Η αθηναϊκή δημοκρατία έφτασε στον κολοφώνα της στα μέσα του 5ου αιώνα και η ακμή αυτή κράτησε τριάντα περίπου χρόνια, περίοδος που έμεινε στην ιστορία ως ο χρυσός αιώνας του Περικλή. Όμως το πολίτευμα με τους ξεχωριστούς θεσμούς του υπήρχε ήδη σαράντα χρόνια πριν από τον Περικλή και θα επιβίωνε ως την εποχή των Μακεδόνων, διακόσια χρόνια αργότερα. Έζησε δηλαδή σχεδόν τρεις αιώνες, όσο καμμιά άλλη σύγχρονη ή αρχαία δημοκρατία. Την μεγάλη αντοχή στο χρόνο της αθηναϊκής δημοκρατίας την αποδίδουν οι μελετητές όχι μόνο στους σωστούς θεσμούς αλλά και στην μεγάλη προσαρμοστικότητα και εξελικτικότητά τους. Οι θεσμοί γεννήθηκαν από τις ανάγκες της ζωής και γι” αυτό προσαρμόζονταν εύκολα στις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Δεν υπήρξαν εγκεφαλικά δημιουργήματα κάποιας σοφής κεφαλής, έστω κι αν αυτή ανήκε στον Σόλωνα.
Η προσαρμοστικότητα των θεσμών φαίνεται από την εξέλιξη του θεσμού του βασιλιά. Σε πλήρη δημοκρατία, τον καιρό του Περικλή, κληρωνόταν κάθε χρόνο ο άρχων βασιλεύς, μακρυνός απόηχος των μυκηναίων ανάκτων, τελευταίος των οποίων υπήρξε ο Κόδρος. Ο θεσμός δεν καταργήθηκε. Εξελίχτηκε σε ένα ανώδυνο για την δημοκρατία αξίωμα με θρησκευτικές τελετουργικές αρμοδιότητες.
Μπορεί να θεωρείται ο Κλεισθένης ιδρυτής της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, βασίστηκε όμως στην νομοθεσία που θέσπισε ο Σόλων, που είναι χωρίς αμφιβολία ο πατέρας της δημοκρατίας. Όταν ο Σόλων συνέταξε τους νόμους του, δεν είχε και πολλές αυταπάτες για την αποτελεσματικότητά τους. “Ο νόμος” έλεγε “μοιάζει με τον ιστό της αράχνης: Τα μικρά και τα αδύνατα πιάνονται σ’ αυτόν, ενώ τα ισχυρά τον σχίζουν και περνούν”. Ακόμα ένα δείγμα ευθύτητας και παρρησίας, που χαρακτήριζαν το αρχαίο ελληνικό πνεύμα.
Η δημοκρατία που καθιέρωσε ο Κλεισθένης, μετά την εκδίωξη των Πεισιστρατιδών, ήταν σχετικά πλουτοκρατικό και ολιγαρχικό σύστημα, είχε όμως σωστούς και εξελίξιμους θεσμούς και, με τις μεταρρυθμίσεις που έκαναν ο Εύβουλος, ο Εφιάλτης και ο Περικλής, μεταμορφώθηκε σε πραγματικά «λαοκρατικό» καθεστώς.
Το πολίτευμα λοιπόν της αρχαίας Αθήνας όπως διαμορφώθηκε μετά τις ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη, του Εφιάλτη και του Περικλή, ήταν η άμεση δημοκρατία. Η Εκκλησία του Δήμου, δηλαδή η λαϊκή συνέλευση όλων των αθηναίων πολιτών από 20 ετών και πάνω, μετά το 462 π.Χ. είχε συγκεντρώσει όλες τις εξουσίες και τις ασκούσε με τα διάφορα όργανα, που αυτή όριζε ή ήλεγχε. Είχε όχι μόνο νομοθετικές εξουσίες αλλά και εκτελεστικές και, σε ορισμένες περιπτώσεις (εσχάτη προδοσία, ασέβεια κ.ά.), μεταβαλλόταν σε ανώτατο δικαστήριο, πράγμα που έκανε τον Αριστοτέλη να την χαρακτηρίσει «μυριοκέφαλη τυραννία».
Στην Εκκλησία του Δήμου, που συνεδρίαζε 40 φορές το χρόνο, μπορούσε να πάρει τον λόγο ο κάθε πολίτης και όσο μιλούσε και ό,τι κι αν έλεγε, κανείς δε μπορούσε να τον διακόψει ή να τον σταματήσει. Ήταν η περίφημη ισηγορία..
