Back to top

1η Σεπτεμβρίου 1821: Tο Ολοκαύτωμα της Σαμοθράκης

01/09/2023 - 11:39

Η συμπλήρωση διακοσίων δύο ετών από το (άγνωστο) Ολοκαύτωμα της Σαμοθράκης την 1η Σεπτεμβρίου του 1821, αποτελεί το αποκορύφωμα της επαναστατικής συμβολής του νησιού της Θράκης στην εθνεγερσία.

Η Σαμοθράκη πλήρωσε βαρύ τίμημα για την εξέγερση των κατοίκων του, καθώς χιλιάδες απ’ αυτούς σφαγιάστηκαν από τους Τούρκους και χιλιάδες άλλοι πουλήθηκαν σαν σκλάβοι.

Σύμφωνα με αναφορά των προεστών της Σαμοθράκης προς τη Μονή Ιβήρων, το 1809, η Χώρα, η πρωτεύουσα του νησιού, είχε 350 «σπίτια» (δηλ. οικογένειες), ενώ 400-450 «σπίτια» (οικογένειες) υπήρχαν στο υπόλοιπο νησί.

Ο Άγγλος αξιωματικός, Grenville Temple αναφέρει ότι στη Σαμοθράκη κατοικούσαν 3.200 άνθρωποι. Ο Ευάγγελος Αθ. Παπαθανασίου εκτιμά τον προεπαναστατικό πληθυσμό του νησιού στις 4.000-4.500, ενώ τον αριθμό των 10.000 παραθέτει ο Νικόλαος Φαρδύς.

Η Σαμοθράκη βρισκόταν στα χέρια των Οθωμανών από το 1479, αν και για πρώτη φορά είχε καταληφθεί απ’ αυτούς το 1456, μεσολάβησε όμως ένα διάστημα παπικής-βενετικής κυριαρχίας. Από το 1770 ως το 1774, κυρίευσαν το νησί οι Ρώσοι. Στη συνέχεια, η Σαμοθράκη γνώρισε πολύ μεγάλη ανάπτυξη και ακμή.

Παραμονές της Επανάστασης του 1821, πρόκριτοι του νησιού μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία είτε στην Κωνσταντινούπολη, όπου πήγαιναν για εμπορικούς σκοπούς, είτε από τον Μητροπολίτη Μαρωνείας Κωνστάντιο, ο οποίος έγραψε σχετική επιστολή στους Σαμοθρακίτες. Το έμβλημα της Φιλικής Εταιρείας έχει βρεθεί σε δύο μαρμάρινες πλάκες σε σπίτια της Χώρας.

Ένα καράβι που γύριζε τα νησιά του Αιγαίου πριν την έναρξη του Αγώνα, έφτασε και στη Σαμοθράκη και ενημέρωσε τους προύχοντες ότι μόλις μάθουν ότι ξέσπασε η Επανάσταση, πρέπει να διώξουν τους λίγους Τούρκους που βρίσκονταν στο νησί. Οι κάτοικοι του νησιού συγκέντρωσαν  τα λιγοστά όπλα που υπήρχαν σ’ αυτό και εξασκούνταν στη σκοποβολή με την καθοδήγηση ενός Σαμιώτη.

Στις 19 Απριλίου 1821, οι κάτοικοι της Σαμοθράκης δήλωσαν στον διοικητή του νησιού ότι «του λοιπού είναι Έλληνες ελεύθεροι και κατά συνέπειαν, δεν έχουσι πλέον να πληρώσι φόρους εις τον Σουλτάνον». Πρόκριτοι του νησιού τότε ήταν ο Αλέξιος Αινείτης, ο Γεωργούδης Πεζούλας, οι Γεώργιος και Σάββας Χατζηγιαννάκης και Δημογέροντας ο Χατζηγιώργης, που διαβεβαίωνε τους συντοπίτες του ότι σύντομα θα έρθει ο ελληνικός στόλος, για να υπερασπιστεί το νησί.

Η είδηση έφτασε αμέσως στην Πύλη αλλά η οθωμανική κυβέρνηση, καθώς είχε πολλά και μεγαλύτερα προβλήματα δεν ασχολήθηκε με τη Σαμοθράκη.

