Back to top

Η φιλία του με τον Μίκη Θεοδωράκη με τον Φιντέλ Κάστρο..

25/06/2022 - 15:50

Το 1962, ο Μίκης Θεοδωράκης μπήκε στο αεροπλάνο και κατευθύνθηκε στην Αβάνα. Ήταν προσκεκλημένος του Φιντέλ Κάστρο και του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα. Οι επαναστάτες μόλις πριν από τρία χρόνια είχαν εκδιώξει από τη χώρα τους το διεφθαρμένο καθεστώς του δικτάτορα Φουλχάνθιο Μπατίστα.

Στην Κούβα, Μίκης, Φιντέλ και Τσε ανέπτυξαν αμέσως μια στενή φιλία. Και οι τρεις αντιπροσώπευαν την έννοια του όρου «επανάσταση». Ο Φιντέλ και ο Τσε στην πράξη και ο Μίκης σαν πηγή έμπνευσης.

Χρειάστηκε να περάσουν 19 ολόκληρα χρόνια για να ξαναπάει ο Μίκης στην Κούβα. Δεν είχαν αλλάξει πολλά. Η μικρή χώρα συνέχιζε να είναι καρφί στο μάτι των Αμερικανών, συνέχιζε να δέχεται ένα λυσσαλέο εμπάργκο που την έπνιγε, αλλά συνέχιζε και να κρατά ψηλά τη σημαία της επανάστασης.

Ο «Comandante» στο μεταξύ είχε φύγει από τη ζωή, δολοφονημένος μέσα σε μια σχολική αίθουσα στο χωριό La Igera, ένα χωριό της Βολιβίας μέσα στη ζούγκλα στους πρόποδες των Άνδεων.

Μια βαθιά φιλία

Το 1981 όταν ο Μίκης ξαναπάτησε στην Αβάνα, η σχέση του με τον Φιντέλ ήταν η ίδια όπως την άφησαν το 1962. Λες και δεν είχαν περάσει σχεδόν 20 χρόνια, οι δυο άνδρες συνέχιζαν να είναι φίλοι καρδιακοί, να σέβονται και να θαυμάζουν ο ένας τον άλλον.

Στον μεγάλο Έλληνα συνθέτη είχε παραχωρηθεί μια μεγάλη «hacienda», λίγο έξω από την Αβάνα. Ο Μίκης θα πραγματοποιούσε συναυλίες στην Κούβα μαζί με τη Μαρία Φαραντούρη, τον Πέτρο Πανδή και τον Λάκη Κερνέζη.

Κάθε απόγευμα μετά τη μεσημεριανή σιέστα, Ο Φιντέλ επισκέπτονταν τον Μίκη στη hacienda και οι δυο τους συζητούσαν με τις ώρες. Καμιά φορά τους έπιανε και το ξημέρωμα. Η φιλιά μεταξύ τους ήταν δεδομένη. Έκαναν βόλτες και μιλούσαν για την επανάσταση, για τους Αμερικάνους, για το εμπάργκο, για τον Τσε, για την Σοβιετική Ένωση, για την Ελλάδα. Μιλούσαν για τη μουσική.

Μια άλλη φορά ξημερώματα άρχισε να χτυπάει η πόρτα της hacienda και όταν άνοιξε αγουροξυπνημένος ο Μίκης είδε τον Φιντέλ να στέκεται όρθιος και να θέλει να του εξηγήσει ένα όνειρο που είχε δει το βράδυ.

Οι καμπάνες της εκκλησίας

Η τελευταία συναυλία στην Κούβα θα γινόταν σε ένα τεράστιο καθεδρικό ναό στην κεντρική πλατεία της Αβάνας. Ήταν Ιούλιος του 1981 και ο ναός δεν είχε χρησιμοποιηθεί από το 1959 οπότε και παρέμενε κλειστός.

