Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1922 το σώμα του ελληνισμού γέμισε πληγές που ακόμη πονάνε. Η καταστροφή ενός ολοκλήρου πολιτισμού που κτιζόταν επί αιώνες στα παράλια της Μικράς Ασίας, αποτέλεσμα της τουρκικής θηριωδίας, σήμανε τότε την απαρχή μιας άλλης περιπέτειας για τους κατοίκους των ευλογημένων αυτών περιοχών.
Η Μικρά Ασία, υπήρξε κοιτίδα πολλών αρχαίων λαών και πολιτισμών, ενώ έντονη ήταν σ’ αυτήν και η Ελληνική παρουσία ήδη από την Μυκηναϊκή εποχή. Ειδικότερα, στα παράλια προς το Αιγαίο της Μικράς Ασίας, εγκαταστάθηκαν νωρίς διάφορα Ελληνικά φύλα (Αιολικά, Ιωνικά, Δωρικά), τα οποία ίδρυσαν σημαντικές αποικίες, οι οποίες απέκτησαν μεγάλη ακμή κατά τους ιστορικούς χρόνους και συνέβαλαν στην ολοκλήρωση του Ελληνικού Πολιτισμού. Σπουδαιότερες από αυτές τις αποικίες, υπήρξαν η Μίλητος, η Φώκαια, η Έφεσος, η Σμύρνη, η Μαγνησία, η Αλικαρνασσός και άλλες.
Ο Μικρασιατικός Ελληνισμός ήταν γεωγραφικά διάσπαρτος σε όλο το μήκος και το πλάτος της Ανατολίας. Η παρουσία του Ελληνικού στοιχείου ήταν ιδιαίτερα έντονη στην κοσμοπολίτικη Σμύρνη, ένα από τα σπουδαιότερα εμπορικά και πολιτιστικά κέντρα της Μεσογείου κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνος. Αποτελούσε οικονομικό, πολιτιστικό και εθνικό κέντρο, ιδιαίτερα για τους τουρκόφωνους Ελληνορθοδόξους της ενδοχώρας. Γενικά, ο Μικρασιατικός Ελληνισμός δύναται να διαχωρισθεί σε τέσσερις βασικές ομάδες: 1) Της Ιωνίας, 2) της Προποντίδας, 3) της Καππαδοκίας και 4) του Πόντου.
Η Μικρασιατική Εκστρατεία (Μάιος 1919-Σεπτέμβριος 1922), ήταν η μεγαλύτερη εκστρατεία, την οποία επιχείρησε ο Ελληνικός Στρατός από τους χρόνους της απελευθέρωσης της Ελλάδας.
Η Μικρασιατική Καταστροφή, είναι η μεγαλύτερη εθνική συμφορά στην ιστορία του Ελληνικού έθνους από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Τη μεγάλη αυτή συμφορά συνθέτουν, εκτός των άλλων, η κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου, η πυρπόληση από τους Τούρκους της Σμύρνης, όπου είχαν συρρεύσει και πολλοί Έλληνες από τις γειτονικές περιοχές, οι σφαγές, οι λεηλασίες και άλλες φρικαλεότητες εις βάρος των Ελλήνων και των Αρμενίων χριστιανών, στη Σμύρνη και στις πόλεις και τα χωριά που ανακαταλαμβάνονταν από τον τουρκικό στρατό, οι μαρτυρικές πορείες των αιχμαλώτων και των ομήρων προς το εσωτερικό της
Ανατολής, η ακραία τρομοκρατία, ο σκληρός βασανισμός, η εξόντωση εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων και Αρμενίων και η εκδίωξη των υπολοίπων από τις πατρογονικές εστίες τους, χωρίς τις περιουσίες τους, από το Μικρασιατικό έδαφος και προ πάντων το κυριολεκτικό ξερίζωμα του Ελληνισμού από την Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη.Ακόμη και οι διασωθέντες από τις σφαγές, τις διώξεις και τις αγριότητες, εγκατέλειψαν τις εστίες τους δυνάμει των περί ανταλλαγής των πληθυσμών διατάξεων της Συνθήκης της Λωζάννης του 1923, με την οποία τερματίστηκε η εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Για πρώτη φορά ο ελληνικός κόσμος περιορίστηκε στα γεωγραφικά όρια της Ελλάδας, στον Νότο της Βαλκανικής χερσονήσου και στην Κύπρο. Το δράμα που βίωσαν όλες οι χριστιανικές ομάδες της Ανατολής, υπήρξε ο επίλογος της επώδυνης διαδικασίας αντικατάστασης της πολυεθνικής μουσουλμανικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από εθνικά κράτη. Η αντίστροφη μέτρηση για τους Έλληνες -όπως και για τις υπόλοιπες χριστιανικές ομάδες- είχε αρχίσει με το πραξικόπημα των Νεότουρκων. Τότε χάθηκε οριστικά το μεγάλο στοίχημα για τη δυνατότητα καθιέρωσης ισοπολιτείας μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων.
