Back to top

Αλέξανδρος Υψηλάντης: Η ζωή του πριν τον Αγώνα για την Ελευθερία..

27/03/2021 - 14:26

Την 1η Δεκεμβρίου 1792, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη μία από τις εμβληματικότερες προσωπικότητες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης.Γονείς του ήταν οι Κωνσταντίνος και Ελισάβετ Υψηλάντη.Το 1930, περίπου στο μέσον των ετών που μεσολαβούν από το 1821 ως σήμερα, ο συγγραφέας και δημοσιογράφος του «ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΒΗΜΑΤΟΣ»,  Σπύρος Μελάς σκιαγραφεί, το πορτραίτο του Αλέξανδρου Υψηλάντη και  φωτίζει τις σημαντικότερες αθέατες στιγμές του. Αυτές που αποτέλεσαν το παρασκήνιο της σπουδαίας του δράσης για τον εθνικό Αγώνα.

Η οικογένεια των Υψηλαντών

«Απόγονος του μεγάλου Υψηλάντη, του Κωνσταντίνου, του λεγόμενου Ξιφηλλινού, του αυλάρχη των Κομνηνών, γαμπρού του αυτοκράτορος Εμμανουήλ του Γ’. Η ρίζες της γενεάς του κρατούσαν από τη βυζαντινή αριστοκρατία του 1200.

»Οι Υψηλάντηδες όπως κι οι Μουρούζηδες – ήταν απ’ της παλατιανές οικογένειες π ακουλούθησαν τον Αλέξιο Κομνηνό Δούκα, όταν η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Λατίνων, για να ιδρύσουν την αυτοκρατορία της Τραπεζούντος»

Τόπος καταγωγής των Υψηλαντών είναι ο οικισμός Υψηλή του Πόντου, την οποία όμως αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον 15ο αιώνα.

«Είχαν φθάση να συγγενέψουν με τους Κομνηνούς, γιατί πρόσφεραν στην αυτοκρατορία μεγάλες στρατιωτικές υπηρεσίες, στους πολέμους με τους Τούρκους, ως το 1461, όταν ο Μωάμεθ ο Β’ παίρνοντας την Τραπεζούντα σκότωσε τον αυτοκράτορα Δαυίδ και τα έξη παιδιά του. Οι Υψηλάντηδες – όπως κι οι Μουρούζηδες- γύρισαν τότε πάλι στην Κωνσταντινούπολι»

Η οικογένεια Υψηλάντη, σε μια σειρά από γενιές,  έδειξε ιδιαίτερη έφεση στη διπλωματία.

«Οι καιροί τούς έκλειναν το στρατιωτικό στάδιο. Έβαλαν το σπαθί στη θήκη κι επήραν το χαρτοφύλακα του διπλωμάτη. Έδιναν στο διβάνι, διερμηνείς, υπουργούς, ηγεμόνες για τη Βλαχία και τη Μολδαυία.

»Μα σ’ όλη τη δραματική ζωή τους , που πέρναγε ανάμεσα σε δυό λάμψεις, των τιμών του σουλτάνου και του σπαθιού του δημίου, ποτέ δεν έχασαν από τα μάτια τους την Ελλάδα: Την υπηρετούσαν με το μυαλό τους και με το αίμα τους».

Η οικογένεια Υψηλάντη, όμως, για ακόμα μία φορά αναγκαζόταν να εγκαταλείψει την εστία της.

Η ζωή στη Ρωσία

«Ο Κωνσταντίνος Υψηλάντης, τελευταίος από τους ηγεμόνες πούδωσεν η οικογένεια, ο πατέρας του Αλέξανδρου, βρέθηκε παυμένος από το αξίωμα πρόσφυγας στη Ρωσσία με γυναίκα και τα παιδιά του»

Έτσι η μοίρα φέρνει τον νεαρό Αλέξανδρο Υψηλάντη στη Ρωσία εκεί όπου, αφού πρώτα έλαβε υψηλού επιπέδου εκπαίδευση και μόρφωση, έμελλε να συνδεθεί με στενή φιλία με τον ίδιο τον Τσάρο Αλέξανδρο Α’.

« [Ο Κωνσταντίνος Υψηλάντης] είχεν εγκαταστήση τους άλλους στο Κίεβο. Τον Αλέξανδρο τον έφερε στην Πετρούπολι να τελειοποιήση της σπουδές του. Την τελευταία στιγμή που τον άφηνε στη ρωσσική πρωτεύουσα, για να μη τον ξαναϊδή ποτέ πιά, τού είχε πη, σα συμπέρασμα στης αιώνιες ομιλίες που είχαν για την τύχη του έθνους:

– Παιδί μου, ποτέ μη ξεχάσης πως οι Έλληνες μόνο από τα χέρια τους πρέπει να περιμένουν την ελευθερία τους»

Η εκπαίδευση

Με εξοδα του τσάρου ο Αλέξανδρος Υψηλάντης σπούδασε στη στρατιωτική σχολή της αυτοκρατορικής φρουράς, από την οποία αποφοίτησε ως υπολοχαγός και συμμετείχε έτσι, ως αξιωματικός του ρωσικού στρατού, στους πολέμους ενάντια στον Ναπολέοντα. Ο Υψηλάντης όμως έλαβε και υψηλού επιπέδου ελληνική εκπαίδευση.

«Είχε πέση στα χέρια φανατικού πατριώτη – του μεγάλου Βαρδαλάχου. Αυτός τουχε ζωντανέψη, με πύρινα χρώματα τα περασμένα μεγαλεία του ελληνισμού. Τον είχε κάνη τόσο περήφανο για την καταγωγή του, την οικογενειακή και την εθνική, που δε δέχτηκε ποτέ να γίνη Ρώσσος υπήκοος. Ρώσσος στρατηγός, υπασπιστής του τσάρου, είχε μείνη Έλλην. Είχε υποχρεώση την υπηρεσία να τον προβιβάζη σύμφωνα με την κατάστασι των ξένων αξιωματικών που έμπαιναν στο ρωσσικό στρατό».