Η κατάσταση στο νησί ως το τέλος Αυγούστου φαίνεται ότι ήταν ομαλή. Τότε όμως, ο τουρκικός στόλος ανέλαβε δράση. Την 1η Σεπτεμβρίου 1821, έφτασαν στη Σαμοθράκη 1.000 (κατ’ άλλους 2.000) άνδρες και αποβιβάστηκαν στο νησί. Μάλιστα, για να πεισθούν οι Σαμοθρακίτες να παραδοθούν, στάλθηκε ως μεσολαβητής ένας Ίμβριος, που ονομαζόταν Λογοθέτης. Σ’ αυτόν, ο Χατζηγιώργης είπε τα εξής:

«Δοσίματα δεν έχουμε παρά μονάχα μολύβι και μπαρούτι. Είμαστε Έλληνες και προτιμούμε να πεθάνουμε παρά να είμαστε σκλάβοι».

Ο οθωμανικός στόλος υπό τον σιλιχτάρη (υπασπιστή) του Καρά Αλή (γνωστού κι από την Σφαγή της Χίου), είχε αγκυροβολήσει στις Μακρυλιές και η πρώτη συμπλοκή έγινε έξω από τη Χώρα, στη θέση Μύλοι. Μια ώρα μετά την απόβαση, φάνηκαν στη θέση Σταυρί, στα πρόθυρα της Χώρας, οι δυνάμεις των Τούρκων.

Οι Σαμοθρακίτες είχαν πιάσει τα υψώματα «Κούκου» και «Βριχού» και όταν φάνηκαν οι Τούρκοι, άρχισαν να πυροβολούν με επικεφαλής τον Σαμιώτη εκπαιδευτή τους. Οι Τούρκοι αρχικά ξαφνιάστηκαν και πολλοί από αυτούς σκοτώθηκαν, ανάμεσά τους και ο σημαιοφόρος τους. Όμως, η υπεροχή του εχθρού ήταν μεγάλη. Τα πολεμοφόδια των Σαμοθρακιτών ελάχιστα και συνεπώς ήταν καταδικασμένοι. Όμως δεν παραδίνονταν. Όταν τελείωσαν τα πυρομαχικά, έριχναν εναντίον των Τούρκων βράχους και πέτρες.

Σύντομα κατάλαβαν όμως ότι οποιαδήποτε αντίδραση ήταν μάταια και έτρεξαν να κρυφτούν σε δάση και βουνά. Στο λεγόμενο «Τουρκόκαστρο», μια εξαιρετικά δυσπρόσιτη και φυσικά οχυρωμένη θέση στον Ξηροπόταμο, σύμφωνα με την προφορική παράδοση του νησιού, οι Σαμοθρακίτες ταμπουρώθηκαν προβάλλοντας μια έσχατη αντίσταση.

Ο τουρκικός στρατός φαίνεται ότι άρχισε να αναζητά τους φυγάδες, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία. Επιστρατεύτηκε τότε κάποιος Κυριάκος, Σαμοθρακίτης, στον οποίο «απονεμήθηκε» ο βαθμός του τσαούση (λοχία). Αυτός γύριζε όλα τα μέρη όπου κρύβονταν οι συντοπίτες του και τους έλεγε να επιστρέψουν στα σπίτια τους, καθώς οι Τούρκοι θα παραχωρούσαν αμνηστία. Πραγματικά, οι περισσότεροι πίστεψαν τα λόγια του Κυριάκου και επέστρεψαν στα σπίτια τους. 

Οι Τούρκοι για μία ακόμη φορά είχαν αθετήσει όσα υποσχέθηκαν. Απέκλεισαν τη Χώρα και αφού επέλεξαν 700 Σαμοθρακίτες, τους οδήγησαν στη θέση Βαράδι (βυζαντινός όρος σημαίνει την κυψέλη μελισσών που είναι φτιαγμένη με ξεκούφωμα τμήματος κορμού δένδρου, κυρίως πλατάνου) στον δρόμο προς Καμαριώτισσα όπου άρχισαν να τους σφαγιάζουν αφήνοντας τα κεφάλια να κατρακυλούν στο αυλάκι που λέγεται σήμερα «Εφκάς» ή «Φ’ κάς».

Τη σφαγή των 700 ακολούθησαν και άλλες. Τα μωρά κάτω των 2 ετών εκτελέστηκαν όπως και οι γυναίκες που ήταν μεγαλύτερες των 40 ετών. Τα υπόλοιπα γυναικόπαιδα, έγιναν «περιουσία» των πιστών μουσουλμάνων. Τα μισά από τα γυναικόπαιδα αυτά, δεν άντεξαν τις κακουχίες και πέθαναν σύντομα. Αναφέρονται συγκλονιστικές ιστορίες γυναικών που αυτοκτονούσαν, για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων ή ρίχνονταν με τα παιδιά τους σε γκρεμούς, ως άλλες Σουλιώτισσες.