Οι Νεότουρκοι με την πολιτική τους όξυναν την κατάσταση. Ήδη, από το 1911 είχαν αποφασίσει τη γενοκτονία των χριστιανών. Σε μια ανταπόκριση του περιοδικού «The Times of London», στις 3 Οκτωβρίου του 1911, με τίτλο «Οι Νεότουρκοι και το πρόγραμμά τους», παρακολουθούμε την επικράτηση των ακραίων σοβινιστικών επιλογών στο συνέδριο του κομιτάτου «Ένωση και πρόοδος» που βρισκόταν ήδη στην εξουσία. Η οθωμανοποίηση (ottomanization) δια της βίας όλων των κατοίκων, αποφασίζεται τελεσίδικα. Το μέσο θα ήταν οι εξοπλισμένοι μουσουλμάνοι.
Η χρυσή ευκαιρία για τον τουρκικό εθνικισμό δόθηκε στη διάρκεια του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου, με τη συμπαράσταση των Γερμανών συμμάχων του. Οι πρώτοι διωγμοί ξεκινούν από την Ανατολική Θράκη με τη βίαιη μετακίνηση του ελληνικού πληθυσμού. Ακολουθούν μεγάλες διώξεις κατά των Ελλήνων της Δυτικής Μικράς Ασίας για να κορυφωθούν με τη γενοκτονία στο μικρασιατικό Πόντο.
Η ήττα της Τουρκίας και των συμμάχων της δημιούργησε ελπίδες στους υπόδουλους λαούς για τη χειραφέτησή τους. Η Συνθήκη των Σεβρών ρύθμιζε σε ικανοποιητικό βαθμό τις εθνικές διαφορές. Οι Έλληνες έθεσαν υπό τον έλεγχό τους το ένα έκτο του εδάφους της Ανατολής, παρότι το συνολικό ποσοστό τους ήταν αρκετά μεγαλύτερο. Παρόμοια απέκτησαν εθνική στέγη οι Αρμένιοι και οι Κούρδοι. Οι Τούρκοι παρέμεναν, έτσι και αλλιώς, οι κύριοι του μεγαλύτερου μέρους του εδάφους.
Η εμφάνιση όμως του επιθετικού εθνικιστικού κεμαλικού κινήματος απέτρεψε τη ρύθμιση αυτή. Εν τέλει, η κυρίαρχη στρατοκρατική τάξη των Νεότουρκων -των Τούρκων εθνικιστών δηλαδή- κατάφερε στην κεμαλική εκδοχή της να νικήσει τον ελληνικό στρατό και το τοπικό ελληνικό αντάρτικο κίνημα, να ολοκληρώσει τη γενοκτονία του ντόπιου ελληνικού πληθυσμού που είχε προαναγγείλει από το 1911, να ελέγξει το μεγαλύτερο μέρος της αυτοκρατορίας, να εδραιώσει την εθνικιστική παντουρκιστική ιδεολογία εις βάρος του Ισλάμ και να επιχειρήσει τελικά τη βίαιη μετατροπή των μουσουλμάνων πιστών, σε εθνικά Τούρκους υπηκόους.
Στη Σμύρνη, η κατάσταση χειροτέρευσε απότομα, όταν στις 15 Αυγούστου 1922 δύο ημέρες μετά την τουρκική επίθεση μία ανακοίνωση γνωστοποιούσε την εκκένωση από τον Ελληνικό Στρατό του Αφιόν Καραχισάρ. Η 25η Αυγούστου ήταν η τελευταία ημέρα της παρουσίας των Ελληνικών Αρχών στη Σμύρνη.
