Το πέρασμα των Ιπποτών από τη Ρόδο, άφησε τη σφραγίδα του και έδωσε το σημερινό χαρακτήρα στο νησί. Η γεωγραφική θέση της νήσου, ανάμεσα στον Ανατολικό και Δυτικό κόσμο, τα φρούρια, η δόξα που αντλούνταν από τις αρχαίες φιλοσοφικές και ρητορικές Σχολές, η ακμή στην Τέχνη και το φυσικό κάλλος του νησιού, υπήρξαν τα βασικότερα κριτήρια, ώστε οι Ιωαννίτες Ιππότες να επιλέξουν τη Ρόδο για την εγκατάσταση τους. Κατά τη διάρκεια της Ιπποτικής περιόδου ανανεώθηκε και επεκτάθηκε η Μεσαιωνική πόλη που παραμένει ζωντανή ως τις ημέρες μας και όλα τα σημαντικά κάστρα, οι οχυρώσεις των πόλεων, πολλά μοναστήρια και εκκλησίες.
Η ιπποτική περίοδος για τη Ρόδο υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική για το νησί. Ήταν μια περίοδος ακμής, η οποία άρχισε από τα πρώτα χρόνια της Ιπποτικής κατάκτησης (1309) και κράτησε έως την άλωση του νησιού από τον Σουλεϊμάν τo 1522. Η κατανομή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Φράγκους, σε διάφορα κρατίδια έγινε η αιτία η Ρόδος να αποκτήσει ιδιαίτερη θέση, ως πρωτεύουσα των Γαβαλάδων και έπειτα των Ιπποτών. Έτσι, το νησί του Ήλιου για περισσότερο από 200 χρόνια, ξέφυγε από τη θέση της επαρχίας, όπως ήταν στη Ρωμαϊκή και Βυζαντινή περίοδο και απέφυγε την προσάρτησή της στο οθωμανικό κράτος.
Στους δύο αυτούς αιώνες της Ιπποτοκρατίας, οι Ρόδιοι ζούσαν ειρηνικά με τους Ιππότες του σταυρού, παρά τα πολεμικά γεγονότα. Η Ρόδος αναδεικνύεται σε στρατιωτική και εμπορική δύναμη, ενώ η οικονομική ανάπτυξη συνετέλεσε στην άνοδο του πολιτιστικού και πνευματικού επιπέδου του λαού της. Παρά τις θρησκευτικές διαφορές, Έλληνες και Φράγκοι ζουν αρμονικά σε μια καλή κοινωνία με αποτέλεσμα να αναπτυχθούν δεσμοί και να γίνονται συνοικέσια ανάμεσα στους νεαρούς Ιππότες και Ελληνίδες, σε Ρόδιους και Φράγκισσες.
Η συμβίωση αυτή έφερε μια ξενική επίδραση στους ντόπιους και δημιουργείται ένα ανώτερος και πιο πολιτισμένος τρόπος ζωής. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περιγραφή των λόγιων της εποχής για το ντύσιμο των κοριτσιών και των γυναικών. Αναφέρουν πως οι φορεσιές τους ήταν από καλά υφάσματα μεταξωτά και βελούδα, με πλούσια κοσμήματα, όπως εκείνα των Ευρωπαίων.
Οι έμποροι Καταλάνοι, Φλωρεντίνοι και άλλοι Ευρωπαίοι που ζούσαν στο νησί, μεταφέρουν από την Ανατολή στη Μεσόγειο, αρώματα, λιβάνι, κανέλλα, ζάχαρη, πιπέρι, λάδι, κρασί από την Κρήτη, καρύδια της Ιταλίας, υφάσματα της Γαλλίας και σαπούνι που γινόταν στα εργοστάσια του Τάγματος στη Ρόδο. Υπήρχε και το Εμποροδικείο (basilica mercatorim), για να λύνει τις εμπορικές διαφορές. H Ρόδος είχε εμπορικές σχέσεις και με τους Τούρκους. Αντάλλαζαν χαλιά, υφάσματα, δέρματα και τσόχα. Για τις εμπορικές συναλλαγές κόπηκαν νομίσματα, παρόμοια με τα βενετικά και τα έλεγαν δουκάτα ή φλωρίνια της Ρόδου.