«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 4 Μαΐου 1930, Ιστορικό Αρχείο

Η αξία και η γοητεία του Αλέξανδου Υψηλάντη είχε κατακτήσει την τσαρική αυλή.

«Ωραίος, ψηλός, κομψός, καλοσφιγμένος στην επιβλητική του στολή, ευγενής αρχαιότερος απ’ όλους, όσοι τριγύριζαν τον αυτοκράτορα, ομιλητικός, αγαπημένος των γυναικών, έλαμπε στην Πετρόπουλη, όταν τελείωσαν οι πόλεμοι.

»Ήτανε το καμάρι του παλατιού και των διαλεκτών σαλονιών της. Και απ’ όλα τα παράσημα του, το κρεμασμένο, άδειο μανίκι του κομμένου χεριού του, μαρτυρούσε την παλληκαριά του».

Το ημερολόγιο της κόμισσας Τυρχάιμ

Πλήρη εικόνα για το ποιος ήταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, αντλούμε και από το ημερολόγιο της αυστριακής κόμισας Λουλού Τυρχάιμ, η οποία όπως και η μεγαλύτερη αδερφή της, Κωνσταντίνα, που ήταν και σύζυγος υψηλόβαθμου ρώσου διπλωμάτη του Τσάρου, τον είχε ερωτευθεί σφοδρά. Αποσπάσματα του ημερολογίου της Τυρχάιμ, δημοσίευσε ο Τάσος Βουρνάς στο περιοδικό «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», στις 11 Δεκεμβρίου 1980.

«Κατά τις τελευταίες ημέρες της παραμονής μας στο Κάρλσμπαντ της Βοημίας, προστέθηκε στη συντροφιά μας ένα νέο πρόσωπο, που με βάση τις αρετές του, πρέπει να καταταγεί στην πρώτη σειρά γνωριμιών μας.

»Ήταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, γιος ηγεμόνος της Μολδαβίας Κωνσταντίνου, που έπεσε στη δυσμένεια της Πύλης, γιατί είχε πάρει το μέρος της Ρωσίας. Ο Αλέξανδρος έγινε αργότερα πολύ ένδοξος.

»Είχε ένα κεφάλι πολύ ιδιότυπο θαυμάσια μάτια, ωραία δόντια. Ένα τύπο καθαρά ανατολίτικης ομορφιάς, με εξαιρετικούς τρόπου, ήταν έξυπνος, γεμάτος φαντασία. Είχε στη στάση του – το ένα του χέρι το έχασε στη μάχη του Ουλμ – κάτι το ρεμβώδες και όμως ηρωικό. Όλα αυτά έκαναν τον Υψηλάντη ένα τύπο μυθιστορήματος»

Ο Υψηλάντης τα είχε όλα. Έχαιρε απεριόριστου θαυμασμού και εκτίμησης, είχε φτάσει στα ανώτατα ιεραρχικά κλιμάκια του ρωσικού στρατού και ήταν ο υπασπιστής του ίδιου του ρώσου αυτοκράτορα. Δεν είχε όμως αυτό που ήθελε περισσότερο: να αποκτήσει η πατρίδα του την ελευθερία της. Και για τον σκοπό αυτή ήταν αποφασισμένος να παλέψει ο ίδιος. Έπρεπε όμως πρώτα να μιλήσει στον Τσάρο Αλέξανδρο.

«Δεν θα του γύρευε», γράφει με το λογοτεχνικό του ύφος ο Μελάς, «ούτε βοήθεια, ούτε υπόσχεσι. Ήθελε ν’ αλαφρώση μόνο το φουσκωμένο στήθος του. Ν’ αποχαιρετίση φίλο κι ευεργέτη. Και ίσως να μαντεύση- ποιος ξέρει! – από μια λέξι του κραταιού μονάρχου, αν υπήρξε ποτέ σκέψι για της τύχες του δυστυχισμένου ραγιά.

»Χωρίς να καταλαβαίνει τι κάνει τράβηξε από το γειτονικό κλαρί ένα φύλλο κι άρχισε ν’ απαγγέλη ένα γαλλικό τραγούδι.

Φυλλαράκι φτωχό, μαραμμένο

Απ’ το δέντρο σκληρά χωρισμένο

Ο αυτοκράτωρ στάθηκε και άκουγε προσεχτικά

–       Τι ποίημα είναι αυτό;

–       Γράφτηκε για τον Πονιατόφσκυ, μεγαλειότατε, που πέθανεν εξόριστος στη Γαλλία.

–       Ξαναπέστο!

Ο τσάρος τον κύτταζε στα μάτια, κατάλαβε πώς επρόκειτο για την αιώνια ιστορία των Ελλήνων.

–       Πάντα ενθουσιώδης…Πάντα νέος! Μα δε βλέπεις, φίλε μου, ότι η Ευρώπη είνε ήσυχη;

»Ο Υψηλάντης, αντί για άλλη απάντησι, τον φίλησε στον ώμο, κρατώντας τα δάκρυά του. Δεν μπόρεσε να του πη τίποτα. Του ζήτησε μόνο δύο χρόνια άδεια για λουτρά.

»Η Ευρώπη μπορεί να ήταν ήσυχη. Ο Υψηλάντης φεύγοντας σε λίγες μέρες απ’ την Πετρούπολι, πήγαινε να την ρίξη σε  μιάν από της δυνατώτερες φουρτούνες πουχε περάση εκείνη την εποχή».