Το πρώτο πλήγμα που κατάφεραν οι Τούρκοι κατά των Ελλήνων κατοίκων της Σμύρνης με την είσοδό τους στην πόλη ήταν η εξόντωση του θρησκευτικού και εθνικού ηγέτη τους, του Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου. Στις 26 Αυγούστου είχαν φύγει από το λιμάνι της Σμύρνης με ελληνικά πλοία οι τελευταίοι Έλληνες αξιωματούχοι και υπάλληλοι της Ελληνικής Αρμοστείας. Ο μόνος εκπρόσωπος των Ελλήνων που αρνήθηκε να φύγει με τις ελληνικές αρχές ήταν ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος. Πολλοί ξένοι διπλωμάτες του πρότειναν και μετέπειτα να τον βοηθήσουν να διαφύγει. Η απάντηση του ήταν ότι δεν μπορεί να εγκαταλείψει το ποίμνιο του σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές. Όλες τις προηγούμενες μέρες φρόντιζε πως θα ανακουφίσει τους Έλληνες πρόσφυγες που είχαν συρρεύσει στη Σμύρνη, ακολουθώντας τον υποχωρούντα Ελληνικό στρατό και είχαν εγκατασταθεί στα προαύλια των εκκλησιών, με την ελπίδα ότι θα διαφύγουν με κάποιο καράβι στα απέναντι Ελληνικά νησιά ή στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Το πρωί του Σαββάτου στις 27ης Αυγούστου αρχίζουν να μπαίνουν στην πόλη οι έφιπποι Τσέτες, όπως ονομάζονταν τα άτακτα σώματα του Κεμάλ Αταρτούκ, για να ακολουθήσει μετά ο τακτικός Τουρκικός στρατός του στρατηγού Νουρεντίν μπέη, ο οποίος ορίστηκε από τον Κεμάλ διοικητής της Σμύρνης. Το βράδυ ειδοποιήθηκε ο Μητροπολίτης να μεταβεί στο διοικητήριο, γιατί τον ήθελε ο Τούρκος διοικητής.
Όταν μπήκε στο διοικητήριο, ο Νουρεντίν τον κατηγόρησε ότι υποστήριξε τις ελληνικές αρχές κατοχής από την πρώτη ήμερα της άφιξής τους στη Σμύρνη (ήταν γεγονός ότι υποδέχτηκε θερμά όπως όλοι οι Έλληνες της Σμύρνης, τον Ελληνικό στρατό) παρ΄ όλο ότι ήταν Τούρκος υπήκοος, διότι είχε γεννηθεί στη Μικρά Ασία, πράγμα που συνιστούσε κατά τον Νουρεντίν προδοσία εκ μέρους του Χρυσοστόμου. Ο διοικητής του επέτρεψε να φύγει από το διοικητήριο, έξω από το οποίο είχε συγκεντρωθεί όχλος φανατισμένων Τούρκων, ύστερα από ειδοποίηση των τουρκικών αρχών.
Τότε ο Νουρεντίν εμφανίστηκε στο μπαλκόνι και είπε στον Τουρκικό όχλο ότι ο Μητροπολίτης ήταν στην διάθεση τους και ας στον δικάσουν αυτοί όπως νομίζουν. Μόλις βγήκε ο Μητροπολίτης από το διοικητήριο οι φανατισμένοι Τούρκοι έπεσαν πάνω του και άρχισαν να τον διαμελίζουν, να του βγάζουν τα μάτια, να τον κακοποιούν, ένας Τουρκοκρητικός μέσα από τον όχλο, που ο Χρυσόστομος είχε κάποτε εξυπηρετήσει, τον πυροβόλησε για να τον αποτελειώσει και να θέσει τέρμα στο μαρτύριο του.
Ο ίδιος αυτός Τουρκοκρητικός, ο οποίος ήταν φρουρός στο διοικητήριο περιέγραψε μετά από λίγες ημέρες σε έναν Έλληνα κρατούμενο τη σκηνή του βασανισμού και του θανάτου του Μητροπολίτη. Από τα λόγια του Τουρκοκρητικού αναφέρονται χαρακτηριστικά τα παρακάτω: «Παρακολούθησα το χάλασμα του δεσπότη σας. Ήμουν με εκείνους που τον τύφλωσαν, που του έβγαζαν τα μάτια και αιμόφυρτο τον έσυραν, από τα γένια και τα μαλλιά, στα σοκάκια του τουρκομαχαλά, τον ξυλοκοπούσαν, τον έβριζαν και τον πετσόκοβαν. Βαθιά εντύπωση μου έκανε και αξέχαστη παραμένει η στάση του. Στα μαρτύρια που τον υπέβαλαν δεν απάντησε με φωνές, με παρακλήσεις, με κατάρες. Το πρόσωπο του το κατάχλομο, το σκεπασμένο με αίμα των ματιών του, το είχε στραμμένο προς τον ουρανό και διαρκώς κάτι ψιθύριζε, που δεν ακουγόταν πέρα από την περιοχή του. Ξέρεις εσύ, δάσκαλε, τι έλεγε;Έλεγε: Πάτερ, άγιε, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι»..
