Το νυχτερινό κέντρο Coconut Grove, ένας πολυχώρος διασκέδασης, που συγκέντρωνε την αφρόκρεμα της Βοστόνης, μεσουράνησε στην Αμερική τη δεκαετία του ‘20, γνώρισε μια πτωτική πορεία τη δεκαετία του ’30 και απέκτησε ξανά φήμη και δόξα το 1940.
Το Cocoanut Grove ήταν το δημοφιλές στέκι που συγκέντρωνε καθημερινά εκατοντάδες θαμώνες και όποιος το επισκεπτόταν αποκτούσε κοινωνικό πρεστίζ. Στους χώρους του μπορούσε κανείς να δειπνήσει στο εστιατόριο με θέα τα αστέρια, καθώς η οροφή άνοιγε, να χορέψει στη μεγάλη πίστα του και φυσικά να καταναλώσει άπλετο αλκοόλ στα πολλά μπαρ που υπήρχαν στα διάφορα σημεία του κλαμπ.
Όλα αυτά μέχρι τις 28 Νοεμβρίου 1942, μια μέρα που σημάδεψε την ιστορία του Grove και την ιστορία της Βοστόνης όταν μια πυρκαγιά προκάλεσε το θάνατο 492 ατόμων, σε μια από τις φονικότερες, όπως χαρακτηρίστηκαν, πυρκαγιές στην ιστορία της Αμερικής.
Μετά την τραγωδία αναθεωρήθηκαν και αυστηροποιήθηκαν οι κανόνες ασφαλείας στα νυχτερινά κέντρα. Αρχικά οι περιστρεφόμενες πόρτες απαγορεύτηκαν και στην συνέχεια η χρήση τους επετράπη με τον όρο ότι θα κατασκευάζονταν μεταξύ δύο απλών πορτών. Οι έξοδοι κινδύνου έπρεπε να ήταν ευδιάκριτες και να μην έμπαιναν μπροστά τους κουρτίνες ή έπιπλα, ενώ η διακόσμηση θα έπρεπε να περιλαμβάνει μη εύφλεκτα υλικά.
Το κλαμπ άνοιξε τις πόρτες του το 1927 και ιδιοκτήτες του ήταν αρχικά δύο μαέστροι, οι Mickey Alpert και Jacques Renard. Οι λογιστές τους όμως ήταν μπλεγμένοι με τη μαφία και σύντομα το Cocoanut Grove έγινε το στέκι που σύχναζε ο υπόκοσμος. Για δύο χρόνια το κλαμπ έπεσε στα χέρια του αρχιμαφιόζου και λαθρέμπορου οινοπνευματωδών Charles Solomon, που έφερε το παρατσούκλι «βασιλιάς», ο οποίος δολοφονήθηκε το 1933. Τότε το Grove μεταβιβάστηκε στον δικηγόρο του Solomon, Barnet «Barney» Welansky, ο οποίος αποφάσισε να δώσει στο νυχτερινό κέντρο μια πιο λαϊκή μορφή, ενώ συνέχιζε να διατηρεί τους δεσμούς του με τη μαφία.
Ο Welansky είχε τη φήμη του σκληρού καρυδιού, αλλά και του «φραγκοφονιά» καθώς ήθελε να γλιτώνει χρήματα από όπου μπορούσε. Είχε προσλάβει νεαρά άτομα που τα πλήρωνε ψίχουλα για να δουλεύουν στο μαγαζί του, ακόμα και μικροαπατεώνες. Η τσιγκουνιά του τον έκανε να μην τηρεί ούτε τους βασικούς κανόνες ασφαλείας μέσα στο Cocoanut Grove. Είχε κλειδώσει τις εξόδους κινδύνου, άλλες τις έκρυβε με κουρτίνες, ενώ δεν είχε διστάσει να χτίσει μία από αυτές ώστε να μην φεύγουν οι πελάτες χωρίς να έχουν πληρώσει!
Την ημέρα της τραγωδίας, που συνέπεσε με την Ημέρα των Ευχαριστιών, υπολογίζεται ότι το νυχτερινό κέντρο είχε γεμίσει με περίπου 1.000 θαμώνες, αριθμός που υπερέβαινε κατά πολύ τη χωρητικότητα των 460 ατόμων. Μια λάμπα φαίνεται ότι στάθηκε η αφορμή για να ξεκινήσει η τραγωδία.
