Back to top

Καρυωτάκης-Πολυδούρη: Ένας έρωτας με δραματικό τέλος..

21/07/2021 - 19:00

Ο Κώστας Καρυωτάκης και η Μαρία Πολυδούρη ήταν δύο ποιητές της γενιάς του 1920, που ερωτεύθηκαν και αγαπήθηκαν πολύ, αλλά δεν κατάφεραν να βρουν την ευτυχία μέσα από τον έρωτά τους. Βρήκαν και οι δύο τραγικό θάνατο σε νεαρή ηλικία. Γνωρίστηκαν τον Δεκέμβριο του 1921 στη Νομαρχία Αθηνών, όπου εργάζονταν ως δημόσιοι υπάλληλοι. Ανάμεσά τους αναπτύχθηκε ένα έντονο ερωτικό συναίσθημα.

Δέν τραγουδῶ, παρά γιατί μ’ ἀγάπησες
στά περασμένα χρόνια.
Καί σέ ἥλιο, σέ καλοκαιριοῦ προμάντεμα
καί σέ βροχή, σέ χιόνια,
δέν τραγουδῶ παρά γιατί μ’ ἀγάπησες.

Μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου
μιά νύχτα καί μέ φίλησες στό στόμα,
μόνο γι’ αὐτό εἶμαι ὡραία σάν κρίνο ὁλάνοιχτο
κι ἔχω ἕνα ρῖγος στήν ψυχή μου ἀκόμα,
μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου.

Μόνο γιατί τά μάτια σου μέ κύτταξαν
μέ τήν ψυχή στό βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα τό ὑπέρτατο
τῆς ὕπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τά μάτια σου μέ κύτταξαν.

Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες γεννήθηκα
γι’ αὐτό ἡ ζωή μου ἐδόθη
στήν ἄχαρη ζωή τήν ἀνεκπλήρωτη
μένα ἡ ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα γιατί τόσο ὡραῖα μ’ ἀγάπησες
ἔζησα, νά πληθαίνω
τά ὀνείρατά σου, ὡραῖε, πού βασίλεψες
κι ἔτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ὡραῖα μ’ ἀγάπησες.

Ο Κώστας Καρυωτάκης, γεννημένος στις 11 Νοεμβρίου 1896 στην Τρίπολη Αρκαδίας, έμελλε να φοιτήσει στη Νομική Αθηνών, να εργαστεί ως σώμα σε διάφορες Νομαρχίες ανά την Ελλάδα, αλλά σαν πνεύμα στράφηκε στην ποίηση. Εκφράστηκε με δεδομένο ότι η πραγματική μοναξιά δεν έγκειται απαραίτητα στο να είσαι μονάχος. Εκφράστηκε με στόχο να επουλώσει τα προσωπικά του τραύματα από μάχες που δείλιασε να δώσει. Η σύφιλη ταλάνισε το ”είναι” του. Πλάι στη Μαρία έζησε έναν φλογερό έρωτα υπό όρους. Μια αρμαθιά χάδια, κάποιες αγκαλιές κι αργόσυρτα φιλιά στο λαιμό της, ήταν όσα έδωσαν παροδικό χρώμα στην ύπαρξή του. Η πνευματική τους ένωση ήταν σαφώς ανώτερη της σαρκικής, όμως ο Καρυωτάκης πλήγωσε τη γυναίκα που τού έδειχνε το φεγγάρι μαλώνοντάς τον κάθε φορά που το βλέμμα του επικεντρωνόταν απλώς στο δάχτυλό της. Ο δημιουργός των ποιητικών συλλογών «Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων» (1919), «Νηπενθή» (1921) και «Ελεγεία και Σάτιρες» (1927), ένας εκ των σπουδαιότερων εκφραστών του σύγχρονου λυρισμού, μακριά από την αγάπη του, και από το φως, μακριά από την Αθήνα, στις 21 Ιουλίου 1928, μετατράπηκε στον Ιδανικό Αυτόχειρα: δεν βρήκε ποτέ το κουράγιο να αντιπαλέψει το χρόνο, αλλά αυτό δε σημαίνει πως φοβήθηκε την αιωνιότητα. Πρωταγωνιστής ενός από τα πιο δημοφιλή ποιήματά του, ήπιε τη βυσσινάδα του σε ένα παραδοσιακό καφενείο της Πρέβεζας, κι όταν η ώρα έδειξε τέσσερις και μισή και ο ήλιος άρχισε να καίει το απομεσήμερο, κίνησε κάτω από έναν απομακρυσμένο ευκάλυπτο κι έθεσε τέρμα στη ζωή του με μια σφαίρα στην καρδιά.