Η Εκκλησία του Δήμου εξέλεγε τα 500 μέλη της Βουλής. Οι βουλευτές έβγαιναν με κλήρο από 1000 εκπρόσωπους των 170 δήμων της Αττικής (100 για κάθε φυλή), που ονομάζονταν πρόκριτοι και εκλέγονταν με μυστική ψηφοφορία για έναν χρόνο. Οι 500 που δεν κληρώνονταν βουλευτές, έμεναν αναπληρωματικοί και ονομάζονταν επιλαχόντες.
Από τους 500 βουλευτές, οι οποίοι έπαιρναν μια μικρή χρηματική αποζημίωση τριών οβολών την ημέρα, κληρωνόταν η πρυτανεία, από 50 μέλη, η οποία για διάστημα 35 ημερών αποτελούσε την κυβέρνηση της αθηναϊκής δημοκρατίας. Οι πρυτάνεις, όσον καιρό ασκούσαν τα καθήκοντά τους έμεναν στο Πρυτανείο με έξοδα του κράτους. Ένας από αυτούς οριζόταν για μια ή δυό το πολύ μέρες Γραμματεύς της Βουλής, δηλαδή πρωθυπουργός.
Η Βουλή ήταν το συμβουλευτικό όργανο της Εκκλησίας του Δήμου. Κάθε νόμος, για να ψηφιστεί από την τελευταία, έπρεπε να προετοιμαστεί και να συζητηθεί από την Βουλή, που έβγαζε το προβούλευμα. Γι” αυτό τα νομοθετήματα που ψήφιζε η Εκκλησία του Δήμου άρχιζαν πάντα με τη φράση: ΕΔΟΞΕ Τωι ΔΗΜΩι ΚΑΙ Τηι ΒΟΥΛΗι, (δηλαδή, φάνηκε σωστό στον Λαό και στην Βουλή).
Ανακεφαλαιώνοντας, βλέπουμε ότι πηγή και φορέας όλων των εξουσιών ήταν η λαϊκή συνέλευση, η Εκκλησία του Δήμου. Ότι όλα τα αξιώματα ήταν συνήθως ενιαύσια και προσιτά σε όλους τους πολίτες. Ότι πολλοί άρχοντες έβγαιναν με κλήρωση, που σημαίνει ότι από την στιγμή που κάποιος γεννήθηκε αθηναίος πολίτης είχε εν δυνάμει εκλεγεί σε πολλά αξιώματα και απλά περίμενε πότε θα κληρωθεί σε ένα από αυτά. Σημαίνει επίσης ότι όλοι οι πολίτες, πλούσιοι ή φτωχοί, θα ερχόταν κάποτε η ώρα να κληρωθούν ή να εκλεγούν σε κάποιο αξίωμα.
Τις δικαστικές αρχές αποτελούσαν δύο μεγάλα δικαστήρια, ο Άρειος Πάγος, το παλιό ανώτατο δικαστήριο, που στα χρόνια της δημοκρατίας είχε χάσει πολλές από τις αρμοδιότητές του, και η Ηλιαία, το λαϊκό δικαστήριο, που το απαρτίζαν 6000 μέλη που έβγαιναν με κλήρωση από όλους τους πολίτες για έναν χρόνο και έπαιρναν επίσης ημερήσια αποζημίωση τριών οβολών. Η Ηλιαία χωριζόταν σε δέκα τμήματα από 600 δικαστές το καθένα και επιλαμβανόταν με όλες τις ποινικές και αστικές περιπτώσεις. Υπήρχαν όμως και μικρότερα ή και ειδικά δικαστήρια.
Τις διοικητικές αρχές της Αθηναϊκής Δημοκρατίας τις όριζε επίσης, με κλήρωση ή με ψηφοφορία, η Εκκλησία του Δήμου. Τις αποτελούσαν:
Οι εννέα άρχοντες, που που μετά το 462 πΧ είχαν χάσει κάθε ουσιαστική εξουσία και ασκούσαν μόνο τελετουργικά καθήκοντα. Οι εννέα άρχοντες κληρώνονταν ανάμεσα στους πλούσιους, (πεντακοσιομέδιμνους) και ήταν: ο επώνυμος άρχων, ο άρχων βασιλεύς, ο πολέμαρχος και οι έξι θεσμοθέται. Μετά την θητεία τους, που ήταν για έναν χρόνο, γίνονταν ισόβια μέλη του Αρείου Πάγου.