Όμως, πέρα από την ήσυχη ζωή και τη συνεργασία των ντόπιων με τους κατακτητές, οι Έλληνες δεν έπαυαν να είναι υποταγμένοι. Οι νέοι αυθέντες διεύθυναν την πολιτική, κοινωνική και θρησκευτική ζωή του τόπου. Οι συγκρούσεις κυρίως σε θέματα θρησκευτικού περιεχομένου, δεν έλειπαν, χωρίς όμως ιδιαίτερη διάσταση, διότι προείχε η κοινή υπεράσπιση του νησιού, από τον εξωτερικό κίνδυνο. Με την Ιπποτική κατάληψη το 1309, η Ρόδος έγινε έδρα λατινικής Αρχιεπισκοπής. Υποχρεώθηκε να κόψει τους δεσμούς της με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και να αναγνωρίσει την πνευματική ηγεσία του Πάπα. Το τάγμα διόριζε Λατίνο αρχιεπίσκοπο, τον Archiepiscopus Colossensis – οι Ρόδιοι, λόγω του Κολοσσού, λεγόταν Κολοσσαείς. Από αυτόν εξαρτώνταν ο Έλληνας μητροπολίτης, όπως λεγόταν επίσημα (όχι ορθόδοξος μητροπολίτης).
Ποιοι ήταν όμως οι Ιππότες…
Τον 11ο αι. εντοπίζονται τα πρώτα ίχνη ενός χριστιανικού φιλανθρωπικού ιδρύματος στα Ιεροσόλυμα. Επρόκειτο για έναν ξενώνα, που θα φιλοξενούσε και θα περιέθαλπε τους χριστιανούς προσκυνητές των Αγίων Τόπων. Ο ξενώνας – νοσοκομείο ήταν επανδρωμένος από μοναχούς. Ωστόσο, μέχρι το τέλος του 11ου και την αρχή του 12ου αι. αυτός ο λατινικός ξενώνας, δεν είχε καμιά σχέση με το «τάγμα των αδελφών νοσοκόμων», όπως ονομαζόταν αλλιώς οι Ιωαννίτες.
Στην αρχή του 12ου αι. εμφανίζεται στα Ιεροσόλυμα, ο καλόγερος Γεράρδος Μαρτίγκ, ο οποίος σύμφωνα με ιστορικά στοιχεία, είναι και ο ιδρυτής του τάγματος των Ιπποτών. Όταν πέθανε ο Γεράρδος, τον διαδέχτηκε ο Ραϋμόνδος du Puys και τότε το τάγμα οργανώνεται στρατιωτικά, παίρνοντας τον τίτλο «Τάγμα των Ιπποτών του Άη-Γιάννη, της Ιερουσαλήμ» (λόγω του προστάτη τους Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο).
Οι αδελφοί νοσοκόμοι χωρίζονταν σε τρεις τάξεις:
- Οι Ιππότες της δικαιοσύνης (Eques), οι οποίοι έπρεπε να έχουν αριστοκρατική καταγωγή και από αυτούς εκλέγονταν τα διοικητικά και στρατιωτικά στελέχη του Τάγματος, όπως του Μεγάλου Μαγίστρου, των αρχηγών των «γλωσσών» κ.α.
- Οι Καπελάνοι (Capellani), οι οποίοι ήταν οι ιερείς του Τάγματος και η τάξη τους είχε τρεις βαθμίδες: τους απλούς κληρικούς, τους καπελάνους και τους πριόριδες (ανώτατο αξίωμα).
- Οι Σεργέντες (Servientes), οι οποίοι χωρίζονταν στους Σεργέντες των Όπλων και στους Υπηρέτες. Οι πρώτοι υπηρετούσαν τους Ιππότες και μπορούσαν να γίνουν και οι ίδιοι Ιππότες. Οι δεύτεροι, υπηρετούσαν στο νοσοκομείο και τους ξενώνες.