Η Μαρία Πολυδούρη, γεννημένη την πρωταπριλιά του 1902 στην Καλαμάτα, το ‘θελε πολύ να της πουν πως δεν ίσχυε η είδηση της αυτοκτονίας του αγαπημένου της. Η φεμινίστρια, της οποίας το έργο προσανατολίστηκε κυρίως στον ανικανοποίητο έρωτα και το μαύρο σεντόνι του θανάτου, το ατίθασο κορίτσι που συνάντησε τον Καρυωτάκη στα 20 της και κατέστρεψε τη ζωή της περιμένοντας μάταια την επάνοδό του, δάγκωσε τα χείλη της όταν έμαθε για την κατάληξή του. Τόσο που τα μάτωσε. Τίποτα δεν έμενε στη δύστυχη Μαρία που τα είχε χάσει όλα από καιρό: τη δουλειά της στο δημόσιο μετά από αλλεπάλληλες απουσίες και την ικμάδα της όψης από την φυματίωση. Νοσηλευόταν στο Νοσοκομείο Σωτηρία όταν την πληροφόρησαν πως εκείνος είχε βασιλέψει. Καθόταν οκλαδόν στο κρεβάτι της και κρατούσε στα χέρια της στο σημειωματάριό της.

Ο έρωτάς τους

Η σκέψη και η ποίηση του Καρυωτάκη γοήτευσε τη νεαρή ποιήτρια, ενώ εκείνος από την πλευρά του, ερωτεύτηκε την όμορφη κοπέλα με τα μαύρα μάτια και το εντυπωσιακό κορμί. Η σχέση που αναπτύχθηκε μεταξύ τους ήταν πολύ έντονη, αλλά ποτέ δεν ολοκληρώθηκε. Ο συνεσταλμένος νέος δεν μπορούσε να δεχτεί τον «προκλητικό» χαρακτήρα της αγαπημένης του. Η μποέμικη ζωή της Πολυδούρη κινδύνευε να στιγματίσει τον ποιητή στα μάτια του κόσμου. Η απελευθερωμένη κοπέλα, έφτασε σε σημείο να κάνει ακόμα και πρόταση γάμου στον Καρυωτάκη, πράγμα αδιανόητο για τα ήθη της τότε κοινωνίας. Ο Καρυώτακης, αν και όπως φάνηκε από ποιήματά του, που είδαν αργότερα το φως της δημοσιότητας, αγαπούσε την Πολυδούρη, αρνήθηκε τον έρωτά της. Αρχικά χρησιμοποίησε σαν πρόσχημα την καχεκτική του εμφάνιση και όταν δέχτηκε την επίσημη πρόταση από την αγαπημένη του, δεν τόλμησε να την παντρευτεί, γιατί όπως της είπε, έπασχε από αφροδίσιο νόσημα. Η Πολυδούρη δεν τον πίστεψε και θεώρησε ότι ήταν μια δικαιολογία για να χωρίσουν.

