Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος υπερασπίζεται ανδρειοφρόνως την Πόλη και προσεύχεται ήρεμα εντός του προς τον Θεό:
Ω! Ύψιστε Θεέ, Ουράνιε Παντεπόπτα, Συ τα πάντα έφοράς, μην επιτρέψεις ποτέ η αδικία να νικήσει τήν δικαιοσύνη.
Οι χριστιανοί αμάρτησαν βαριά ένώπιόν Σου και τις Εντολές Σου φρικτά ποδοπάτησαν.
Τούτη τήν μάχη Εσύ τήν επέτρεψες:
εξαιτίας των αμαρτιών των ανθρώπων χύνεται το αίμα.
Αν είναι θέλημά Σου να πέσει ή Βασιλεύουσα Πόλις, παρακαλώ Σε, τον λαό μου εμψύχωσε να μην παραδοθεί• μην αλλαξοπιστήσει ό λαός, μήποτε ό Σταυρός ποδοπατηθεί!
Ενίσχυσε τούς ανθρώπους μου να υπομείνουν και τη δουλεία μέχρι να έλθει ξανά ή περιπόθητη Ελευθερία.
Ας γίνουν δούλοι άν πρέπει και σκλάβοι ακόμη-
το μίσος και οι χλευασμοί ας τούς βρουν,
άλλα ας υπομείνουν με ελπίδα και ας μετανοήσουν,
κάθε παλιά τους αμαρτία με βαθύ αναστεναγμό ας εκπνεύσει
έως ότου ή επιστροφή τους σε Εσένα ολοκληρωθεί.
Διότι άν έχουν Εσένα τον ασύλητο Θησαυρό θά έχουν αξιωθεί! Μα και όλο τον πλούτο τους πού είχε λεηλατηθεί.
Εσύ θά δώσεις εξ ολοκλήρου να αποκατασταθεί!
Μία Βασιλίδα Πόλη θεμελίωσες στον ουρανό,
πανενδόξως εκεί με τούς πιστούς δούλους Σου συμβασιλεύεις!
Ιδού! παρίσταμαι ένώπιον αυτής, της Κωνσταντινουπόλεως !
Ώ! Πανοικτίρμον Κύριε,
ελέησον τας ψυχάς ημών των αμαρτωλών!
Όταν ή Καινή Κτίσις ολοκληρωθεί,
τότε μόνον ή παλαιά Πόλις ας ισοπεδωθεί!»
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Ο ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΑΧΡΙΔΟΣ. ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