Back to top

Ανοίγοντας το στρατιωτικό μπαούλο ενός Ήρωα του Υψώματος 731

28/10/2025 - 11:16

Ανήκει στους χιλιάδες Έλληνες και Ελληνίδες που στο άκουσμα της επιστράτευσης λόγω της επίθεσης ενός υπέρτερου, τεράστιου αντιπάλου, έφυγαν με το χαμόγελο στα χείλη για το μέτωπο. Και έγραψαν ένα από τα πιο χρυσά κεφάλαια όχι μόνο στην Ιστορία του έθνους μας, αλλά και σε αυτή όλων των υπερήφανων εθνών που αγωνίζονται για την ελευθερία τους. Η πιο συγκλονιστική σελίδα σε αυτό το κεφάλαιο, είναι αυτή της μάχης στο Ύψωμα 731. Τις εβδομάδες μετά την 28η Οκτωβρίου, για ένα διάστημα, οι μόνοι λαοί που αντιστέκονταν απέναντι στη φρίκη που απειλούσε να καταλύσει την Ευρώπη, ήταν ο αγγλικός και ο ελληνικός. Οι υπόλοιποι, είτε είχαν συμμαχήσει με τον Άξονα και τους Ναζί, είτε είχαν προβάλλει συμβολική -ή και καθόλου- αντίσταση. Όχι όμως και οι Έλληνες. Τα 18 χρόνια ειρήνης από τη μικρασιατική τραγωδία δεν ήταν πολλά, για έναν πληγωμένο από τότε λαό, που γνώριζε καλά το κόστος αλλά και την αξία της λευτεριάς και, κυρίως, ότι δεν είναι καθόλου δεδομένη. Απαιτεί θυσίες -πολλές θυσίες- που όσες και να ήταν αυτές, ήταν διατεθειμένος να τις προσφέρει. Μεταξύ των μαχητών, ήταν ο νεαρός τότε, δόκιμος ανθυπολοχαγός, Σωτήρης Τζοβαρίδης, από τη Λάρισα. Με το ξέσπασμα του πολέμου τοποθετείται Διμοιρίτης πολυβόλων, τα γνωστά ΧΟΤΣΚΙΣ, στο 4ο Σύνταγμα Πεζικού.

Από την Καλαμπάκα, αρχίζει η μεγάλη προέλαση προς τη Βόρεια Ήπειρο, προκειμένου οι Έλληνες να ανακόψουν τον εισβολέα. Το βάπτισμα του πυρός δίνεται σε ελληνικό έδαφος, με τους μάλλον απροετοίμαστους για την αντιμετώπιση ενός ψυχομένου για την πατρίδα του στρατού, Ιταλούς, να αρχίζουν να έχουν τις πρώτες βαριές απώλειες. Τα πολυβόλα που διοικεί ο Θεσσαλός ανθυπολοχαγός καταλαμβάνουν τα κατάλληλα υψώματα και τρέπουν τον εχθρό σε φυγή, με ελάχιστες απώλειες. Σειρά έχει η Κόνιτσα, την οποία οι Έλληνες ανακαταλαμβάνουν έπειτα από σκληρές μάχες 3 ημερών.


Διόραμα στο Πολεμικό Μουσείο με τους μαχητές του 1940

Ο εχθρός αφήνει πίσω του πλούσιο πολεμικό υλικό -τόσο πολύ, που οι Έλληνες χρησιμοποιούν τις χειροβομβίδες τους, αφού τις απασφάλιζαν, ως ταμπακέρες για τα τσιγάρα τους.


Ο Σωτήρης Τζοβαρίδης με τη στολή εκστρατείας

Η προέλαση του ελληνικού στρατού

Ο ενθουσιασμός είναι τεράστιος, το ηθικό ακμαιότατο αλλά εδώ αρχίζουν τα πραγματικά δύσκολα, ενώ ο Μουσολίνι συνειδητοποιεί ότι μάλλον δεν θα κάνει παρέλαση στην Αθήνα. Κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες ο στρατός προελαύνει μέσα στη Βόρεια Ήπειρο, όπου οι ιταλικές σφαίρες δεν είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα. Τα χιόνια και η δυσκολία του εφοδιασμού προκαλούν κρυοπαγήματα, ενίοτε και αναγκαστικούς ακρωτηριασμούς, όπως αφηγείται ο Σωτήρης Τζοβαρίδης. Οι Ιταλοί κομάντος προσπαθούν να επιφέρουν καίρια πλήγματα με νυχτερινές εφόδους -ακολουθούν μάχες σώμα με σώμα, με τις ξιφολόγχες. Εκεί, ο νεαρός ανθυπολοχαγός πέφτει στο έδαφος και ενώ πάει ο Ιταλός εχθρός να τον αποτελειώσει, ο σύντροφος του δίπλα προλαβαίνει την τελευταία στιγμή και εξοντώνει τον επιτιθέμενο. Η κραυγή ΑΕΡΑ αντηχεί στα βουνά της Πίνδου και δεν αργεί να αποτελέσει το σύνθημα της νίκης από εκεί, μέχρι την τελευταία άκρη της χώρας όπου φτάνουν τα ευχάριστα νέα. Η προέλαση συνεχίζεται και επόμενος στόχος είναι το στρατηγικό ύψωμα 897, κοντά στην Κλεισούρα – εδώ, ο ελληνικός στρατός θα πρέπει να είναι αυτός που θα διασπάσει τις αμυντικές, πια, γραμμές του εχθρού. Τα πολυβόλα συμβάλλουν τα μέγιστα στις πολύωρες μάχες όπου «έβαλλον», δε «άνευ τριπόδων, διότι ο εχθρός είχε αποψιλώσει το έδαφος». Ο εχθρός «μα και πάλι ακούει ΑΕΡΑ» και τα ελληνικά στρατεύματα είναι ασυγκράτητα. Παρά τις μεγάλες απώλειες, «η πίστις και η αγάπη προς την πατρίδα προηγούνται παντός ανθρωπίνου αισθήματος». Νέες μάχες εκ του συστάδην, με τον ίδιο τρόπο δηλαδή που πολεμούσαν οι αρχαίοι πρόγονοί μας, σχεδόν πάντα, υπέρτερους εχθρούς και εισβολείς και οι Ιταλοί υποχωρούν και από την Κλεισούρα.

Η προέλαση συνεχίζεται, αλλά ο εφοδιασμός γίνεται όλο και πιο σπάνιος. Η τροφή δυσεύρετη, για νερό οι φαντάροι λιώνουν το χιόνι. Μουλάρια πια δεν υπάρχουν, ψόφησαν όλα από τις κακουχίες και οι στρατιώτες αναγκάζονται να διασχίζουν τα κρύα ποτάμια με τα πόδια, με το νερό να φτάνει μέχρι τον λαιμό, κι αυτοί να συγκρατούν πάνω από το κεφάλι τους μόνο το όπλο τους, για να μην βραχεί και χαλάσει.