Ο Μίκης μίλησε με τον δήμαρχο και του ζήτησε σε κάποιο σημείο της συναυλίας, να ανάψουν όλοι οι πολυέλαιοι στο ταβάνι και να χτυπήσουν τις καμπάνες. Ο δήμαρχος λίγο έλειψε να χάσει το χρώμα του.

Οι καμπάνες στον ναό δεν είχαν ακουστεί εδώ και χρόνια. Τελικά όμως επειδή ήξερε ότι του το ζητούσε ο επιστήθιος φίλος του Φιντέλ, δέχτηκε. Πράγματι προς το τέλος της συναυλίας ο Μίκης έγνεψε στον δήμαρχο και αυτός με τη σειρά του έκανε σήμα να χτυπήσουν οι καμπάνες.

Ο Φιντέλ που πάντα μέσα του ζούσε ο κυνηγημένος επαναστάτης όπως πρέπει σε κάθε ηγέτη επανάστασης, νόμιζε ότι γινόταν πραξικόπημα και ότι οι καμπάνες χτυπούν γιατί δέχεται επίθεση.

Τινάχτηκε από τη θέση του, έπιασε το πιστόλι του που βρισκόταν στη θήκη περασμένο στη ζώνη του παντελονιού και ετοιμάστηκε να «πουλήσει ακριβά τη ζωή του».

Ο Μίκης επάνω στη σκηνή κατάλαβε ότι ο Φιντέλ τρόμαξε και πως κάτι κακό έβαλε με το νου του. Κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλοπάτια, πήγε στις πρώτες θέσεις, αγκάλιασε τον Κάστρο και του ζήτησε να ησυχάσει εξηγώντας του ότι εκείνος ήταν ο υπαίτιος για τις καμπάνες.

Canto General

Το λατρεμένο τραγούδι του Φιντέλ ήταν το αριστούργημα του Μίκη, το Canto General που είχε μελοποιήσει ο Έλληνας συνθέτης σε στίχους του Pablo Neruda. Στις συναυλίες στην Κούβα όταν ο «Líder Máximo» άκουγε τον Πέτρο Πανδή να τραγουδάει, έκλαιγε.

Κάθε φορά σκούπιζε τα δάκρυα του ο αρχηγός της επανάστασης. Η μελοποίηση του Μίκη του συντάρασσε την ψυχή. Μια φορά μετά από μια συναυλία με τον Μίκη στο πλευρό του ο Φιντέλ είχε πει: «Η μουσική είναι δυσκολότερη από την πολιτική. Η απόδειξη είναι πως υπάρχουν περισσότεροι πολιτικοί στον κόσμο και λιγότερο μουσικοί».

Το Canto General είναι το μουσικό έργο σύμβολο της ελευθερίας των Pablo Neruda (στίχοι) και Μίκη Θεοδωράκη (μουσική). Ο Θεοδωράκης συνθέτει το Canto General το 1972 στη Γαλλία, όταν πρέσβης της Χιλής στο Παρίσι είναι ο Pablo Neruda, ο οποίος και παρακολουθεί κάποιες από τις πρόβες μαζί με τη σύζυγό του. Ο Neruda ενθουσιάστηκε με την σύνθεση.

Τον Σεπτέμβριο του ’73 ο Μίκης περιοδεύει στη Λατινική Αμερική και σκοπεύει να παρουσιάσει το έργο στο Στάδιο του Σαντιάγο, αλλά, ευρισκόμενος στη Βενεζουέλα, λαβαίνει την είδηση για το στρατιωτικό πραξικόπημα του Πινοσέτ στη Χιλή και την ομαδική ανθρωποσφαγή στον χώρο αυτό που αργότερα μετονομάζεται Στάδιο Victor Jara.

Το έργο παρουσιάστηκε στην Ελλάδα το 1975 με την πτώση της χούντας στη μεγάλη συναυλία του Μίκη, στο στάδιο Καραισκάκης. Θεωρείται ένα από τα καλύτερα έργα της καριέρας του.