Οι δέκα αστυνόμοι, οι οποίοι είχαν καθήκοντα τήρησης της τάξης και είχαν υπό τις διαταγές τους ένοπλα τμήματα σκυθών ή θρακών δούλων.
Οι δέκα επισκευασταί των ιερών, που φρόντιζαν για την συντήρηση των ναών, οι πέντε οδοποιοί, οι πέντε νεωροί, ο επιμελητής των κρηνών, υπεύθυνος για την ύδρευση της πόλης και οι αρχιτέκτονες επί τας ναυς, που ευθύνονταν για την ναυπήγηση και συντήρηση των πολεμικών σκαφών.
Οι οικονομικές αρχές της αθηναϊκής δημοκρατίας ορίζονταν επίσης με κλήρωση για έναν χρόνο από την Εκκλησία του Δήμου, και ήταν: οι δέκα ελληνοταμίαι, οι δέκα ταμίαι της Αθηνάς, οι δέκα ταμίαι των άλλων θεών, ο επί των θεωρικών, οι δέκα σιτοφύλακες, οι δέκα πωληταί και οι δέκα αποδέκται.
Τέλος, τις στρατιωτικές αρχές τις αποτελούσαν οι δέκα στρατηγοί, που εκλέγονταν (ένας για κάθε φυλή) για έναν χρόνο χωρίς δικαίωμα επανεκλογής (αυτό το τελευταίο καταργήθηκε μετά το 440 π.Χ.), οι δέκα ταξίαρχοι, οι δέκα φύλαρχοι, οι δύο ίππαρχοι και ο ταμίας των στρατιωτών.
Στρατηγοί μπορούσαν να εκλεγούν από όλες τις τάξεις. Σε σπάνιες περιπτώσεις μεγάλων εθνικών κινδύνων, ένας στρατηγός περιβαλλόταν με μεγάλες, σχεδόν δικτατορικές, εξουσίες, πάντα με απόφαση της Εκκλησίας του Δήμου και για πολύ μικρό χρονικό διάστημα και τότε ονομαζόταν στρατηγός αυτοκράτωρ.
Τα κύρια θεσμικά γνωρίσματα της δημοκρατίας όμως δεν ήταν τα αξιώματα αλλά οι λειτουργίες της: Η μικρή διάρκεια της εξουσίας, (το πολύ έναν χρόνο, αν και οι πρυτάνεις κυβερνούσαν μονάχα λίγες βδομάδες και ο γραμματέας της Βουλής, δηλαδή ο πρωθυπουργός, μια ή δύο μέρες!). Η συνεχής εναλλαγή προσώπων στην εξουσία. Το προσιτό της εξουσίας σε όλους τους πολίτες ανεξάρτητα από καταγωγή ή περιουσία. Η αιρετότητα των αρχόντων, με μυστική ψηφοφορία ή κλήρωση. Η γραπτή νομοθεσία, με νόμους που επεξεργαζόταν η Βουλή και ψήφιζε η λαϊκή συνέλευση. Η ανεξαρτησία και η λαϊκή βάση της δικαιοσύνης.
Υπήρχαν όμως κι άλλοι θεσμοί που έδιναν στην αθηναϊκή δημοκρατία τα χαρακτηριστικά της πολιτείας του δικαίου και της ευνομίας.
Ένας από αυτούς ήταν ο θεσμός των δοκιμασιών: κανείς πολίτης δε μπορούσε να βάλει υποψηφιότητα για να εκλεγεί σε κάποιο αξίωμα, αν προηγουμένως δεν περνούσε ευνοϊκά από έξι δοκιμασίες.
Συγκεκριμένα έπρεπε να αποδείξει:
– Ότι είναι γνήσιος αθηναίος πολίτης.
– Ότι υπηρέτησε στον στρατό και πήρε μέρος σε εκστρατείες.
– Ότι πλήρωνε τακτικά τους φόρους.
– Ότι ήταν έντιμος και δεν είχε καταδικαστεί ποτέ για ατιμωτικό αδίκημα.
– Ότι ήταν ευσεβής.
– Ότι η συμπεριφορά του προς τους γονείς του ήταν άψογη.
Οι δοκιμασίες αυτές ήταν ουσιαστικές και εξονυχιστικές και γίνονταν οι τρεις πρώτες από την Βουλή και οι άλλες τρεις από τα δικαστήρια. Με τις δοκιμασίες αυτές είναι φανερό πως πολλοί φαύλοι αποκλείονταν εξ αρχής από την δυνατότητα να εκλεγούν.