Τα μέλη του Τάγματος προέρχονταν από όλες τις καθολικές χώρες τις Ευρώπης. Ήταν χωρισμένοι σε 7 εθνικές ομάδες, Γλώσσες, όπως τις έλεγαν: Προβηγκίας, Ωβέρνης, Γαλλίας, Ιταλίας, Γερμανίας, Αγγλίας και Ισπανίας. Η Γλώσσα της Ισπανίας αργότερα χωρίστηκε σε δύο ομάδες, στη Γλώσσα της Αραγώνας και της Καστίλλης. Κάθε Γλώσσα είχε το κατάλυμά της (auberge), όπου έμενε συγκεντρώνονταν τα μέλη της και φιλοξενούνταν διάφορες προσωπικότητες. Γενικός αρχηγός όλων των Γλωσσών ήταν Μάγιστρος, με ισόβια θητεία, ενώ όλοι οι αρχηγοί των Γλωσσών αποτελούσαν το συμβούλιο του. Με την κατάληψη της Ρόδου οι Ιωαννίτες Ιππότες μετονομάστηκαν σε Ιππότες της Ρόδου και ο Μάγιστρος πήρε τον τίτλο Μεγάλος Μάγιστρος. Στο διάστημα 1309-1522, διατέλεσαν δεκαεννέα μεγάλοι μάγιστροι, οι περισσότεροι γαλλικής καταγωγής.
Η επίσημη γλώσσα ήταν η λατινική και αργότερα η γαλλική, όμως η ελληνική ήταν εκείνη που μιλούσε ο λαός και που επικράτησε περισσότερο. Οι Ιππότες λόγω της καταγωγής τους από τα διαφορετικά έθνη δεν μπορούσαν να επιδιώξουν τη γλωσσική ή την πολιτική αφομοίωση του ντόπιου πληθυσμού. Η επέμβασή τους περιοριζόταν στην εκκλησιαστική διοίκηση.
Στο χώρο του Αιγαίου οι πολεμιστές – μοναχοί εμφανίζονται στις αρχές του 14ου αι., μεταξύ 1306-1309/10, οπότε και καταλαμβάνουν τη Ρόδο και στη συνέχεια τα υπόλοιπα νησιά της Δωδεκανήσου. Το λάβαρο του Τάγματος τους ήταν κόκκινο με έναν μεγάλο άσπρο σταυρό στη μέση. Οι Ιππότες κρατούσαν ξίφος, φορούσαν μανδύα πορφυρό με έναν άσπρο οκτάγωνο σταυρό στα αριστερά και χρυσούς πτερνιστήρες.
Ο πνευματικός βίος και ο πολιτισμός
Οι Ιππότες ερχόμενοι στη Ρόδο, εκτός από τα ξένα ήθη, έθιμα έφεραν και νέες αντιλήψεις γύρω από την λογοτεχνία και τον πολιτισμό. Η αυλή του Μεγάλου Μαγίστρου συγκέντρωνε λόγιους Έλληνες και Φράγκους, καθώς και καλλιτέχνες. Οι σημαντικότεροι λόγιοι που πέρασαν από το νησί την εποχή της Ιπποτοκρατίας, ήταν ο Juan Fernandez de Heredia, ο J. Fontano, ο Αγαπητός Κασσιανός, ο Εμμανουήλ Λιμενίτης κ.α.
Η Ρόδος ήταν μια κοινωνία που δεν δίσταζε να δεχτεί επιρροές από ξενόφερτες αντιλήψεις. Στα ποιήματα του Λιμενίτη, φαίνεται η εμμονή στην ελληνική παράδοση, αλλά και η αποδοχή των νέων κοινωνικοπολιτικών και πνευματικών επιρροών που χαρακτήριζε την κοινωνία της Ρόδου.