Στις 31 Αυγούστου (14 Σεπτεμβρίου με το νέο ημερολόγιο) οι Τούρκοι στρατιώτες του Νουρεντίν βάση σχεδίου, που τους παρέδωσαν οι Τουρκικές αρχές, άρχισαν να ανάβουν φωτιές στην πόλη. Με βενζίνη ή με πετρέλαιο άναψαν φωτιά πρώτα στην αρμενική συνοικία. Συνέχισαν το εμπρηστικό τους έργο σε όλες ανεξαιρέτως τις ελληνικές συνοικίες. Το αεράκι που διευκόλυνε την φωτιά να απλωθεί από σπίτι σε σπίτι επεκτάθηκε σε έκταση τρεισήμισι χιλιομέτρων. Ορισμένα κτήρια του παραλιακού δρόμου τους έδωσαν εντολή να μην τα πειράξουν, ενώ οι Τούρκοι στρατιώτες ανατίναξαν όλα τα υπόλοιπα με δυναμίτη. Η φωτιά εμαίνετο όλη την νύχτα και σάρωσε όλη σχεδόν την πόλη. Κάηκαν 55.000 σπίτια από τα οποία τα 43.000 ήταν ελληνικά, τα 10.000 αρμενικά και 2.000 ξένων υπηκόων. Αποτεφρώθηκαν 117 σχολεία κοινοτικά και ιδιωτικά, ελληνικά και αρμενικά, όλα τα νοσοκομεία, 2 μουσεία και πολλά ιδρύματα. Από τις εκκλησίες οι 43 από τις 46.
Πολλοί ξένοι και Έλληνες, αυτόπτες μάρτυρες, περιγράφουν τις φρικώδεις στιγμές των ημερών της πυρπόλησης της Σμύρνης. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, ότι ο εμπρησμός της ήταν προμελετημένος και καλώς οργανωμένος, καθόσον Τούρκοι στρατιώτες μετέφεραν δοχεία με βενζίνη και πετρέλαιο ή έριχναν εμπρηστικές βόμβες. Ως προς την σκοπιμότητα του εμπρησμού της Σμύρνης από τους Τούρκους, αναφερόμαστε στον Αμερικανό Πρόξενο της Σμύρνης George Horton, ο οποίος γράφει σχετικά: «Ο συστηματικός εμπρησμός της Σμύρνης έγινε από τους στρατιώτας του Μουσταφά Κεμάλ με τον σκοπό να εξολοθρευθούν οι χριστιανοί της Μικράς Ασίας και να μην ξαναγυρίσουν ποτέ πια στην Πατρίδα τους.
Βέβαιο είναι ακόμη, ότι εκτός από την φωτιά είχαν προσχεδιασθεί και οι σφαγές και οι λεηλασίες. Χιλιάδες υποφέρουν και αποθνήσκουν εις την Σμύρνην. Η κατάσταση αυτών των ανθρώπων υπερβαίνει πάσαν περιγραφήν. Δεν ενθυμούμαι επεισόδιον εις την ιστορίαν παρομοίων ανθρωπίνων συμφορών. Εχοντες οπίσω των τα καιόμενα σπίτια των, οι άνθρωποι αυτοί μένουν επί ώρας και ημέρας εις την προκυμαίαν της Σμύρνης γυναίκες, άνδρες και παιδιά κραυγάζοντες και εκλιπαρούντες πλοία για να φύγουν».