Ένας από τους νεαρούς θαμώνες, επιζητώντας λιγότερο φως και περισσότερη οικειότητα με τη γυναίκα που είχε βγει ραντεβού, ξεβίδωσε μια λάμπα, αλλά έγινε αντιληπτός από τους υπαλλήλους. Ο 16χρονος Stanley Tomaszewski έσπευσε να διορθώσει το πρόβλημα, αλλά επειδή στο σημείο το σκοτάδι ήταν βαθύ, άναψε ένα σπίρτο, άλλαξε τη λάμπα, έσβησε το σπίρτο και συνέχισε τη δουλειά του. Σε λίγα λεπτά θαμώνες είδαν το στολισμό γύρω από τους φοίνικες να φλέγεται και όσο και αν οι υπάλληλοι προσπάθησαν να σβήσουν τη φωτιά οι προσπάθειές τους έπεσαν στο κενό.
Σταδιακά οι πύρινες φλόγες άρχισαν να «γλείφουν» τα έπιπλα του νυχτερινού κέντρου και να επεκτείνονται σε όλες τους χώρους του Cocoanut Grove. Όπως ήταν αναμενόμενο επικράτησε πανικός με τους θαμώνες να προσπαθούν να φτάσουν στην κύρια έξοδο και τις εξόδου κινδύνου να παραμένουν κλειδωμένες από τον ιδιοκτήτη.
Ανάμεσα σε κλάματα και κραυγές κάποιοι πελάτες έτρεξαν στην εξώπορτα του κέντρου. Κάποιοι κατάφεραν να βγουν, όμως η περιστρεφόμενη πόρτα κόλλησε και εκατοντάδες πελάτες στοιβάχτηκαν ο ένας πάνω στον άλλο, δημιουργώντας έναν ανθρώπινο πύργο, που παραδόθηκε στις φλόγες.
Κάποιοι πελάτες που δειπνούσαν δεν κατάφεραν καν να σηκωθούν από τις καρέκλες τους και κάηκαν ζωντανοί, κρατώντας το ποτό τους στο χέρι. Υπήρξαν και μερικοί που πήδηξαν από τα παράθυρα, κάποιοι κατάφεραν να σωθούν χάρη στην ψύχραιμη καθοδήγηση των υπαλλήλων του κέντρου, ενώ άλλοι κρύφτηκαν μέσα στα ψυγεία!
Οι πυροσβέστες που έφτασαν στο Cocoanut Grove κατάφεραν άμεσα να θέσουν την πυρκαγιά υπό έλεγχο, αλλά αυτό που αντίκρυσαν στο εσωτερικό του νυχτερινού κέντρου τους στοίχειωσε για πάντα. Η μυρωδιά της καμένης σάρκας 492 θαμώνων είχε κατακλύσει το χώρο. Παντού πτώματα, που δύσκολα αναγνωρίζονταν καθώς είχαν καεί και τα προσωπικά τους αντικείμενα.
Ο Στρατός, το Ναυτικό, η Ακτοφυλακή και το προσωπικό της Εθνικής Φρουράς κλήθηκαν στο σημείο για να βοηθήσουν τους επιζώντες. Οδηγοί φορτηγών και ταξί αλλά και άλλων Μέσων Μαζικής Μεταφοράς προσφέρθηκαν να μεταφέρουν τους τραυματίες στα κοντινότερα νοσοκομεία για την παροχή πρώτων βοηθειών. Ένα προσωρινό νεκροτομείο στήθηκε δίπλα στο Cocoanut Grove.
Η πλειοψηφία των τραυματιών νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο της Βοστόνης (BCH), ενώ αρκετοί μεταφέρθηκαν και στο Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης. Το πρώτο δέχτηκε σχεδόν 300 τραυματίες μέσα σε μία ώρα, το δεύτερο σχεδόν 114 μέσα σε δύο ώρες, ενώ προσωπικό που βρισκόταν σε άδεια και εθελοντές κλήθηκαν να βοηθήσουν με όποιον τρόπο μπορούσαν.
Η θεραπεία τόσων ασθενών με εγκαύματα και εσωτερικά τραύματα ανάγκασε το ιατρικό προσωπικό να υιοθετήσει νέα μεθόδους ιατρικής φροντίδας. Η πρώτη καταγεγραμμένη χρήση της πενικιλίνης για την καταπολέμηση της μόλυνσης στα εγκαύματα έγινε στο νοσοκομείο της Μασαχουσέτης το Δεκέμβριο του 1942.
Όσοι δεν κάηκαν υπέκυψαν είτε μέσα στο Grove είτε σε κάποιο νοσοκομείο από πνευμονικό οίδημα εξαιτίας του τοξικού καπνού που δημιουργήθηκε από την καύση των επίπλων.