Η ζωγραφική και η γλυπτική, επίσης προσαρμόστηκαν στα νέα ρεύματα της εποχής και παρατηρείται καλλιτεχνική άνθηση, ιδιαίτερα στον τομέα της αρχιτεκτονικής. Η ροδιακή αρχιτεκτονική χωρίζεται σε δύο περιόδους: α. 1309 ως το 1480/81 β. 1480/1 ως το 1522. Το κάστρο της Ρόδου, αποτελεί το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα καταπληκτικής αρχιτεκτονικής, το οποίο παρά τα 390 χρόνια τούρκικης κατοχής και τα 35 χρόνια ιταλικής, διατήρησε τον ιπποτικό του χαρακτήρα. Για το χτίσιμο του κάστρου, δούλεψαν έμμισθοι ντόπιοι τεχνίτες και μουσουλμάνοι δούλοι.
Η ροδιακή αρχιτεκτονική ακολούθησε περισσότερο τη δυτικοευρωπαϊκή τεχνοτροπία. Ο ξανθός πωρόλιθος, ήταν το υλικό που χρησιμοποιούταν για την κατασκευή των κτιρίων. Εκτός από τα τείχη και τα κτίρια που βρίσκονταν μέσα σ αυτά, άλλα οικοδομήματα ήταν ο ναύσταθμος, η οπλοθήκη, το ναυαρχείο και διάφοροι πύργοι. Μεγάλη προσοχή έδιναν οι Ιππότες στην τάφρο, ενώ το λιμάνι προστάτευε ένα λεπτό τείχος με προτείχισμα.
Μεγάλη άνθηση παρατηρείται και στην ζωγραφική. Εκπληκτικές τοιχογραφίες διακοσμούσαν το εσωτερικό εκκλησιών, δημόσιων κτιρίων και του Παλατιού, αλλά και θαυμάσιες φορητές εικόνες στόλιζαν εκκλησίες και σπίτια. Το 1493 ο Μεγάλος Μάγιστρος P.d’Aubusson παρήγγειλε από τη Φλάντρα τάπητες που στόλισαν τους τοίχους του παλατιού και της εκκλησίας του Αγίου Ιωάννη του Κολακίου. Οι τάπητες απεικόνιζαν την κατάληψη της Ρόδου από το Μεγάλο Μάγιστρο F.de Villaret το 1309 καθώς και επεισόδια από την πολιορκία της Ρόδου το 1480.
Κάθε κτίριο και εκκλησία ήταν διακοσμημένα με περίφημα γλυπτά, όπως φανταστικά ζώα, άγιοι, άγγελοι κ.α. Οι τάφοι των Μεγάλων Μαγίστρων, των Ιπποτών και άλλων ευγενών ή αστών, καλύπτονταν από ταφόπλακες σκαλισμένες με τη μορφή του νεκρού.
Η θαλασσινή Πύλη, Πάνω από την είσοδο και ανάμεσα στους πύργους το έμβλημα του P. d' Aubusson, με ένα ανάγλυφο την Παρθένο Μαρία μεταξύ Αγ. Πέτρου κ Παύλου (Προσωπικό αρχείο)
Οι φιλικές σχέσεις των Ιπποτών με τους Τούρκους
Η εμπορική και οικονομική ζωή των μουσουλμάνων και των χριστιανών, επέβαλλαν την ειρηνική συνύπαρξη σε ελάχιστες χρονικές στιγμές κατά τον 15ο αι. Σύμφωνα με το μεταφρασμένο έγγραφο της συνθήκης ειρήνης του 1451, περιγράφονται διαπραγματεύσεις μεταξύ του σουλτάνου Μεχμέτ Β και του Μεγάλου Μαγίστρου Jean De Lastic. Στη συνθήκη τονίζεται ιδιαίτερα η απόλυτη ελευθερία των εμπόρων να μπορούν ελεύθερα να εμπορεύονται, οι Τούρκοι στα Δωδεκάνησα και οι Χριστιανοί στην Τουρκία. Γενικά το περιεχόμενο της συνθήκης χαρακτηρίζεται από ένα πνεύμα αμοιβαίου σεβασμού.
