Η 25η Μαρτίου είναι θρησκευτική αλλά και Εθνική εορτή. Κάθε χρόνο τιμούμε και γιορτάζουμε τον ξεσηκωμό των υπόδουλων Ελλήνων κατά του Τούρκου δυνάστη για ελευθερία και αυτοδιάθεση αλλά και την επέτειο αναγγελίας της γέννησης του Ιησού.
Η ημέρα αυτή είναι επίσημη αργία στην Ελλάδα και στην Κύπρο ενώ αποτελεί την πιο σημαντική ημερομηνία στην ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, ως αφετηρία της εθνικής παλιγγενεσίας.
Με την λέξη Ευαγγελισμός αναφερόμαστε στη χαρμόσυνη είδηση για τον Χριστιανισμό, της επικείμενης γέννησης του Ιησού Χριστού, που δόθηκε από τον αρχάγγελο Γαβριήλ προς τη Μαριάμ. Επίσης, με τον ίδιο όρο αναφερόμαστε στην εκκλησιαστική θεομητορική εορτή που τελείται την 25η Μαρτίου προς ανάμνηση του γεγονότος αυτού.
Ευαγγελισμός σημαίνει αναγγελία χαρμόσυνης είδησης και ετυμολογικά προέρχεται από το ευάγγελος (=ευ+άγγελος < αγγέλω) μια πολύ παλαιότερη ελληνική λέξη (Οδύσσεια, ξ 152-153: ως νείται Οδυσσεύς ευαγγέλιον δε μοι έστω [...]).
Σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Λουκά (α' 26-38), ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου συνέβη έξι μήνες μετά τη θαυμαστή σύλληψη του Ιωάννη του Προδρόμου από την Ελισάβετ, τη γυναίκα του Ζαχαρία, όταν ο αρχάγγελος Γαβριήλ στάλθηκε από τον Θεό προς την Παρθένο Μαριάμ (Μαρία) για να της ανακοινώσει ότι θα φέρει στον κόσμο τον Υιό του Θεού. Εκείνη την περίοδο, η Μαρία ζούσε στη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας και ήταν μνηστευμένη με τον ξυλουργό Ιωσήφ. Ο Γαβριήλ εμφανίσθηκε ξαφνικά μπροστά στη Μαρία και της απηύθυνε τον χαιρετισμό: «Χαίρε κεχαριτωμένη, ο κύριος μετά σου». Η νεαρή γυναίκα ήταν λογικό να πανικοβληθεί, αλλά ο αρχάγγελος την καθησύχασε: «Μη φοβού Μαριάμ, εύρες γαρ χάριν παρά τω Θεώ. Και ιδού συλλήψη εν γαστρί και τέξη υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν».
Μόλις συνήλθε από την ταραχή, η Μαρία γεμάτη απορία ρώτησε τον αρχάγγελο πώς θα συλλάβει, αφού δεν γνωρίζει τον άνδρα. Ο Γαβριήλ της αποκρίθηκε ότι το Άγιο Πνεύμα θα την καλύψει σαν σύννεφο και θα ενεργήσει αφανώς και μυστηριωδώς τη σύλληψη του Υιού του Θεού. Και για να γίνει πιο πιστευτός επικαλέστηκε τη θαυμαστή σύλληψη του Ιωάννου του Προδρόμου από την Ελισάβετ. Η Μαρία πείστηκε από τα λόγια του Γαβριήλ («Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτο μοι κατά το ρήμα σου») και ο αρχάγγελος Γαβριήλ «απήλθε».
Η εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου καθιερώθηκε γύρω στον 4ο αιώνα και μετά τον ορισμό της εορτής των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου. Ως είναι ευνόητο, μεταξύ των δύο αυτών εορτών υπάρχει στενή σχέση και έπρεπε ο εορτασμός του Ευαγγελισμού να τοποθετηθεί 9 μήνες πριν από τη Γέννηση του Χριστού, ήτοι στις 25 Μαρτίου. Το εκκλησιαστικό γεγονός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου αναφέρεται και στο Κοράνιο, το ιερό βιβλίο των Μουσουλμάνων (19:16-22), μία ακόμη απόδειξη της βαθιάς επιρροής του Μωάμεθ από τη χριστιανική διδασκαλία.