Όταν η φωτιά έσβησε μόνη της αφήνοντας στάχτες και αποκαΐδια, όλοι όσοι εγκατέλειψαν τα καιόμενα σπίτια και χιλιάδες άλλοι πρόσφυγες από τις εσωτερικές περιοχές που ακολουθούσαν τον αποχωρούντα ελληνικό στρατό και είχαν καταλήξει στην Σμύρνη, κατέφυγαν στην προκυμαία αναζητώντας κάποιο πλεούμενο ή κολυμπώντας προσπαθούσαν να πλησιάσουν και να ανέβουν στα ξένα πλοία ( Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας), που περίμεναν στο λιμάνι. Αλλά οι ξένοι ναύτες τους εμπόδιζαν, τους έσπρωχναν στη θάλασσα με αποτέλεσμα να πνιγούν.
Επιπλέον οι Τούρκοι στρατιώτες επέπεσαν πάνω στο πανικόβλητο πλήθος για να το απομακρύνουν από την παραλία, να το απωθήσουν προς τα πίσω, και ταυτόχρονα αποσπούσαν τις νταντάδες και τις γυναίκες για να τις βιάσουν και τελικώς να τις σκοτώσουν.
Όπως γράφει ο Χρ. Αγγελομάτης, «οι δρόμοι της Σμύρνης, ήσαν μαύροι από τους κατερχομένους από το εσωτερικόν πολίτας και στρατιώτας και όλοι έσπευδον προς την προκυμαίαν, με την ιδέαν ότι θα εύρισκον εκεί τα πλοία της σωτηρίας των».
Στις 8 Σεπτεμβρίου 1922 οι Τούρκοι έμπαιναν στην Σμύρνη, ενώ οι Έλληνες δεν είχαν άλλη διέξοδο, παρά να πέσουν στη θάλασσα.
Στις 9 Σεπτεμβρίου, ο λαός της Σμύρνης είδε τις κυρίως ελληνικές δυνάμεις ( τη μόνη άμυνα τους έναντι των Τούρκων) να προσπερνούν την πόλη και να επιβιβάζονται στον Τσεσμέ, για την επιστροφή τους στην Ελλάδα.
Οι σκηνές του πανικού που εκτυλίχθηκαν, στοίχησαν τη ζωή σε εκατοντάδες που πνίγηκαν μόλις 50 μέτρα από τη στεριά, κάτω από τα αδιάφορα μάτια των πληρωμάτων των συμμαχικών πλοίων. Όσοι Έλληνες συνελήφθησαν στην προκυμαία της Σμύρνης, στάλθηκαν από τους Τούρκους στα ενδότερα και ελάχιστοι από αυτούς επιβίωσαν. Το τελευταίο πλοίο που εγκατέλειψε τη Σμύρνη ήταν το «ΕΛΛΗ», ενώ το πλήθος απελπισμένο στην προκυμαία έβλεπε να εγκαταλείπεται κυριολεκτικά πλέον στην τύχη του και να επαφίεται στην καλή διάθεση των Μεγάλων Δυνάμεων.
Καθώς το καράβι έβαλε πλώρη για την Αθήνα, ο Horton έγραφε: · «Μια από τις οξύτερες εντυπώσεις που αποκόμισα από τη Σμύρνη ήταν το αίσθημα της βαθιάς ντροπής, γιατί ανήκα στο ανθρώπινο γένος». Αυτόπτης μάρτυρας του οριστικού θανάτου της βυζαντινής αυτοκρατορίας ο Horton συνεχίζει: · «Και αυτή η παρουσία αυτών των πολεμικών πλοίων στο λιμάνι της Σμύρνης, το Σωτήριον έτος 1922, που
παρακολουθούσε ανίσχυρα τις τελευταίες στιγμές των χριστιανών στην Τουρκία, ήταν το πιο λυπητερό και το πιο σημαντικό στοιχείο της όλης ιστορίας».
Ηδη, πριν από την κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου, τον Αύγουστο του 1922, σε πολλές περιοχές της Μικράς Ασίας οι Ελληνικοί πληθυσμοί υπέστησαν παντοειδείς διώξεις από τους Τούρκους και ως εκ τούτου είχαν αρχίσει να εγκαταλείπουν τις πόλεις και τα χωριά τους.. Οι σχεδιασμένοι και ανελέητοι διωγμοί είχαν δύο επιδιώξεις. Πρώτη ήταν η εξόντωση των εθνικών μειονοτήτων στην Τουρκία για να επιτευχθεί ο πλήρης εκτουρκισμός, εξισλαμισμός της χώρας, αλλιώς να επιτευχθεί η εθνοκάθαρση στην οποία επέβλεπε η εθνική ιδεολογία των Νεότουρκων – Κεμαλιστών.