Ενάμισι χρόνο μετά, όταν τα τουρκικά στρατεύματα εισέρχονται στην Κωνσταντινούπολη, φαίνεται πως ο Μεχμέτ Β δεν μπορεί να κρατήσει πλέον τις υποσχέσεις του. Ο Μέγας Μάγιστρος αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο και προβαίνει στην οχύρωση της Ρόδου και των άλλων νησιών, ενώ καλεί σε βοήθεια όλους τους Ιππότες που βρίσκονταν στην Ευρώπη. Ωστόσο, το Τάγμα διατηρεί εμπορική επαφή με τις απέναντι μικρασιατικές ακτές. Ένα έγγραφο, με χρονολογία 15 Φεβρουαρίου 1453, μαρτυρά την ελεύθερη ναυσιπλοΐα τόσο κατά την εποχή της ειρήνης όσο και του πολέμου, για την μεταφορά τροφίμων και άλλων εμπορευμάτων ανάμεσα στη Ρόδο και την Τουρκία .
Παρόλα αυτά, επτά μήνες μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, ο σουλτάνος θα απαιτήσει φόρο υποτέλειας από τους Ιππότες. Η άρνηση του Μέγα Μάγιστρου, θα πυροδοτήσει επιθετικές ενέργειες των Τούρκων εναντίον των νησιών από το 1454 έως το 1461. Μία αποτυχημένη προσπάθεια ειρηνικών διευθετήσεων παρατηρείται το 1460, όταν ο Μάγιστρος βλέπει το στόλο του Αιγύπτιου σουλτάνου κοντά στη Ρόδο και όταν πληροφορείται τις μεγάλες προετοιμασίες των Τούρκων εναντίον του Τάγματος.
Τον Ιανουάριο του 1462 οι Ιππότες συμφωνούν ειρήνη με τους Τούρκους, για δύο ακόμη χρόνια, με τη μεσολαβητική προσπάθεια του σούμπαση του Πετζώνος και του Δημήτριου Νομοφύλακα. Από το 1464 έως το 1479, η ειρήνη αυτή παραβιάζεται αρκετές φορές από συχνές επιθέσεις των Τούρκων, εναντίον των Δωδεκανήσων, με αποκορύφωμα την πολιορκία της Ρόδου το 1480, με τελικό αποτέλεσμα τη νίκη των Ιπποτών, αλλά και αρκετές ζημιές.
Η φτώχεια, οι επικείμενες εκστρατείες των Τούρκων, αλλά και οι πειρατικές ενέργειες του Σουλτάνου της Αιγύπτου, είναι μερικοί από τους λόγους που κάνουν τους Ιππότες να δεχτούν για άλλη μια φορά τη μεσολάβηση του σούμπαση του Πετζώνος για ειρήνη. Τον Νοέμβριο του 1481, στη Ρόδο, το Τάγμα υπογράφει προκαταρκτική συνθήκη ειρήνης και καθορίζει τον τρόπο επαφής με το νέο σουλτάνο Βαγιαζίτ Β΄, για μια οριστικότερη διευθέτηση των διαφορών. Η διαμάχη για το θρόνο, των δύο αδελφών Βαγιαζίτ Β΄ και Τζεμ και η άφιξη του τελευταίου στη Ρόδο στα τέλη του 1482 δημιουργούν προσοδοφόρο έδαφος για την επιτυχία της ειρήνης. Ο Βαγιαζίτ προσπαθώντας να αποφύγει μια μελλοντική επίθεση του αδελφού του, ο οποίος βρίσκεται στη Ρόδο, επιθυμεί όσο πιο γρήγορα συνθήκη ειρήνης με τους Ιππότες. Τελικά η τελευταία συνθήκη ειρήνης μεταξύ των Τούρκων και των Ιπποτών, υπογράφεται τον Δεκέμβριο του 1482 ως τον Ιανουάριου του 1483.
Όμως, κατά τα τέλη του 15ου και όλη τη διάρκεια του 16ου αι. οι δύο πλευρές θα καταρρίψουν την «στέρεη και αδόλωτη» συνθήκη και θα βρεθούν αντιμέτωποι στις θάλασσες, με αποτέλεσμα να γίνουν δύο άσπονδοι εχθροί.
