Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς Τούρκους, το 1453, σήμανε την υποδούλωση του ελληνικού κόσμου σε ξένους κυριάρχους για περισσότερους από τέσσερις αιώνες. Μέσα σε δύσκολες συνθήκες, το ελληνικό έθνος στηρίχθηκε κυρίως στην ορθόδοξη πίστη και την ελληνική γλώσσα. Διατήρησε, έτσι, την ιδιαιτερότητά του και διεκδίκησε την ελευθέρια του με τη Μεγάλη Επανάσταση του 1821.
Μέσα σε δυο αιώνες (15ος - 17ος αιώνας) οι Οθωμανοί Τούρκοι κατέκτησαν ολόκληρη σχεδόν την ελληνική Χερσόνησο. Ορισμένες όμως περιοχές παρέμειναν, ήδη από το 1204, για μεγαλύτερο ή μικρότερο χρονικό διάστημα στην κυριαρχία των Λατίνων και κυρίως των Βενετών, των Γενουατών και των Φράγκων.
Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς Τούρκους, το 1453, ήταν η κατάληξη της παρακμής του Βυζαντινού κόσμου. Ήδη από τον 13ο αιώνα η άλλοτε ένδοξη Βυζαντινή Αυτοκρατορία αντιμετώπιζε πολλά πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα. Ξένες φυλές από το Βορρά και την Ανατολή εισέρχονταν στην περιοχή με ειρηνικό ή βίαιο τρόπο, ενώ Χριστιανοί της Δύσης, κυρίως οι Βενετοί, εκμεταλλεύονταν τα σπουδαιότερα εμπορικά λιμάνια, με αποτέλεσμα τον οικονομικό μαρασμό των εντοπίων. Μέσα σε δύο περίπου αιώνες ολόκληρη η ελληνική Χερσόνησος κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς Τούρκους. Μόνο τα Ιόνια Νησιά, με εξαίρεση τη Λευκάδα για κάποια χρονικά διαστήματα, δεν πέρασαν ποτέ στην οθωμανική εξουσία. Παρέμειναν μάλιστα στην εξουσία των Βενετών έως το 1797, πότε πέρασαν στα χέρια των Γάλλων και στη συνέχεια των Άγγλων. Η περίοδος από την κατάκτηση της ελληνικής Χερσονήσου, στα μέσα του 15ου αιώνα, έως και τη Μεγάλη Επανάσταση του 1821, που οδήγησε στον σχηματισμό του νέου ελληνικού κράτους, ονομάζεται Τουρκοκρατία.
Οι δύο πρώτοι αιώνες της Τουρκοκρατίας ήταν οι δυσκολότεροι για τους Χριστιανούς. Οι δημογραφικές, οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές ήταν μεγάλες. Αρκετοί κάτοικοι μετακινήθηκαν σε ορεινούς τόπους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επίσης, οι βυζαντινοί άρχοντες εξαφανίστηκαν μετά την Άλωση. Τέλος, αρκετοί λόγιοι έφυγαν στη Δυτική Ευρώπη. Όλα αυτά επηρέασαν αρνητικά τη συνοχή του ελληνικού πληθυσμού. Τελικά όμως οι υπόδουλοι Έλληνες δεν αφομοιώθηκαν, αφού κατάφεραν να διαφυλάξουν, με τη βοήθεια και της Εκκλησίας, τρία βασικά στοιχειά της εθνικής τους ταυτότητας: τη θρησκεία, τη γλώσσα και την παράδοση.
Από τα μέσα του 16ου αιώνα, η θέση των Ελλήνων στις τουρκοκρατούμενες περιοχές σταδιακά βελτιώθηκε. Την εποχή αυτή μειώθηκαν οι στρατιωτικές συγκρούσεις στην ελληνική Χερσόνησο και περιορίστηκε η φορολογία και το παιδομάζωμα. Οι εξελίξεις αυτές στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, με τη συμβολή των Ελλήνων της Διασποράς, τόνωσαν την παιδεία και οδήγησαν προοδευτικά το έθνος στην εκπαιδευτική αναγέννηση του 18ου αιώνα, που προετοίμασε το έδαφος για την Απελευθέρωση.
Αρκετά προβλήματα αντιμετώπιζαν και οι Έλληνες υπήκοοι των Βενετών. Έως τον 16ο αιώνα δεν τους επιτρεπόταν η συμμετοχή στη διοίκηση, ενώ οι Βένετοι κατείχαν τα ανώτερα θρησκευτικά αξιώματα και την περιουσία της Εκκλησίας. Αυτοί οι περιορισμοί, σε συνδυασμό με άλλες διακρίσεις, όπως η βαριά φορολογία και η συμμετοχή σε αγγαρείες για την κατασκευή δημοσίων έργων, προκαλούσαν συχνά διαμαρτυρίες ακόμη και εξεγέρσεις εναντίον των κατακτητών, με γνωστότερη την εξέγερση στη Ζάκυνθο το 1628, γνωστή ως «ρεμπελιό των ποπολάρων».
Καθώς όμως περνούσαν τα χρόνια και αρκετές βενετικές κτήσεις έπεφταν στα χέρια των Οθωμανών Τούρκων, οι Βένετοι άρχισαν να γίνονται πιο φιλικοί προς τους Έλληνες, που είχαν αναλάβει και το βάρος της άμυνας. Οι διακρίσεις σε βάρος των Ελλήνων στις βενετοκρατούμενες περιοχές περιορίσθηκαν επίσης και λόγω της μακραίωνης συνύπαρξης, που συχνά οδηγούσε σε μικτούς γάμους και σε κοινές οικονομικές δραστηριότητες.
Φωτογράφια: Πρόσφυγες από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία καταφεύγουν στα ελληνικά νησιά (15ος αιώνας), Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη
πηγές: Εκπαιδευτικά βιβλία, ebooksedu. βικιπαίδεια