Το έργο του
Όπως ακριβώς και ο Ξενοφάνης, ο Ηράκλειτος ξεκινά από την παρατήρηση του κόσμου, τον οποίο θεωρεί και αυτός ως ενιαίο όλο που ούτε γεννήθηκε ούτε θα χαθεί ποτέ. Η ουσία του κόσμου είναι γι’ αυτόν μια νοητική αρχή, ο Λόγος, και ο καθολικός κοσμικός νόμος η αδιάκοπη αλλαγή, σε πείσμα της ακινησίας του όντος των Ελεατών.
Ταυτοχρόνως, είναι ακραία ορθολογιστής («κακοί μάρτυρες ανθρώποισιν οφθαλμοί και ώτα») και η λογική στον Ηράκλειτο απομακρύνεται άρδην από μεταφυσικές ιδέες και ιδεαλιστικές αντιλήψεις. Όλα στον κόσμο γίνονται λογικά, σύμφωνα με έναν αυστηρό νόμο συμπαντικής αλλαγής, άσχετα αν δεν το αισθάνονται οι άνθρωποι. Ο Λόγος είναι λοιπόν ο κοσμικός νόμος και το ανθρώπινο λογικό είναι ένα κομμάτι του, μια συνέπεια του κοσμικού Λόγου. Οι άνθρωποι γίνονται λογικοί παίρνοντας μέρος σε αυτόν.
Η θεότητα είναι ενδοκοσμικός νους, που δημιουργεί τη Φύση, την ιστορία, τη θρησκεία, το δίκαιο, την ηθικότητα κ.λπ. Όσο για την πρώτη ύλη του κόσμου, η φωτιά, η θερμότητα, που είναι το πρώτο ευκίνητο στοιχείο μέσα στη Φύση. Το πέρασμα από την πρώτη αυτή ύλη σε όλες τις άλλες (αέρα, νερό, χώμα) δεν είναι παρά μια διαρκής εναλλαγή της φωτιάς, μια αιώνια κίνηση του πυρός που σβήνει και ξανανάβει.
Ο πόλεμος (η πάλη) των στοιχείων («πόλεμος πάντων πατήρ»), η περιβόητη «εναντιοδρομία» του, έχει κίνητρο αλλά και επίκεντρο το πυρ. Περίσσευμα θερμότητας σημαίνει περίσσευμα κίνησης και περίσσευμα ψυχρού σημαίνει ακινησία και θάνατο. Ο κόσμος κατά τον Ηράκλειτο δεν δημιουργήθηκε από κανέναν («κόσμος τόνδε, τον αυτόν απάντων, ούτε τις θεών, ούτε ανθρώπων εποίησεν, αλλ’ ην αεί και έστιν και έσται πυρ αείζωτον»). Γι’ αυτό και θεωρείται σήμερα υλιστής φιλόσοφος αλλά και πρόδρομος του εγελιανού διαλεκτικού υλισμού (από την αντίληψή του για τη σχετική κίνηση και εξέλιξη του κόσμου αλλά και την ένωση των αντιθέτων).
Αρχή του κόσμου λοιπόν είναι το αιώνιο γίγνεσθαι: «Tον κόσμο τούτο, ίδιον για όλους, δεν τον δημιούργησε ούτε θεός ούτε άνθρωπος, αλλά ήτανε πάντα, είναι και θα είναι αείζωη φωτιά, που σύμφωνα με νόμους ανάβει και σβήνει». Και παρά την πολλαπλότητά του, ο κόσμος είναι ένας: «Tο παν είναι διαιρετό αδιαίρετο, γεννημένο αγέννητο, θνητό και αθάνατο, λόγος και αιωνιότητα, πατέρας και γιος, θείο και δίκαιο».
Κι έτσι ο θεός του Hράκλειτου είναι η ίδια η Φύση και όχι ένα ον υπερφυσικό και υπερβατικό: «O θεός είναι ημέρα και νύχτα, χειμώνας και θέρος, πόλεμος και ειρήνη, κόρος και λιμός. Μεταμορφώνεται όπως η φωτιά, που όταν ανακατεύεται με αρώματα παίρνει διάφορα ονόματα, κατά τη μυρωδιά του καθενός».