Οι συγκρούσεις, οι σεισμοί και οι ασθένειες
Το Τάγμα των Ιωαννιτών Ιπποτών έμεινε στη Ρόδο 213 ολόκληρα χρόνια (1309-1522) και όλο αυτό το διάστημα απέκρουσαν επιδρομές και αγωνίστηκαν μαζί με τους Ροδίτες για τον Χριστιανισμό και τη σωτηρία του νησιού. Ο στόλος των Ιπποτών που έλεγχε τη ναυσιπλοΐα στην Ανατολική Μεσόγειο, αποτελούσε απειλή για τον Τουρκικό στόλο. Οι Μωαμεθανοί προσπάθησαν επανειλημμένα να εκδιώξουν τους Ιωαννίτες από την περιοχή, ενώ οι Ιππότες με συνδυασμό συνεχούς στρατιωτικής προετοιμασίας και διπλωματίας κατάφερναν να τους αντιμετωπίσουν. Οι Ιππότες προνόησαν να θωρακίσουν το νησί και έτσι οι οχυρώσεις της πόλης επεκτάθηκαν, η πόλη τετραπλασιάστηκε σε μέγεθος σε σχέση με τη βυζαντινή και αναπτύχθηκε σε μια ημικυκλική περιοχή έκτασης 800.000 τ.μ. γύρω από το κεντρικό λιμάνι.
Εκτός από δεινά του πολέμου η Ρόδος υπέφερε και από 5 ισχυρούς καταστρεπτικούς σεισμούς το 1481. Ο δεύτερος μάλιστα ήταν τόσο δυνατός που λόγω παλίρροιας λένε πως ένα πλοίο πετάχτηκε στην ξηρά και έσπασε. Ο λαός έπρεπε να μένει στο ύπαιθρο, κάτω από δυνατή βροχή, βλέποντας τη θάλασσα να ξεχειλίζει.
Οι σεισμοί είχαν σαν αποτέλεσμα η οχύρωση και τα κτίρια της πόλης στο μεγαλύτερο μέρος τους να γίνουν σωρός ερειπίων. Χωριά καταστράφηκαν, δέντρα και σπαρτά κάηκαν και ζώα λεηλατήθηκαν. Οι Ιππότες κάνουν λειτουργίες και νηστείες και εκδίδουν διατάγματα κατά της έκκλησης των ηθών, ενώ παράλληλα απαλλάσσουν το λαό από τη φορολογία και μοιράζουν σιτάρι. Οι Ιππότες αμέσως πήραν μέτρα για την κτηνοτροφία και τη γεωργία και άρχισαν την ανοικοδόμηση της οχύρωσης και των κτιρίων, η οποία στέφθηκε με επιτυχία από τον ικανό Μεγάλο Μάγιστρο d’ Aubusson (1476-1503).
Τον Οκτώβριο του 1498, η επιδημία της πανώλης χτυπάει το νησί για 20 ολόκληρους μήνες και όλοι οι δρόμοι ερήμωσαν. Ο Μέγα Μάγιστρος έλαβε αυστηρά μέτρα· έπαψαν οι συγκεντρώσεις και δόθηκε διαταγή να μεταφερθούν οι άρρωστοι εκτός πόλης, κυρίως σε μοναστήρια. Στις οικογένειες που είχαν ανάγκη, μοιράστηκαν τρόφιμα και βοηθήματα. Τα σπίτια των αρρώστων που ήταν μέσα σε στενά, χτίστηκαν με τοίχους για να μην έχουν επικοινωνία με άλλους. Το κακό σταμάτησε τον Ιούνιο του 1500.