Ένας άλλος σημαντικός θεσμός ήταν των λειτουργιών, οι οποίες ήταν κάποιο είδος τιμητικής φορολογίας. Η Εκκλησία του Δήμου ανέθετε σε κάποιον πλούσιο πολίτη να εξοπλίσει ένα πολεμικό σκάφος, να χρημοτοδοτήσει το ανέβασμα μιας τραγωδίας (από εκεί βγήκε και ο όρος χορηγός) και γενικά να κάνει κάποιο κοινωφελές έργο, χωρίς ελπίδα κέρδους εκτός από την αναγραφή τού ονόματός του σε τιμητική στήλη.
Ο οριζόμενος είχε δικαίωμα να αρνηθεί, αλλά με τον όρο να υποδείξει άλλον, πλουσιώτερο κατά την γνώμη του, που κι αυτός με την σειρά του μπορούσε να ζητήσει την ανταλλαγή των περιουσιών τους, αν ισχυριζόταν πως δεν ήταν τόσο πλούσιος. Η ανταλλαγή αυτή λεγόταν αντίδοσις.
Τρίτος, τέλος, θεσμός ήταν ο οστρακισμός, με τον οποίον μπορούσε η Δημοκρατία να απομακρύνει από την πολιτική σκηνή όποιον η κοινή γνώμη θεωρούσε πως με την πολιτεία του ή και απλώς λόγω εξαιρετικής δημοφιλίας, μπορούσε να γίνει επικίνδυνος για τους θεσμούς και το πολίτευμα. Ο οστρακισμός καθιερώθηκε το 508 από τον Κλεισθένη για να αποκλείσει την επανάληψη της τυρανίας. Αποφασιζόταν ύστερα από σχετική δημόσια καταγγελία από την Εκκλησία του Δήμου, που εκτάκτως συνεδρίαζε στην Αγορά και όχι στην Πνύκα. Ακολουθούσε ψηφοφορία όλων των πολιτών οι οποίοι γράφανε το όνομα του υποψήφιου για οστρακισμό πάνω σε κομμάτια πήλινων σκευών (όστρακα). Αν τα γραμμένα όστρακα ήταν περισσότερα από το μισό των ψηφισάντων ο καταδικασμένος έπρεπε να φύγει σε τρεις μέρες από την Αττική και να μείνει σε υπερορία (εξορία) για δέκα χρόνια, μετά τα οποία ξαναγύριζε, χωρίς άλλες συνέπειες στα πολιτικά του δικαιώματα, στην περιουσία ή την οικογένειά του.
Ήταν λοιπόν ο Δήμος Αθηναίων αληθινή δημοκρατία; Πολλοί το αρνούνται, προβάλλοντας ισχυρά επιχειρήματα. Ομως τί είναι δημοκρατία; Στο ερώτημα αυτό απαντα ο Περικλής στον “Επιτάφιο”: “Το να κυβερνούν όχι οι λίγοι αλλά οι πολλοί, αυτό το λέμε δημοκρατία”, ( Το ουχί ες ολίγους αλλ’ ες πλείονας οικείν, δημοκρατία κέκληται). Το ζήτημα είναι τί εννοούμε λέγοντας “πολλοί”.
Το αντίθετο της δημοκρατίας είναι η ολιγαρχία, στην οποία κυβερνούν οι λίγοι. Η αντίληψη ότι δεν είναι σωστό να κυβερνούν την πολιτεία οι πολλοί, ο όχλος, ο αδαής λαός, αλλά οι λίγοι εκλεκτοί, οι άριστοι, είναι πανάρχαιη και εκφράστηκε πιο καθαρά από τον Πλάτωνα. Το θέμα είναι ποιοί είναι αυτοί οι άριστοι, από πού αντλούν το δικαίωμα να κυβερνούν και βάσει ποιας λογικής αρνούνται το δικαίωμα αυτό στον απλό λαό.
Οι κάθε είδους και ονομασίας ολιγαρχικοί δέχονται ως κριτήριο για να καταταγεί κάποιος στους αρίστους είτε την καταγωγή είτε τον πλούτο είτε την μόρφωση και υποστηρίζουν ότι το δικαίωμα να κυβερνούν οι άριστοι το παίρνουν είτε από τους θεούς, είτε από την ιστορική ή κοινωνική αναγκαιότητα είτε από άλλες εξ ίσου νεφελώδεις και αυθαίρετες πηγές. Στην πραγματικότητα μοναδική πηγή της εξουσίας των αρίστων ήταν από αρχαιοτάτων χρόνων η απροκάλυπτη ή συγκεκαλυμμένη βία.