Η δεύτερη επιδίωξη ήταν η οικονομική και κοινωνική αποδυνάμωση, εξουδετέρωση των Ελλήνων, στα χέρια των οποίων είχαν περιέλθει το εμπόριο, το τραπεζικό σύστημα, η βιομηχανία και το επιστημονικό δυναμικό της Τουρκίας. Για αυτό οι Έλληνες στις μεγάλες πόλεις αποτελούσαν το ανώτερο κοινωνικό στρώμα. Ήταν η αστική τάξη.
«Ο Κεμάλ γιόρτασε το θρίαμβό του με τη μεταβολή της Σμύρνης σε τέφρα και την τεράστια σφαγή του εκεί χριστιανικού πληθυσμού», έγραψε στα απομνημονεύματά του ο Ουΐνστον Τσόρτσιλ. Η σφαγή της Σμύρνης συγκλόνισε ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο. Ακόμα και στη Γαλλία -η φιλοτουρκική πολιτική της οποίας καθόριζε την πληροφόρηση που παρείχαν οι δημοσιογράφοι- διογκώθηκαν τα αντιτουρκικά συναισθήματα. Όμως, περισσότερο από τις ανταποκρίσεις και τις ψυχρές επισημάνσεις των διπλωματών, το τρομερό τοπίο εκείνων των ημερών αποκαλύπτεται μέσα από τις μαρτυρίες όσων το έζησαν.
Η συλλογή και η έκδοση των αυθεντικών μαρτυριών έγινε από το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών. Μαρτυρίες συγκλονιστικές, που πιστοποιούν την ύπαρξη του Μικρασιατικού Ολοκαυτώματος. Τυχαία επιλέξαμε τις αναμνήσεις της Ελένης Καραντώνη από το Μπουνάρμπασι, έντεκα χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Σμύρνης. Το Μπουνάρμπασι είχε χίλιους κατοίκους, από τους οποίους οι οκτακόσιοι ήταν Έλληνες:
«…Άρχισε ο στρατός μας να φεύγει. Χτυπούσαν τις πόρτες μας και ζητούσαν ρούχα για να βγάλουν το χακί από πάνω τους. Πόσους δεν ντύσαμε! Οι μεγάλοι οι δικοί μας ξεκουμπίστηκαν και φύγανε κι άφησαν τον κόσμο στο έλεος του Θεού. Έφταναν οι στρατιώτες ξυπόλυτοι, γυμνοί, κουρελιασμένοι, πρησμένοι, νηστικοί.
Οι Τούρκοι κατέβαιναν και έσφαζαν τους Έλληνες. Το ίδιο έκαναν και οι δικοί μας. Παντού φωτιά και μαχαίρι άκουες και έβλεπες. Από τους κατοίκους του Μπουνάρμπασι έμειναν καμιά δεκαριά οικογένειες… Μερικοί κατάφεραν να φύγουν, σέρνοντας με την κοιλιά προς το Σικλάρι και από κει στη Σμύρνη. Τους άλλους όλους τους ατιμάσανε, τους σφάξανε, τους κρεμάσανε, τους κάψανε. Κι εκείνους που κατάφεραν από το Σικλάρι να φτάσουν στη Σμύρνη, όταν ήρθε ο Κεμάλ, τους έπιασε και τους έσφαξε.
Εμείς βρισκόμασταν στη Σμύρνη. Πλημμύρα οι μαχαλάδες στο αίμα. Βάλανε φωτιά οι Τούρκοι, μια ώρα μακριά. «Μη φοβάστε είναι μακριά», μας είπε ο νοικοκύρης του σπιτιού που μέναμε. Σ´ ένα τέταρτο η φωτιά είχε έρθει σε μας. Ρίχνανε βενζίνη και προχωρούσε. Βγήκαμε στο δρόμο. Φωτιά από τη μια, θάλασσα από την άλλη. Βρισκόμασταν στη μέση. Και οι Τσέτες (σ.τ.σ. οι άτακτοι Τούρκοι) βρίσκονταν στη μέση, και έσφαζαν και σκότωναν.