Η πολιορκία της Ρόδου
Οι πιο σημαντικοί σταθμοί στη στρατιωτική ιστορία των Ιπποτών κατά το διάστημα που κατέχουν τα Δωδεκάνησα είναι η πρώτη πολιορκία της Ρόδου από τους Τούρκους το 1480 και η δεύτερη και η πιο σημαντική το 1522. Η πολιορκία του 1480 δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, αφού οι 100.000 Τούρκοι στρατιώτες δεν μπόρεσαν να κάμψουν την αγωνιστικότητα του ροδιακού λαού και των 7.000 Ιπποτών. Η πολιορκία του σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή το 1522 είναι και η τελευταία και εκείνη που σήμανε τη διάλυση του νησιωτικού κράτους των Ιπποτών και την αρχή της Τουρκοκρατίας στα Δωδεκάνησα.
Η πολιορκία άρχισε από τα τέλη Ιουνίου 1522 και τέλειωσε στις 20 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους. Αυτή τη περίοδο, οι πολιορκημένοι Ιππότες και Έλληνες κάτοικοι της Ρόδου, έχουν ενωθεί για να αντιμετωπίσουν το κοινό τους κίνδυνο, σε έναν αγώνα άνισο αφού οι 200.000 άνδρες και τα 400 πλοία των Τούρκων, υπερτερούσαν σε σχέση με τους 5.600 Ιππότες και τον άπειρο λαό. Παρ όλη την έλλειψη τροφής και εφοδίων, οι πολιορκημένοι αντιστέκονταν με σθένος, ενώ δεν έλειψαν οι προδοσίες και οι κατασκοπίες. Οι απώλειες των Τούρκων υπολογίζονται πάνω από 50.000, ενώ των Χριστιανών γύρω στις 2.000, εκ των οποίων 200 Ιππότες (290 ήταν συνολικά τα ηγετικά στελέχη του στρατού που αγωνίστηκαν στο νησί).
Οι Τούρκοι στο στρατό τους είχαν πάνω από 60.000 ειδικευμένους εργάτες, συγκεκριμένα τεχνίτες για υπονόμους. Η συστηματική κατασκευή υπονόμων, για τη διάνοιξη τμημάτων στο κάστρο, θα τους οδηγούσε να εισβάλουν στην πόλη. Κατασκεύασαν 50 υπονόμους (mine), κάτω από το κάστρο της Ρόδου, όμως 40 από αυτούς καταστράφηκαν από τους αντιπάλους τους. Η καταστροφή των τουρκικών υπονόμων γινόταν με ανθυπονόμους, την κατασκευή των οποίων διηύθυνε ο περίφημος μηχανικός Gabriello Tadino Martinengo.
Η Ρόδος δέχτηκε φοβερά πλήγματα στις ημέρες τις πολιορκίας. Πηγές αναφέρουν λεπτομέρειες της πολιορκίας, όπως τα 1800 ειδικά βλήματα πέτρας και φωτιάς, που έκαιγαν τα σπίτια των πολιορκημένων ως τα θεμέλια. Άλλες πηγές περιγράφουν πως στο νησί υπήρχε μόνο σάπιο σιτάρι και κρέας παστό, ενώ δυσεύρετο ήταν ακόμα και ένα ποτήρι κρασί.
Αρκετά γνωστή είναι στις πηγές και η προδοσία του Μεγάλου Καγκελάριου της Ρόδου του Πορτογάλου Ανδρέας Amaral. O Amaral πρόδωσε με διάφορους τρόπους τη Ρόδο, επειδή δεν του δόθηκε η πριορία της Πορτογαλίας. Προέτρεπε τον σουλτάνο να συνεχίσει την πολιορκία του, δίνοντάς του πληροφορίες για τις ελλείψεις της πόλης και για τις διχόνοιες ανάμεσα στους Ιππότες. Τα πληροφοριακά του σημειώματα ο Amaral τα έριχνε στο στρατόπεδο των Τούρκων με τόξο. Είχε μάλιστα κανονίσει, την ημέρα των Αγίων Πάντων, να οδηγήσει στην πόλη 4.000 Τούρκους, από μια πόρτα που θα ήταν διοικητής ο ίδιος, όμως τα σχέδιά του ανακαλύφθηκαν έγκαιρα και ο Amaral εκτελέστηκε, δια απαγχονισμού, ενώ το σώμα του το έκοψαν σε 4 κομμάτια, σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση.
