Το 1821 είναι ημερομηνία-σταθμός για την απαρχή της Ελληνικής Επανάστασης. Ύστερα από 4 αιώνες σκλαβιάς κάτω από τον τουρκικό ζυγό, ο αγώνας για την απελευθέρωση ξεκίνησε από την Πελοπόννησο.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, το ελληνικό έθνος αντιμετώπισε πολλά οικονομικά προβλήματα και μια άμεση λύση έπρεπε να βρεθεί από την Κυβέρνηση για να αποφευχθεί η χρεοκοπία.
Είναι γεγονός, ότι με την έναρξη της επανάστασης, πολύς κόσμος, αλλά και αγωνιστές επιδόθηκαν στη λαφυραγωγία. Στόχος τους ήταν χρήματα, τιμαλφή και άλλα πολύτιμα αντικείμενα που είχαν στην κατοχή τους οι Τούρκοι.
Η ποσότητα των αντικειμένων ήταν αξιοπρόσεχτη. Ο Δημήτριος Υψηλάντης, τότε, πρότεινε ένα ποσοστό από τα κοσμήματα και τα πολύτιμα αντικείμενα να διατίθεται στο έθνος, σε κοινό ταμείο για τη στήριξη της επανάστασης και τη βιώσιμη λειτουργία της κυβέρνησης.
Αναμενόμενα, η μακροχρόνια έλλειψη αγαθών έφερε την διχόνοια ανάμεσα σε λαφυραγωγούς και κυβερνητικούς κι έτσι από τη λαφυραγώγηση που ακολούθησε η Ελληνική Κυβέρνηση δεν εισέπραξε σχεδόν τίποτα!
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι μετά την άλωση της Τριπολιτσάς, μόνο ο αγωνιστής Κεφάλας, παρέδωσε στον Υψηλάντη δέκα χάλκινα κουταλάκια για τη σωτηρία της πατρίδας του.
Η απόφαση της «Προσωρινής Διοικήσεως» και η «χρηματολογία»
Η σφραγίδα της Πελοποννησιακής Γερουσίας
Το ύψος των εσόδων από τη λαφυραγωγία ήταν ελάχιστα έως μηδαμινά.
Το 1822, η «Προσωρινή Διοίκηση» στην Πελοπόννησο προσπάθησε να βρει άλλη πηγή εσόδων. Τον Ιανουάριο του ίδιου έτους αποφάσισε την αναγκαστική φορολόγηση ενός γροσιού ανά άτομο. Αν και βολικό, μια τέτοια απόφαση ήταν αδύνατο να υλοποιηθεί, καθώς στην ερειπωμένη σχεδόν Πελοπόννησο, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της ζούσε μέσα στην ένδεια και την ανασφάλεια.
Λίγους μήνες αργότερα, η Πελοποννησιακή Γερουσία επέβαλε το πρώτο αναγκαστικό δάνειο. Αυτή η «χρηματολογία», θα επιβάρυνε τους ευκατάστατους και εκείνους που είχαν ένα περίσσευμα να προσφέρουν. «Η κινδυνεύουσα πατρίς προσκαλεί τους ευκαταστάστους να την βοηθήσουν εις τον ιερόν αγώνα τον υπέρ της φυσικής, ηθικής και πολιτικής υπάρξεώς της».
Με αυτόν τον τρόπο καλούσε η κυβέρνηση τους έχοντες να συνεισφέρουν στην ανοικοδόμηση της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και στην συνέχιση του απελευθερωτικού αγώνα.
Ο ρόλος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Ο "Γέρος του Μοριά" βοήθησε στην επίτευξη της απόφασης της Πελοποννησιακής Γερουσίας.
Οι αντιδράσεις για την «ακούσια εισφορά», δεν ήταν καθόλου ευοίωνες. Πολλοί ευκατάστατοι, δυσφόρησαν με το «εσωτερικό δάνειο», κι αποφάσισαν να μείνουν άπραγοι. Υπήρχε βέβαια και τεράστια αμφιβολία για το αν και πότε τα χρήματα που θα έδιναν για το καλό της πατρίδας, θα τους επιστρέφονταν ποτέ.
Για να δημιουργήσει μια σχέση εμπιστοσύνης με τους εσωτερικούς δανειστές, η Κυβέρνηση πρότεινε στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη να αποτελέσει χρέη εισπράκτορα του αναγκαστικού φόρου. Την απόφαση λοιπόν υπέγραψε κι ο «Γέρος του Μοριά».
Μαζί με τους γερουσιαστές Ανδρέα Καλαμογδάρτη, Ηλία Καράπαυλο, Χριστόδουλο Άχολο και Παναγιώτη Σοφιανόπουλο, ο στρατηγός είχε το ελεύθερο να επισκέπτεται τα σπίτια των οικονομικά εύρωστων και να εισπράττει το ανάλογο ποσό που είχε επιβάλλει η Γερουσία. Ένας σημαντικός αριθμός στρατιωτών και μια λίστα με τα ονόματα των ευκατάστατων διευκόλυνε την εργασία της πενταμελούς επιτροπής.
Πέρα από τα ονόματα που υπήρχαν στην λίστα, η επιτροπή είχε την δυνατότητα να εισπράξει τον φόρο και από άλλους τυχόν ευκατάστατους της επαρχίας. Τελειωτικό χαρτί της όλης επιχείρησης ήταν η διανομή ομολόγων, αμέσως μετά την είσπραξη, τα οποία βέβαια δεν είχαν καμία αξία. Το ποσό που μαζεύτηκε ήταν 1.066.000 γρόσια. Οι Πελοποννήσιοι, τελικά, εκούσια ή ακούσια συμμορφώθηκαν με την εντολή της Πελοποννησιακής Γερουσίας.
Μακροχρόνιο «εσωτερικό δάνειο»
Πριν η Ελλάδα φτάσει στη λήψη επίσημης χρηματικής βοήθειας, με τη μορφή δανεισμού, από τους Άγγλους η Κυβέρνηση πραγματοποίησε κι άλλες «ακούσιες εισφορές».
Το 1823, επιβλήθηκε πάλι αναγκαστικός φόρος. Αυτή τη φορά, η είσπραξη αναφερόταν σε κτήματα και περιουσίες, ενώ λίγο αργότερα ζητήθηκαν πέρα από χρήματα και ζώα για τις ανάγκες που είχαν τα στρατεύματα του Καραϊσκάκη.