Τη νύχτα οι Τσέτες έκαναν επίθεση να αρπάξουν, να σφάξουν, να ατιμάσουν. «Βοήθεια! Βοήθεια!», φώναζε ο κόσμος. Τα εγγλέζικα πλοία ήταν απέναντι. Έριχναν τους προβολείς. Σταματούσαν για λίγο. Τη νύχτα θέλαμε να πάμε προς νερού μας. Πήγαμε λίγο πιο έξω, φρίκη! Βρεθήκαμε σε μια χαβούζα (σ.σ. μεγάλο ανοιχτό λάκκο). Γύρω-γύρω, στα χείλια της χαβούζας σπαρταρούσαν κορμιά, και μέσα η
χαβούζα ήταν γεμάτη κεφάλια. Έπαιρναν όποιον έπιαναν, τον πήγαιναν στην άκρια της χαβούζας, έκοβαν το κεφάλι και το έριχναν μέσα στη χαβούζα και τα κορμιά τα άφηναν να σπαρταρούν γύρω-γύρω. Ήταν φοβερό. Όσοι το είδαν τρελάθηκαν. Το τρελοκομείο γέμισε από τρελούς σαν ήρθαμε. Εκεί σ´ αυτό το μέρος χάσαμε και τον πατέρα μου. Τον αδελφό μου τον έσφαξαν στο χωριό.
Έβγαλαν, μετά, ιταλικά και ελληνικά πλοία και μας πήραν. Πόσους; Ούτε ένα είκοσι τοις εκατό δεν επήραν. Τέτοια καταστροφή δεν είδαν τα μάτια μου!».
Η καταστροφή της Σμύρνης, της πρωτεύουσας του Μικρασιατικού Ελληνισμού, σήμανε το τέλος της Ελληνικής παράδοσης και της συνεχούς Ελληνικής παρουσίας τριών χιλιετιών στη Μικρά Ασία. Η εκδίωξη του Ελληνικού στοιχείου της Ιωνίας, απετέλεσε έναν ιστορικό βιασμό, καθώς απέκοψε τη Δυτική Μικρά Ασία από τον ενιαίο ιστορικά, Ελληνοχριστιανικό Αιγαιοπελαγίτικο χώρο.
Το κόστος της καταστροφής του 1922 ήταν τεράστιο για τον Ελληνισμό της καθ´ ημάς Ανατολής. Ο Τζορτζ Χόρτον, υπολόγισε σε περισσότερους από ένα εκατομμύριο τους Έλληνες που εξοντώθηκαν στο σύνολο του μικρασιατικού χώρου κατά τη διάρκεια των εθνικών εκκαθαρίσεων κάτω από βασανιστικές και απάνθρωπες συνθήκες και όχι από συνωστισμό στο λιμάνι της Σμύρνης.
Με βάση την οθωμανική απογραφή, οι Έλληνες στο μικρασιατικό χώρο (Δυτική Μικρά Ασία, Πόντο και Καππαδοκία) ξεπερνούσαν τα δυόμισι εκατομμύρια πριν από την έναρξη του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου. Η επόμενη καταγραφή τους γίνεται στην Ελλάδα το 1928. Καταγράφονται λίγο περισσότεροι από ένα εκατομμύριο. Με την συντριπτική πλειοψηφία του 83%, οι ακαδημαϊκοί που αντιπροσωπεύουν τα κορυφαία πανεπιστήμια του κόσμου, έδωσαν το τίτλο ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ και καλούν τη Τουρκική κυβέρνηση να «Ζητήσει επισήμως συγγνώμη και να προβεί σε επανορθώσεις στους απογόνους των θυμάτων».
Για όλους τους Έλληνες , η αναγκαιότητα της προώθησης της διεθνούς αναγνώρισης είναι μεγάλη, γιατί αποτελεί χρέος τιμής. Ας μην παραδώσουμε στη λήθη του χρόνου τον αφανισμό του Μικρασιατικού Ελληνισμού διότι αυτό νομίζουμε ότι είναι το υπέρτατο εθνικό χρέος μας . Όσο ζουν η μνήμη και η ιστορία αποτυπωμένες, δεν υπάρχουν χαμένες πατρίδες, δεν υπάρχουν χαμένοι πολιτισμοί.
Η νοσταλγία για τις χαμένες πατρίδες παραμένει πάντα δυνατή. Γιατί, όπως λέει και ο Όμηρος στην Οδύσσεια: «Και καπνόν μονάχα να δει ελαφροαναβαίνοντα ψηλά από την πατρίδα του κι ας πεθάνει».
Πηγή: Ιωάννα Χρυσοχοΐδου (φιλόλογος)