Υμνογραφία Ευαγγελισμού
Η Βυζαντινή υμνογραφία της εορτής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, όπως ομοίως των Χριστουγέννων χαρακτηρίζεται όχι μόνο πλούσια, πανηγυρική και με μεγάλη ποιητική αξία, αλλά και με ιστορική ακόμα αξία συνδεόμενη με ιστορικά γεγονότα του Βυζαντίου, που διακρίνονται από αισθήματα δέους και θάμβους, κατάνυξης και ευλάβειας. Οι μεγάλοι υμνογράφοι στους ύμνους τους συμπυκνώνουν σε απαράμιλλους στίχους και όλη τη θεολογία της Εκκλησίας. Σημαντικότερα εξ όλων τα οποία και ψάλλονται κατά την εορτή είναι:
Η 25η Μαρτίου, ημέρα του Ευαγγελισμού, είχε οριστεί ως ημέρα έναρξης της Ελληνικής Επανάστασης, κατα του Τουρκικού ζυγού, από τον αρχηγό της Φιλικής Εταιρείας Αλέξανδρο Υψηλάντη «ως ευαγγελιζομένη την πολιτικήν λύτρωσιν του ελληνικού έθνους». Η ημερομηνία αυτή θεωρήθηκε ως σημείο αναφοράς από τις πρώτες ήδη ημέρες της Επανάστασης, και μάλιστα ως έναρξη ειδικής χρονολόγησης, ακόμα και σε περιοχές που είχαν επαναστατήσει νωρίτερα. Τουλάχιστον από το 1823 εθεωρείτο στην Πελοπόννησο ως ημέρα έναρξης της επανάστασης.
Το 1822, η προσωρινή κυβέρνηση που είχε έδρα την Κόρινθο, αποφάσισε να εορταστεί η επέτειος της Επανάστασης μαζί με το Πάσχα (2 Απριλίου, παλ. ημ.). Ο εορτασμός έγινε στην Κόρινθο με στρατιωτική πομπή, πανηγυρική δοξολογία και κανονιοβολισμούς, όπως περιγράφει ο Γερμανός εθελοντής Striebeck που την παρακολούθησε.
Κατά τον συγγραφέα Δ. Φωτιάδη και άλλους, ως εθνική γιορτή πριν το 1838 θεωρούνταν η 1η Ιανουαρίου, ημερομηνία κατά την οποία ψηφίστηκε από την 1η Εθνοσυνέλευση της Πιάδας (Νεας Επιδαύρου) το 1ο Ελληνικό «Σύνταγμα», ήτοι «Προσωρινό Πολίτευμα». Πιστεύεται λοιπόν πως η αλλαγή της ημερομηνίας «η εθνική γιορτή έχανε τον πολιτικό και επαναστατικό χαρακτήρα και έπαιρνε θρησκευτική απόχρωση» με ό,τι συνεπαγόταν κάτι τέτοιο για τις διεκδικήσεις περί δημοκρατικότητας και συντάγματος. Η ιστορικός Χρ. Κουλούρη που ερεύνησε τους εορτασμούς τύπου εθνικής εορτής από το 1834 και μετά, δεν περιλαμβάνει σ' αυτές την 1η Ιανουαρίου αλλά έξι ημερομηνίες σχετιζόμενες με τη βασιλική οικογένεια. Κυριότερη εορτή πριν την καθιέρωση της 25 Μαρτίου ήταν η 25 Ιανουαρίου, επέτειος την αποβίβαση του Όθωνα στη Ναύπλιο (1833).
Ο αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας που οργάνωσε την Επανάσταση, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, άρχισε τις επιχειρήσεις και την έναρξή της στο Ιάσιο την 24 Φεβρουαρίου 1821. Εν τούτοις, τα εκεί συμβάντα χαρακτηρίστηκαν από την κοινή συνείδηση και καθιερώθηκαν από την ιστορία ως κάτι μεμονωμένο, κάτι σαν πρόλογος της Επανάστασης. Η πλήρης αποτυχία του κινήματος σε μια μη ελληνική χώρο, ίσως και η απογοήτευση των Ελλήνων για την πλάνη περί της υποστήριξης από τη Ρωσία που είχε διαδώσει η Φ. Εταιρεία, υπήρξαν τα κύρια αίτια του διαχωρισμού των συμβάντων της Μολδοβλαχίας από τα επαναστατικά γεγονότα της Ελλάδας. Η Πολιτεία, επικύρωσε το επικρατούν εθνικό συναίσθημα καθιερώνοντας ως ημέρα εθνικού εορτασμού της Επανάστασης την 25η Μαρτίου.