Ο ίδιος δεν γράφει, όσο είμαστε σε θέση να ξέρουμε φυσικά, το πολυθρύλητο «τα πάντα ρει», αλλά του το προσδίδουν επιγραμματικά οι μεταγενέστεροι στην οδύσσειά τους να τον καταλάβουν. Ήταν εξάλλου ο θεωρητικός της αδιάκοπης μεταβολής και έμοιαζε ταιριαστό να το έχει πει. Είπε όμως ότι κανείς δεν μπορεί να βουτήξει δύο φορές στο ίδιο ποτάμι, εφόσον το ποτάμι κυλά και η συνεχής ροή του το αλλάζει αδιάκοπα.
O Hράκλειτος δεν είναι εμπειριστής: «H φύση αγαπά να κρύβεται», μας λέει. Ο κόσμος δεν είναι παρά η σύνθεση των αντιθέτων και ο πόλεμος κυριαρχεί ως πατέρας και βασιλιάς όλων («πόλεμος πάντων μέν πατήρ εστι, πάντων δε βασιλεύς». Όλες οι αντιθέσεις όμως συνδέονται ταυτόχρονα σε μια σταθερή ενότητα, καθώς το αόρατο αυτό συνταίριασμα είναι πιο δυνατό από το φανερό («αρμονία αφανής φανερής κρείττων»).
Η κατακλείδα του; Τα πάντα γεννιούνται από την πάλη, την παγκόσμια και προαιώνια μάχη, και η δικαιοσύνη δεν είναι παρά αγώνας, αφού όλα τα πράγματα προκύπτουν από τον πόλεμο και την ανάγκη (αιτιότητα). Η παντοτινή αυτή αλλαγή δεν είναι όμως ούτε αυθαίρετη ούτε ανεξέλεγκτη, καθώς συντελείται σύμφωνα με ορισμένες αναλογίες και με μια διαδοχική σειρά που σταθερά μένει πάντοτε η ίδια.
Ο ρυθμός του γίγνεσθαι του Ηράκλειτου είναι με σημερινούς όρους η νομοτέλεια της Φύσης, το μόνο πράγμα που φαίνεται να έχει διάρκεια και ουσιαστική σημασία. O Hράκλειτος τη χαρακτηρίζει ειμαρμένη, δίκη, λόγο του κόσμου. Κι έτσι μέσα στην αταξία του έχει τάξη και μέσα στο χάος καθολικούς νόμους, κάτι που παραγνώρισαν στον καιρό του.
Κάπου 2.500 χρόνια αργότερα, τόσο ο Χέγκελ όσο και οι κλασικοί θεωρητικοί της διαλεκτικής θα ανακάλυπταν εκ νέου τον στρυφνό έλληνα φιλόσοφο που τέτοια κολοσσιαία τομή στη σκέψη άφησε ήδη από την εποχή του. Σε λιγότερο από δέκα χρόνια εξάλλου μετά τον θάνατό του θα γεννιόταν στην Αθήνα κάποιος Σωκράτης, που θα έχει δάσκαλο τον Κρατύλο. Ο οποίος ήταν φανατικός οπαδός του Ηράκλειτου, αυτού του αλαζονικού και υπεροπτικού πνεύματος που αρεσκόταν να εξαπολύει αινιγματικά ρητά που θύμιζαν χρησμούς παρά να αναπτύσσει μια συστηματική και αξιωματική σειρά επιχειρημάτων.
Ο Ηράκλειτος εκφράζεται με αινίγματα, ομολογούσαν οι Έλληνες της εποχής του, κάνοντάς τη μέθοδο με την οποία επικοινωνούσε με τους άλλους να παραμοιάζει με τους χρησμούς του δελφικού μαντείου (σαν αυτό το ρητό του που τόσο έχει κακοποιηθεί εννοιολογικά: «Καλό και κακό είναι ένα και το αυτό»). Το οποίο, όπως μας λέει, «ούτε λέγει, ούτε κρύπτει, αλλά σημαίνει». Έτσι σήμαινε και ο δικός του λόγος, φτάνει να έχεις αυτιά, νου και κοσμική φωτιά να τον ακούσεις...