γράφει η Αμαλία Κ. Ηλιάδη
Η αρχιτεκτονική, η διακόσμηση και ο εξοπλισμός των εκκλησιών, η μουσική και η χορογραφία, αποτελούν σημαντικά στοιχεία για την τέλεση της λειτουργίας, που είναι στην πραγματικότητα μια αναπαράσταση της Ενσαρκώσεως του Λόγου του Θεού, όπως παραδόθηκε στα κείμενα των Ευαγγελίων. Αυτό σημαίνει ότι λειτουργία χωρίς την Καινή Διαθήκη είναι αδύνατη. Ουσία του πρώτου Χριστιανισμού ήταν η ακρόαση των λόγων των Γραφών. Τα επεισόδια της ζωής του Χριστού, όπως τα αφηγούνται τα Ευαγγέλια, εικονίζονταν στον διάκοσμο των εκκλησιών και οι πιστοί μπορούσαν να τα διαβάσουν επάνω στους τοίχους. Εκτυλίσσονταν όμως επίσης και στις εικόνες που κοσμούσαν τα χειρόγραφα της Αγίας Γραφής.
Εικονογραφημένα χειρόγραφα υπήρχαν και στον προχριστιανικό κόσμο και, κατά την ελληνιστική περίοδο, παράγονταν συστηματικά, ιδιαίτερα στην Αλεξάνδρεια. Στα ελληνικά αυτά χειρόγραφα οι μικρογραφίες παρίσταναν διάφορα επεισόδια που περιγράφονταν στο κείμενο, και ακολουθούσαν τη ροή της αφήγησης, δημιουργώντας έτσι στενή σύνδεση μεταξύ λόγου και εικόνας, η οποία θα είχε διαρκείς επιπτώσεις στην εξέλιξη των εικονογραφημένων κειμένων. Οι χριστιανοί ακολούθησαν την ίδια «αφηγηματική μέθοδο των προγόνων τους και αναζήτησαν πρότυπα συνθέσεων, θέματα ή ακόμη και εικονογραφικές πηγές εμπνεύσεως στα κλασικά χειρόγραφα του παρελθόντος. Οι εικονογράφοι ακολούθησαν την τάση που είχαν εγκαινιάσει οι Έλληνες πατέρες και επιχείρησαν να δικαιολογήσουν το ειδωλολατρικό παρελθόν με δικούς τους τρόπους.
Οι ελληνικοί μύθοι έγιναν χριστιανικοί, ο Ορφεύς έγινε Χριστός, και τα εικονογραφημένα κλασικά χειρόγραφα τροφοδότησαν τους καλλιτέχνες με μια μεγάλη ποικιλία από την κλασική παράδοση, την οποία κατόρθωσαν να ενσωματώσουν στο έργο τους, όπως έχει αποδείξει σε αρκετές περιπτώσεις ο Weitzmann, ο μεγαλύτερος μελετητής των βυζαντινών χειρογράφων. Οι καλλιτέχνες κατόρθωσαν επίσης να χρησιμοποιήσουν την καλλιτεχνική παράδοση της Παλαιάς Διαθήκης, που είχε ήδη εικονογραφηθεί από εξελληνισμένους Ιουδαίους.
Οι χριστιανοί, ωστόσο, εισήγαγαν μια μεταβολή στο σχήμα του χειρογράφου, η οποία επηρέασε τόσο το σχήμα των εικόνων, όσο και τη θέση τους μέσα στο κείμενο. Το «ειλητάριο», που χρησιμοποιούσαν στην αρχαιότητα, ήταν κατάλληλο για συνεχή ανάγνωση, αλλά αποδεικνυόταν δύσχρηστο όταν κανείς αναζητούσε συγκεκριμένα αποσπάσματα ή κεφάλια, όπως απαιτούσαν οι καθημερινές αναγνώσεις στη χριστιανική συνάθροιση. Έτσι κόπηκαν χωριστά φύλλα και δέθηκαν για να αποτελέσουν τους λεγόμενους «κώδικες».
Η επινόηση αυτή χρονολογείται γύρω στα μέσα του 2ου αιώνα.
Κώδικες από περγαμηνή παράγονταν σε μοναστήρια ή σε ειδικά εργαστήρια (scriptorial) και εικονογραφούνταν από έναν ή περισσότερους καλλιτέχνες. Ένα αντίγραφο μπορεί να μην ικανοποιούσε τις ανάγκες μιας συγκεκριμένης κοινότητας, και γι’ αυτό παράγονταν αντίγραφα του ίδιου χειρογράφου στην ίδια περιοχή ή αλλού. Οι εικόνες του πρώτου αντιγράφου ήταν φυσικό να αντιγράφονται και αυτές μαζί με το κείμενο. Το ευλαβικό δέος που ενέπνεε ο Θείος Λόγος περιέβαλλε με ευλάβεια και κύρος τον κώδικα και την εικονογράφησή του, αντίληψη που έμελλε να αναπτυχθεί. Με την πάροδο του χρόνου η μικρογραφία απέκτησε μια θεία αυθεντία που κανείς δεν τολμούσε να αμφισβητήσει. Παρά την αντίληψη αυτή για τις μικρογραφίες, κατά τη διαδικασία της αντιγραφής γίνονταν μεταβολές τόσο στο κείμενο, όσο και στις εικόνες, οι οποίες δεν αλλοίωναν βασικά τον χαρακτήρα του πρωτότυπου.