Κατά ορισμένες απόψεις, ως ημερομηνία έναρξης της Eπανάστασης θεωρείται και η 24 Φεβρουαρίου, οπότε άρχισε η επανάσταση Ελλήνων στη Βλαχία με την προκήρυξη του Aλέξανδρου Υψηλάντη Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος. Έκτοτε και με άλλες επαναστατικές πράξεις που έλαβαν χώρα πολύ πριν την 25η Μαρτίου απλώνεται η επανάσταση στον ελλαδικό χώρο, έως ότου καταλήγει στην επικράτεια της Πελοποννήσου.
Στην Ελλάδα είχαν αρχίσει εχθροπραξίες πριν την 25 Μαρτίου, όπως μαρτυρείται και από τις ειδήσεις που διασώθηκαν στην «Αλληλογραφία του εν Πάτραις Ολλανδικού Προξενείου: 1821», δεδομένου ότι η ολλανδική κυβέρνηση δια του πρέσβη της στην Πάτρα ενημερώθηκε κατά την 23η Μαρτίου, ότι «από τινος χρόνου σοβούσα επικίνδυνος κατάστασις εξέσπασε και ότι οι Έλληνες ανέλαβον τα όπλα κατά του δυνάστου».
Η επίσημη διακήρυξη των επαναστατών προς τις ξένες κυβερνήσεις έγινε με προκήρυξη της «Μεσσηνιακής Γερουσίας» την 25 Μαρτίου 1821. Η 25/3 λογίζεται ως αρχή της Επανάστασης σε δικαστικό έγγραφο της Προσωρινής Διοίκησης της Ελλάδος του 1823, όπου το «Επαρχικόν Κριτήριον Τριπολιτζάς» (είδος δικαστικού οργάνου) αναφέρει ότι «η αποστασία ηκολούθησε εις τας 25 Μαρτίου».
Καθιέρωση
Πρώτος ο Παναγιώτης Σούτσος πρότεινε το 1834 την καθιέρωση εορτασμού της Ελληνικής Επανάστασης την 25η Μαρτίου, αναφέροντας ότι ήταν η μέρα γενίκευσης της επανάστασης στην Πελοπόννησο και αναγέννησης της Ελλάδας, σε υπόμνημα το οποίο ο Ιωάννης Κωλέττης υπέβαλε στον Όθωνα ως πρόταση σχεδίου νόμου. Το έγγραφο του Κωλέττη, τότε Υπ. Εσωτερικών, έχει ημερομηνία 22 Ιαν./2 Φεβρ. 1835 και προτείνει στον Βασιλέα τη θέσπιση εορτασμών με πανελλήνιους αγώνες παρόμοιους με αυτούς της αρχαίας Ελλάδας. Η εισήγησή του είναι σε γαλλική γλώσσα με γερμανική περίληψη. Αναφέρει ότι ο «περίφημος Γερμανός» (celebre Germanos) κήρυξε την Επανάσταση στις 17 Μαρτίου 1821 στην Αγία Λαύρα, και ότι η επανάσταση γενικεύτηκε στην Πελοπόννησο την 25 Μαρτίου την οποία και θεωρεί ως εναρκτήρια ημερομηνία μιας νέας εποχής για την Ελλάδα. Λέει μάλιστα ότι υπήρχε προφητεία των μοναχών του Μεγάλου Σπηλαίου ότι σ' αυτή την ημερομηνία θα συνέβαινε αναγέννηση της Ελλάδος, και ότι οι Οθωμανοί της Πελοποννήσου το γνώριζαν και κάθε χρόνο αυτή την ημερομηνία έπαιρναν έκτακτα μέτρα ασφαλείας (Διαμαντής, σ. 314). Οι εορτασμοί που πρότεινε ο Κωλέττης περιλάμβαναν διαγωνισμούς στις τέχνες και τα γράμματα και σε διάφορα αγωνίσματα. Θα γίνονταν στην Τρίπολη, την Αθήνα, την Ύδρα και το Μεσολόγγι, εκ περιτροπής μέσα σε μία τετραετία, όπως στην αρχαιότητα οι Ολυμπιακοί, οι Πυθικοί κτλ.
