Δεν είναι μυστικό ότι ο Όμηρος αποτελεί ένα από τα διαπρεπέστερα μυστήρια της φιλολογίας. Ο ποιητής που μας χάρισε τα λαμπρά έπη συνεχίζει να είναι δυσεπίλυτο αίνιγμα αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα της ζωής του. Κάποιοι ακαδημαϊκοί έχουν φτάσει μάλιστα σε σημείο να ισχυριστούν ότι δεν πρόκειται για έναν άνθρωπο, αλλά για μακρά λογοτεχνική παράδοση, την ίδια ώρα που διαπρεπείς φιλόλογοι ορκίζονται ότι οι ομηρικές ιστορίες αποτελούν συλλογική δουλειά ομάδας προσώπων.
Η πεποίθηση για τη συλλογικότητα της ομηρικής αφήγησης έλκει την καταγωγή της από το γεγονός ότι η προφορική διήγηση μύθων αποτελούσε μακρά αρχαιοελληνική παράδοση, με μια σειρά από περίφημους ραψωδούς να μένουν στην Ιστορία. Κάτω από τη συλλογιστική αυτή, στον Όμηρο αποδίδεται απλώς η γραπτή καταγραφή προϋπαρχόντων θρύλων και μύθων.
Το αφηγηματικό στιλ του Ομήρου, όποιος κι αν ήταν, εμπίπτει εξάλλου περισσότερο στην κατηγορία του παραδοσιακού ραψωδού παρά του επικού ποιητή που είναι γέννημα μιας ιδιαίτερης λογοτεχνικής στιγμής, όπως για παράδειγμα ο Βιργίλιος. Στις ομηρικές ιστορίες συναντάμε επαναλαμβανόμενα αφηγηματικά μοτίβα, όμοια με χορικά άσματα ή επωδούς, γεγονός που συνηγορεί στη μουσικότητα των συνθέσεών του. Ο αντίλογος βλέπει στην ομηρική δουλειά την ξεκάθαρη πρόθεση του ποιητή να φιλοτεχνήσει έπη παρά λυρική ποίηση, η οποία συνοδευόταν αρχικά με λύρα, απομακρυνόμενος έτσι από την παράδοση της «τραγουδιστής» ποίησης.
Όλες βέβαια οι θεμιτές αυτές υποθέσεις θα οδηγούσαν προοδευτικά στο ερώτημα ποιος ήταν τελικά ο Όμηρος και αν πράγματι υπήρξε, η απάντηση του οποίου θα αποδειχτεί ένα από τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά παράδοξα της Ιστορίας...
Τα δύο ομηρικά έπη έχουν γίνει αρχετυπικά πρότυπα στην παγκόσμια μυθιστορία. Την ώρα που παρέχουν μια πρώτη και καθαρή ματιά στην ανθρώπινη προϊστορία και τις πρώτες οργανωμένες κοινωνίες, αποκαλύπτουν σε όλη τους τη μεγαλοπρέπεια πόσο λίγα έχουν αλλάξει από τότε. Ακόμα κι αν η Ιλιάδα είναι σε κάποιον άγνωστη, το χρονικό της πολιορκίας της Τροίας και της αρπαγής της Ωραίας Ελένης -της ωραιότερης γυναίκας του κόσμου!- έχει αποτελέσει τη βάση για τόσες και τόσες ερωτικές ιστορίες, κάνοντάς τη κατάφωρα οικεία. Κάποιοι μάλιστα ομηρικοί μελετητές ισχυρίζονται ότι εξαιτίας της γεωγραφικής ακρίβειας της Ιλιάδας, ο Όμηρος πρέπει να γνώριζε από πρώτο χέρι την περιοχή.
Και βέβαια μετά έρχεται η Οδύσσεια, που πιάνει τον μίτο της ιστορίας από την πτώση της Τροίας και έπειτα, όχι βέβαια χωρίς ακαδημαϊκές έριδες. Η πατρότητα της Οδύσσειας αμφισβητείται στη βάση των σαφώς διαφορετικών αφηγηματικών δομών που συναντάμε στα δύο έπη, κάτι που για μερίδα φιλολόγων υποδεικνύει ότι τα δύο ποιήματα απέχουν μεταξύ τους τουλάχιστον έναν αιώνα και δεν μπορούν έτσι να έχουν γραφτεί από τον ίδιο άνθρωπο. Άλλοι πάλι ερευνητές θέλουν τη διαφορά των ποιημάτων να ανέρχεται σε μερικές μόλις δεκαετίες, με τη διαφορά στο στιλ γραφής να αποκαλύπτει τη λογοτεχνική ωρίμαση του ποιητή: η στιβαρή δομή της Ιλιάδας αποκαλύπτει έναν Όμηρο που έχει φτάσει στην ακμή του,ενώ η πιο μυθιστορηματική και σαφώς «λαϊκότερη» Οδύσσεια αποδίδεται στον ηλικιωμένο πλέον ποιητή.
Ο τρόπος μάλιστα που ο Όμηρος φιλοτεχνούσε τις περιγραφές του με ευρύτατη χρήση παρομοιώσεων και περιγραφών θα γινόταν λογοτεχνική πεπατημένη στους αιώνες που θα ακολουθούσαν, εμπνέοντας μια μακρά σειρά συγγραφέων του κόσμου άμεσα ή έμμεσα.
Κι άλλα έργα έχουν μάλιστα αποδοθεί κατά καιρούς στον κορυφαίο έλληνα ποιητή μέσα στους αιώνες, με πλέον αξιομνημόνευτους τους Ομηρικούς Ύμνους, συναίνεση υπάρχει ωστόσο για την ώρα μόνο για τα δύο έπη, τα οποία του αποδίδονται καθολικά και χωρίς απόπειρες «ιστορικής ανασυγκρότησης»...
«Ο Πλάτωνας μας λέει ότι στον καιρό του πολλοί πίστευαν ότι ο Όμηρος ήταν ο παιδαγωγός όλης της Ελλάδας. Από τότε, η επίδραση του Ομήρου έχει εξαπλωθεί πολύ μακρύτερα από τα σύνορα της Ελλάδας», γράφει ο Werner Jaeger στην «Paideia: The Ideals of Greek Culture» και έχει απόλυτο δίκιο.
Κι αν η πραγματική του ζωή παραμένει μυστήριο, η πραγματικότατη επίδραση του έργου του συνεχίζει να διαπνέει τον κόσμο μας ακόμα και σήμερα...