Το έντονο θρησκευτικό κλίμα των πολιορκημένων περιγράφουν μαρτυρίες Χριστιανών. Λένε πως οι Τούρκοι πολλές φορές είδαν τον Άγιο Ιωάννη, επάνω στα τείχη της Ρόδου. Πολλοί Ιππότες και άλλοι θεοφοβούμενοι πολίτες διέκριναν το Άγιο Πνεύμα σε μορφή περιστεριού στο πεδίο της μάχης να ενθαρρύνει τους Χριστιανούς.
Την 1η Ιανουαρίου του 1523 οι Ιππότες αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν και να εγκαταλείψουν οριστικά το νησί. Με την κατάληψη της Ρόδου, οι Οθωμανοί Τούρκοι συμπλήρωσαν την κατάληψη των νησιών, κάτι που ενέπνευσε πολλούς Τούρκους ποιητές να εγκωμίασαν το μεγάλο γεγονός.
Την επόμενη μέρα η σημαία του τάγματος κατέβηκε και η ναυαρχίδα «Σάντα Μαρία» με συνοδεία άλλων ιπποτικών καραβιών εγκαταλείπουν το λιμάνι της Ρόδου και αναχωρούν για Κρήτη. Μαζί με τους Ιππότες έφυγε και ένας μεγάλος αριθμός Ρόδιων (4.000-5.000), ο μητροπολίτης Κλήμης και όσοι δεν μπορούσαν να αντέξουν τη σκλαβιά του νέου κατακτητή. Οι Ιππότες πήραν μαζί τους τα ιερά κειμήλια του Τάγματος και την εικόνα της προστάτιδάς τους, της Παναγίας της Φιλέρημου. Μαζί με τους ντόπιους φεύγουν και βυζαντινές οικογένειες που είχαν εγκατασταθεί στη Ρόδο με την άλωση του 1453. Προσωρινά κατέφυγαν στην Κρήτη, ενώ ο οριστικός προορισμός των Ιπποτών ήταν η Μάλτα, όπου για μερικά χρόνια υπήρχε η Ροδιακή Κοινότητα Ουνιτών. Μετά την οριστική εγκατάσταση στη Μάλτα, οι Ιππότες της Ρόδου, μετονομάστηκαν σε Ιππότες της Μάλτας.
Το 1830 εγκαθίστανται οριστικά στη Ρώμη, αποβάλλουν τον πολεμικό χαρακτήρα και ασχολούνται μόνο με την περίθαλψη ασθενών. Μέχρι σήμερα διατηρούν νοσοκομεία στη Γερμανία, το Βέλγιο, τη Γαλλία, την Αγγλία και την Ιταλία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Κόλλιας, Η. 1991. Οι Ιππότες της Ρόδου – Το Παλάτι και η Πόλη, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα.
Παπαχριστοδούλου, Ι.Χ. 19722. Η Ιστορία της Ρόδου από τους Προϊστορικούς χρόνους έως την Ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου (1948). Αθήνα.
Στεφανίδου, Στ.Α. 2004. Η Μεσαιωνική Ρόδος με βάση το χειρόγραφο και την εικονογράφηση του Johannes Hedenborg (1854). Εκδόσεις Σταμούλη.
Τατάκη Α. 1994. Ρόδος. Εκδοτική Αθηνών Α.Ε. Αθήνα.
Τσιρπανλής, Ν.Ζ. 1991. Η Ρόδος και οι Νότιες Σποράδες στα χρόνια των Ιωαννιτών Ιπποτών (14ος – 16ος αι.). Συλλογή ιστορικών μελετών. ΥΠΠΟ-ΤΑΠΑ, Ρόδος.
Χαραλάμπους, Μ. 2006. Η Ρόδος από τους Μεσαιωνικούς στους Νεότερους Χρόνους (πτυχιακή εργασία), Ρόδος.
της Ευτυχίας Μανουσάκη, αρχαιολόγου/ HISTORICAL QUEST