Το 1836 τιμήθηκε η 25η Μαρτίου σε συνδυασμό με τα Καλάβρυτα και τον Π. Πατρών Γερμανό με χάλκινο μετάλλιο που κόπηκε με την ευκαιρία του γάμου του βασιλιά Όθωνα και της Αμαλίας. Σ' αυτό εικονίζεται η θρυλική σκηνή, με τον Γερμανό να κρατά υψωμένη σημαία και σταυρό και δύο ένοπλους αγωνιστές σε κίνηση ορκωμοσίας ή χαιρετισμού. Φέρει την επιγραφή «ΘΕΟΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΜΟΥ ΚΑΙ ΥΨΩΣΩ ΑΥΤΟΝ - ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ 25 ΜΑΡΤ. 1821» (το απόφθεγμα είναι από την Έξοδο, ιε', 2). Η άλλη όψη του μεταλλίου εικονίζει τον Γερμανό.
Ο εορτασμός «εἰς τὸ διηνεκὲς» της Επανάστασης την 25η Μαρτίου καθιερώθηκε το 1838 με το Βασιλικό Διάταγμα 980 / 15(27)-3-1838 της Κυβέρνησης Όθωνος και συγκεκριμένα του Γεώργιου Γλαράκη, γραμματέα της Επικρατείας (υπουργού) επί των Εκκλησιαστικών, Δημοσίας Εκπαιδεύσεως και Εσωτερικών. Ο Γλαράκης ήταν ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του ρωσικού κόμματος, των Ναπαίων, που εκείνη την περίοδο απολάμβανε την εύνοια του Όθωνα. Ο Όθωνας προσπαθούσε να ενισχύσει τη δημοτικότητά του προσεταιριζόμενος την απήχηση των εκφραστών της Ορθοδοξίας, και ενδεχομένως σε αυτό να οφείλεται η θρησκευτική χροιά του διατάγματος και η καθιέρωση της εορτής. Ωστόσο, κατά τον πρώτο εορτασμό της επετείου, το 1838, από τους ξένους πρέσβεις και προσωπικό πρεσβειών απουσίασαν από την εορτή μόνο αυτοί της Ρωσίας και της Αυστρίας με τους υπαλλήλους τους.
Ο πρώτος εορτασμός στην Αθήνα όπου συμμετείχαν ο Βασιλιάς Όθων και η Βασίλισσα Αμαλία, πολιτικές και στρατιωτικές αρχές και πλήθος λαού, έγινε στον Ναό της Αγίας Ειρήνης. Ο Μητροπολιτικός Ναός των Αθηνών θεμελιώθηκε την 25 Δεκ. 1842 και αφιερώθηκε στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου για να τιμηθεί η 25 Μαρτίου 1821.
Το 1839, ο Αμβρόσιος Φραντζής αναφέρει ότι η 25η Μαρτίου ήταν ημέρα «ρητή και εμφυτευμένη εις τας καρδίας των Πελοποννησίων κτλ. ως ημέρα ενάρξεως της Ελληνικής επαναστάσεως».
Μετά την επίσημη καθιέρωση του εορτασμού, και ιδίως το 1841, έγινε προσπάθεια οικειοποίησης της επετείου από την αντιπολιτευόμενη αντι-οθωνική μερίδα, με ιδιωτικούς εορτασμούς στους οποίους προβαλλόταν ιδιαίτερα η μορφή του Κοραή. Η εορτή συνέχισε να είναι αντικείμενο κομματικών και τοπικιστικών αντιπαραθέσεων: ιδιαίτερες αντιδράσεις προκάλεσε το 1846 και 1847 η απόφαση του πρωθυπουργού Κωλέττη για την πραγματοποίηση επίσημης τελετής στον τάφο του ρουμελιώτη οπλαρχηγού Γεώργιου Καραϊσκάκη στο Φάληρο, καθώς θεωρήθηκε ότι οδηγούσε σε ταύτιση της Επανάστασης με ένα πρόσωπο.