Η Αδελίνα Γκιτάρ, γνωστή και ως Μαντάμ Ορτάνς, γεννήθηκε στο Παρίσι το 1863 και ήταν Γαλλίδα ιερόδουλη. Για τον ακριβή τόπο καταγωγής της ερίζουν τρεις γαλλικές πόλεις, το Παρίσι, η Τουλόν και η Μασσαλία.
Σε ηλικία μόλις 16 ετών έγινε πόρνη. Ήταν λεπτή, όμορφη και ευγενική κοπέλα. Ήταν χορεύτρια και τραγουδίστρια και χόρευε καν-καν, χορός που αναδείκνυε τα πόδια της. Μάλιστα, για κάποιο διάστημα, εργάστηκε στο στο γνωστό καμπαρέ του Παρισιού «Μουλέν Ρουζ».
Όταν ξεκίνησε η κατοχή της Κρήτης το 1898, η Αδελίνα έφτασε στο νησί, με ένα μπαλέτο από 500 Γαλλίδες χορεύτριες και εγκαταστάθηκε στα Χανιά, για να προσφέρει τις υπηρεσίες της στους άνδρες των Μεγάλων Δυνάμεων που υπηρετούσαν στους στόλους. Εκεί δούλεψε στο «Λόντον Μπαρ», όπου πήγαινε πλήθος ανδρών, ντόπιων και Αξιωματικών, για να την δουν και χαρούν τη συντροφιά της, ανοίγοντας σαμπάνιες.
Οι «γλετζέδες» της έστελναν δώρα για να την προσεγγίσουν, εκείνη όμως τους απέφευγε με αόριστες υποσχέσεις. Μόνο τον Ιταλό Ναύαρχο Κανναβάρο ήθελε, με τον οποίο ήταν ερωτευμένη, όπως και εκείνος, όπως γράφει ο Αιμίλιος Δασύρας στα Χανιώτικα Νέα.
Η Μαντάμ Ορτάνς έγινε γνωστή από τον Ζορμπά του Κακογιάννη. Η ταινία του 1964 ήταν βασισμένη στο βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» του 1946.
Ορτάνς στα Γαλλικά σημαίνει ορτανσία και «νονός» της ήταν ο Γάλλος Ναύαρχος Ποττιέ, πολλή πριν έρθει για να τον βρει στην Κρήτη , όπου ήταν πρόεδρος του συμβουλίου των ναυάρχων.
Μετά από την επανάσταση στο Θέρισο, το 1905, η Μαντάμ Ορτάνς έφυγε και περιπλανήθηκε στην ανατολική Κρήτη, κυρίως στο Ηράκλειο, στη Σητεία και στον Άγιο Νικόλαο. Τελικά, στις αρχές του 1910 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ιεράπετρα, όπου άνοιξε χαρτοπαικτική λέσχη και εστιατόριο. Παντρεύτηκε τον Νικόλαο Χανιωτάκη, ο οποίος όμως την εγκατέλειψε γρήγορα.
Αργότερα, λειτούργησε ένα ξενοδοχείο ύπνου και το ονόμασε «Η Γαλλία». Στη συνέχεια, η Ορτάνς έγινε υποπρόξενος της Γαλλίας και πολλοί την υποπτεύονταν για κατάσκοπο.
Ήταν η αγαπημένη Μαντάμ Ορτάνς των τεσσάρων Ναυάρχων: Του Γάλλου Ποτιέ, του Ιταλού Καναβάρο, του Ρώσου Αντρέωφ και του Άγγλου Χάρις.
Έμεινε για πάντα στις μνήμες των Κρητικών, που παρά το «αμαρτωλό» παρελθόν της χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως «αγία».
Μετά από τον πόλεμο ανέπτυξε έντονη κοινωνική δραστηριότητα και καταξιώθηκε στην Ιεράπετρα, όπου έζησε μέχρι τον θάνατό της το 1938. Το όνομά της δόθηκε, μάλιστα, σε δρόμο της κρητικής πόλης.