Στις διάφορες μορφές δημοκρατίας, αντίθετα, αυτοί που κυβερνούν εκλέγονται από κάποιους άλλους. Ο τρόπος που εκλέγονται και ο αριθμός αυτών που έχουν το δικαίωμα εκλογής ποικίλει φυσικά, ανάλογα με την μορφή της δημοκρατίας, πάντως όσο πιο μεγάλος είναι ο αριθμός των εκλεγόντων, όσο πιο μεγάλη είναι η δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε πολλούς υποψήφιους και όσο πιο εύκολη είναι η διαδικασία, τόσο πλατύτερη είναι η δημοκρατία.
Βέβαια η Αθηναϊκή Δημοκρατία δεν ήταν κάποιο ιδανικό πολίτευμα. Είχε πολλά και σοβαρά τρωτά και μειονεκτήματα, όχι όμως αυτά που τονίζουν ο Αριστοτέλης, ο Πλάτωνας ή ο Ξενοφώντας. Ο πρώτος ήταν προκατειλημένος εναντίον της και οι άλλοι δύο απροκάλυπτοι εχθροί της. Αυτούς τους ενοχλούσε η παντοδυναμία της Εκκλησίας του Δήμου, το ευμετάβλητο των διαθέσεων και αποφάσεων του λαού και το νεωτεριστικό πνεύμα που κυριαρχούσε παντού.
Τα πραγματικά μειονεκτήματα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, που την οδήγησαν τελικά στην ήττα, ήταν άλλα.
Πρώτα πρώτα ήταν ο αποκλεισμός των γυναικών από κάθε είδους κοινωνική και πολιτική δραστηριότητα. Οι αθηναίες δεν είχαν κανένα πολιτικό και ελάχιστα κοινωνικά δικαιώματα, σε αντίθεση με τις γυναίκες της Σπάρτης, του Αργους, της Λέσβου, της Κρήτης και άλλων ελληνικών περιοχών.
Ακόμα, η Αθηναϊκή Δημοκρατία ήταν φιλοπόλεμη και επεκτατική. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Στην αρχαιότητα το κυριώτερο μέσον παραγωγής ήταν η γη. Η Πολιτεία, έχοντας για στήριγμα της τους ελεύθερους μικροκαλιεργητές, έπρεπε να φροντίζει να έχουν όλοι τους επαρκείς κλήρους γης. Όταν η γη της Αττικής δεν επαρκούσε πια, η Δημοκρατία έκανε πολέμους, προσαρτούσε νέα εδάφη και εγκαθιστούσε σ” αυτά αθηναίους κληρούχους. Οι συνεχείς όμως πόλεμοι, που δεν τους έκανε με μισθοφορικά στρατεύματα αλλά με δικό της στρατό από αθηναίους πολίτες, υπονόμευε την ίδια την κοινωνική της βάση, διότι οδηγούσαν τους πολίτες στην οικονομική καταστροφή.
Τέλος, η Αθηναϊκή Δημοκρατία ήταν υπερβολικά τοπικιστική. Μολονότι της δόθηκε η ευκαιρία να συνενώσει σε μια πολιτική ενότητα το σύνολο σχεδόν της Ελλάδας, δεν είχε την διορατικότητα, την ευρύτητα του πνεύματος και την οργανωτική ικανότητα να το κάνει, αρετές που αργότερα μόνο η Ρώμη επέδειξε. Ακόμα και οι ξένοι που είχαν εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα και που στο τέλος του 5ουαιώνα αποτελούσαν σχεδόν τους μισούς κατοίκους του Άστεως, δεν απέκτησαν ποτέ δικαιώματα αθηναίου πολίτη.
Αυτά τα σοβαρά μειονεκτήματα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας την οδήγησαν σε αδιέξοδα και προκάλεσαν την παρακμή της. Παρ’ όλα αυτά ήταν το πιο γόνιμο σε θεσμούς και ιδέες (που γνώρισαν παγκόσμια ακτινοβολία και έχουν διαχρονική ισχύ) πολιτικό και κοινωνικό καθεστώς της ιστορίας.