Μερικές φορές το πρωτότυπο, που φυλασσόταν σε κάποιο μοναστήρι, αντιγραφόταν και πάλι σε κάποια μεταγενέστερη περίοδο πιστότερα απ’ ό,τι προηγουμένως. Άλλοτε πάλι γινόταν νέα έκδοση με διαφορετική εικονογράφηση, της οποίας η κυκλοφορία δημιουργούσε νέα αντίγραφα και νέα παράγωγα. Οι εκδόσεις αυτές είχαν συνήθως και νέους στόχους. Μπορεί να ήταν εγχειρίδια ή συντομευμένες εκδόσεις εκτενέστερων κειμένων που γίνονταν για συγκεκριμένες ανάγκες. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των «Ομιλιών» του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, των οποίων έγινε τον 10ο ή τον 11ο αι. μια νέα συντομευμένη έκδοση με νέα εικονογράφηση, που εξέφραζε μια νέα προσέγγιση του κειμένου.
Ο Έλληνας καλλιτέχνης, αντίθετα με τον Λατίνο, θεωρεί ότι το κείμενο που πρέπει να εικονογραφήσει έχει πρώτιστη σημασία -ο λόγος ασκεί μεγάλη δύναμη απάνω του.
το ερμηνεύει όμως με διάφορους τρόπους, που συχνά απηχούν μεταβολές στο τελετουργικό ή στην ανάπτυξη της σκέψης. Κατά την πρώτη περίοδο, ο καλλιτέχνης ερμηνεύει το κείμενο κατά γράμμα. Αργότερα, καθώς αρχίζει να διαμορφώνεται το δόγμα, οι εικόνες αρχίζουν να απηχούν τις μεταβολές αυτές: από αφηγηματική, η εικονογράφηση μεταβάλλεται σε δογματική λειτουργική και δίνεται προσοχή στα λειτουργικά βιβλία.
Από την πρωτοβυζαντινή περίοδο, που ενδιαφέρει εδώ, σώζονται μόνο αποσπάσματα, καθόλου ενδεικτικά του πλούτου των εικονογραφημένων χειρογράφων που πρέπει να υπήρχαν ή του τρόπου της εικονογραφήσεώς τους: το Ευαγγέλιο του Rossano τα φύλλα της Γενέσεως του Cotton, του Λονδίνου, όλα στερούνται καλλιτεχνικής ενότητας και παραμένουν στην πραγματικότητα ανέστια. Σήμερα θεωρούνται όλα προϊόντα της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά φαίνεται σοβαρή η πιθανότητα ότι η γένεσις του Cotton προέρχεται από την Αλεξάνδρεια, ενώ το Ευαγγέλιο του Rossano από την Αντιόχεια.
Το ευαγγέλιο του Rossano- το παλαιότερο εικονογραφημένο ευαγγέλιο- βρίσκεται σήμερα στο αρχιεπισκοπικό μέγαρο του Rossano, μικρής πόλεως της Καλαβρίας.
Η περγαμηνή είναι χρωματισμένη πορφυρή και τα γράμματα είναι γραμμένα με άργυρο, που σήμερα είναι σχεδόν μαύρος. Το κείμενο καλύπτεται από στενές ταινίες, στις οποίες εικονίζονται οι παλαιότερες σκηνές του Ευαγγελίου που σώζονται σε κώδικα και έχουν εξαιρετική σημασία για την εικονογραφία των παλαιστινιακών εκκλησιών που είχαν κτισθεί στους Αγίους Τόπους.
Στο ίδιο Ευαγγέλιο βλέπουμε τη μοναδική πρώιμη προσωπογραφία του Ευαγγελιστή που σώζεται σε ελληνικό χειρόγραφο. Ο Μάρκος εικονίζεται σκυφτός καθώς ετοιμάζεται να γράψει επάνω σε ειλητάριο καθ’ υπαγόρευση μιας προσωποποιήσεως που τον εμπνέει όρθια μπροστά του. Στη διάταξη της συνθέσεως υπάρχουν κλασικά στοιχεία, που φαίνεται ότι έχουν εφαρμοστεί συνειδητά από τον εικονογράφο. Αναγνωρίζουμε το ειδωλολατρικό θέμα του ποιητή και της μούσας του. Το πρόσωπο του Μάρκου δεν είναι πραγματική προσωπογραφία. Το ίδιο ισχύει και στις προσωπογραφίες των άλλων Ευαγγελιστών, τόσο γνωστές από μεταγενέστερα χειρόγραφα των οποίων η προέλευση είναι μια από τις μεγαλύτερες και γοητευτικότερες συνεισφορές της ελληνικής αρχαιότητας στη χριστιανική εικονογραφία.
Όταν τα τέσσερα Ευαγγέλια συνενώθηκαν σε έναν ενιαίο κώδικα, προέκυψε η ανάγκη, σύμφωνα με προχριστιανική συνήθεια, να κοσμηθούν τα χειρόγραφα με προσωπογραφίες των συγγραφέων τους και να συμπληρωθούν με σύντομες βιογραφίες τους και με περίληψη των περιεχομένων του βιβλίου. Οι χριστιανοί ακολούθησαν τη συνήθεια αυτή τόσο πιστά, ώστε μετέβαλαν τις προσωπογραφίες Ελλήνων φιλοσόφων και τραγικών ποιητών σε προσωπογραφίες Ευαγγελιστών.
Το ευαγγελιστάριο ως φορέας του κειμένου της χριστιανικής αποκαλύψεως, αντιπροσωπεύει τον ωραιότερο καρπό των καλλιτεχνικών επιτεύξεων της εποχής.