Το ποίημα του «Ωχρά Σπειροχαίτη» (το όνομα του μικροβίου που προκαλεί τη σύφιλη), είναι σύμφωνα με τους μελετητές του έργου του, η απόδειξη ότι ο ποιητής έπασχε από την ασθένεια. Παρά την αρνητική του απάντηση, ο Καρυωτάκης πρότεινε στην Πολυδούρη να συνεχίσουν τη φιλία τους. Εκείνη δέχτηκε, αλλά οι συναντήσεις τους μετά τον χωρισμό άρχισαν να αραιώνουν. Εκείνη πληγώθηκε πολύ και ένιωσε προδομένη και ταπεινωμένη. Στη διάρκεια του 1924 μπαίνει στη ζωή της ο δικηγόρος Αριστοτέλης Γεωργίου, άρτι αφιχθείς εκ Παρισίων. Είναι νεαρός, ωραίος και πλούσιος. Θα τον αρραβωνιαστεί στις αρχές του 1925, αν και στην καρδιά της σιγοκαίει ο έρωτάς της για τον Καρυωτάκη. Παρά την αφοσίωση του αρραβωνιαστικού της, η Μαρία Πολυδούρη δείχνει να μην μπορεί να συγκεντρωθεί σοβαρά σε καμιά δραστηριότητα. Χάνει τη δουλειά της στο Δημόσιο από τις αλλεπάλληλες απουσίες της κι εγκαταλείπει τη Νομική. Φοιτά στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, προλαβαίνει μάλιστα να εμφανισθεί ως ηθοποιός σε μία παράσταση. Ο Καρυωτάκης θα πρέπει να πληγώθηκε βαθιά από την “απιστία” της, δηλαδή τον αρραβώνα της με τον Αριστοτέλη Γεωργίου, έστω και αν εκείνος ουσιαστικά την έσπρωξε σε αυτή την επιλογή. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το γεγονός ότι, μετά τον οριστικό τους χωρισμό, ο Καρυωτάκης δεν ξαναγράφει κανένα ερωτικό ποίημα.

Το καλοκαίρι του 1926 η Πολυδούρη διέλυσε τον αρραβώνα της και  έφυγε για το Παρίσι, όπου συνέχισε την αντισυμβατική ζωή. Γυρνούσε στο σπίτι τα ξημερώματα και συναναστρεφόταν με αντρικές παρέες. Ένα βράδυ τη βρήκαν πεσμένη σε ένα σοκάκι του Παρισιού. Διαγνώστηκε με φυματίωση και λίγο αργότερα μεταφέρθηκε στην Ελλάδα, στο τότε σανατόριο Σωτηρία. Τον Ιούλιο του 1928, η Πολυδούρη πληροφορήθηκε ένα τραγικό γεγονός. Ο αγαπημένος της Κώστας Καρυωτάκης είχε αυτοκτονήσει. Ο ποιητής είχε μετατεθεί στην Πρέβεζα, αλλά δεν είχε καταφέρει να βρει τη γαλήνη. Ο Καρυωτάκης αυτοκτόνησε με πιστόλι σε μια παραλία του Αμβρακικού, αφήνοντας μόνο ένα σημείωμα. Στην τελευταία του εξομολόγηση ανέφερε ότι πριν δοκιμάσει το πιστόλι, είχε προσπαθήσει να αυτοκτονήσει στη θάλασσα, αλλά δεν τα κατάφερε, γιατί ήξερε καλό κολύμπι. Αν είχε παντρευτεί την αγαπημένη του, ίσως εκείνη κατάφερνε να διώξει το «κοράκι», αλλά αυτό δεν είναι παρά μια υπόθεση εργασίας. Όταν η Πολυδούρη έμαθε πως ο Καρυωτάκης αυτοκτόνησε, κλονίσθηκε και η ήδη άσχημη κατάσταση της υγείας της, επιδεινώθηκε. Η άλλοτε δυναμική γυναίκα κατέρρευσε. Ο χρόνος και για εκείνη μέτραγε πια αντίστροφα. Στις 29 Απριλίου του 1930 έφυγε από τη ζωή, με ενέσεις μορφίνης, που της προμήθευσε στο «Σωτηρία» ένας φίλος της. Οι δυο νέοι άφησαν την τελευταία τους πνοή σε μικρή ηλικία. Η κλονισμένη τους υγεία θεωρήθηκε αποτέλεσμα του ανεκπλήρωτου έρωτά τους, κάτι που δεν αποδείχτηκε ποτέ. Μένουν μόνο τα ποιήματά τους, για να θυμίζουν τη μεγάλη τους αγάπη.