ελλάδα και άλλα σχετικά θέματα, είχαμε γράψει εκτενές άρθρο στο protothema.gr στις 5/5/2019 με τίτλο “Η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (Α.Ο.Ζ.) και το Καστελλόριζο”. Η οριοθέτηση ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Λιβύης, είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη, όπως θα δείτε στο άρθρο αυτό. Αρκεί να σκεφτούμε, ότι στη χάραξή της παίζουν ρόλο ακόμα και οι Στροφάδες, δύο πανέμορφα νησιά, η Άρπυια και το Σταμφάνι 27 ν.μ. νότια της Ζακύνθου!
Δεν έχουμε κάποιο αξίωμα και δεν είμαστε ειδικοί για να γράψουμε τι πρέπει και τι μπορεί να γίνει τώρα. Χρειάζονται πολύ προσεκτικές και μελετημένες κινήσεις. Η χώρα μας κατά την άποψή μας, πρέπει να προσεγγίσει τον Στρατηγό Χαφτάρ, που δείχνει ότι έχει φιλελληνικά αισθήματα και είναι, σίγουρα, πολέμιος της Τουρκίας. Ποιο θα είναι το μέλλον της Λιβύης όμως; Μήπως διασπαστεί σε Ανατολική και Δυτική Λιβύη; Ποια είναι τα σχέδια των μεγάλων δυνάμεων για την τρίτη πλουσιότερη χώρα της Αφρικής (μετά τις Σεϋχέλλες και τη Νότιο Αφρική), η οποία χωρίς το πετρέλαιο που ανακαλύφθηκε εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ‘50, αν υπήρχε, θα ήταν ένα από τα φτωχότερα κράτη του κόσμου…
Πηγές: Ενδεικτικά αναφέρουμε την “ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ” της ΕΚΔΟΤΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ, τόμοι Β,Γ1,Ε και ΣΤ και το ΛΕΞΙΚΟ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, του Γιάννη Λάμψα, τόμος Γ.
protothema.gr