Περίπου 500 Σαμοθρακίτες κατάφεραν να διαφύγουν μέσω θαλάσσης ή να διασωθούν με άλλους τρόπους απ’ τη σφαγή. Γύρω στις 2.000 ήταν τα άμεσα θύματα των σφαγών, ενώ 1.800-2.000 άτομα έγιναν σκλάβοι. Οι μισοί περίπου απ’ αυτούς, εξαγοράστηκαν από τα φιλελληνικά κομιτάτα του Λονδίνου, της Ζυρίχης και του Παρισιού και σταδιακά, πολλοί απ’ αυτούς επέστρεψαν στο νησί.

Η σφαγή της Σαμοθράκης δεν έχει προηγούμενο. Διήρκησε 6-8 εβδομάδες. Εκτός απ’ τις σφαγές, οι Τούρκοι κατέστρεψαν τα πάντα: εκκλησίες, μοναστήρια, σπίτια και υποστατικά. «Στην εκκλησία μπήκαν, τύφλωσαν τους Άγιους, άρπαξαν ό, τι πολύτιμο είχε σύντριψαν την Αγία Τράπεζα κι ένας με τη λόγχη του τρύπησε το Ευαγγέλιο πέρα πέρα», γράφει ο Ίωνας Δραγούμης στο βιβλίο του «Σαμοθράκη» .

Το λογχισμένο Ευαγγέλιο, έφερε στο Εθνολογικό Μουσείο Αθηνών ο Ι. Δραγούμης μαζί με ένα αντίγραφο του χειρογράφου της Ακολουθίας που έγραψε το 1843 ο μοναχός Ιάκωβος για τους πέντε Νεομάρτυρες.

Οι πέντε (Γεώργιος, Εμμανουήλ, Θεόδωρος, Γεώργιος, Μιχαήλ), είχαν πουληθεί σε σκλαβοπάζαρα, είχαν γίνει μουσουλμάνοι, αλλά η απόφασή τους το 1835 να επιστρέψουν στην Ορθοδοξία, είχε σαν αποτέλεσμα το μαρτυρικό τους θάνατο.

Οι συλληφθέντες Σαμοθρακίτες πρόκριτοι, κατά την επιστροφή του τουρκικού στόλου στον Βόσπορο, κρεμάστηκαν από τις ιστούς των γαλαξιδιώτικων πλοίων που είχε στο μεταξύ αιχμαλωτίσει ο οθωμανικός στόλος. Ο Καρά– Αλής, μπήκε έτσι πανηγυρικά, με κρεμασμένα στους ιστούς τα κομμένα κεφάλια Σαμοθρακιτών τουλάχιστον τριάντα, στους ιστούς των πλοίων στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης. (Όπως είναι γνωστό, ο Καρά Αλής που είχε στο μεταξύ προκαλέσει και τη σφαγή της Χίου, σκοτώθηκε τη νύχτα της 6ης προς 7η Ιουνίου 1822, όταν ο Κανάρης πυρπόλησε τη ναυαρχίδα του…)

Μετά τον «χαλασμό» , τη σφαγή της Σαμοθράκης, στο νησί έμειναν περίπου 200 Έλληνες. Χρειάστηκαν περίπου δέκα χρόνια για να βρει το μαρτυρικό νησί κάποια «ισορροπία». Το 1830, ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’, εξέδωσε φιρμάνι με το οποίο διέταζε την απελευθέρωση όλων των Ελλήνων που είχαν αιχμαλωτιστεί στη διάρκεια της Επανάστασης. Τότε πιθανότατα επέστρεψαν στο νησί και αρκετοί κάτοικοί του.

Το ελληνικό κράτος αγνοούσε παντελώς τη σφαγή της Σαμοθράκης για περισσότερα από 80 χρόνια. Μόλις στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, ο Ίωνας Δραγούμης που ήταν τότε πρόξενος στο Δεδέ Αγάτς, τη σημερινή Αλεξανδρούπολη, έφερε στο φως συγκλονιστικά στοιχεία για το Ολοκαύτωμα της Σαμοθράκης. Είχε προηγηθεί το 1886 ο Σαμοθρακίτης λόγιος Νικόλαος Φαρδύς, το βιβλίο του οποίου μάλλον πέρασε τότε απαρατήρητο. Αντίθετα, στο εξωτερικό, η σφαγή της Σαμοθράκης ήταν γνωστή από το βιβλίο του Francois Pouqueville “Histoire de la Regeneration de la Grèce (“Iστορία της Αναγέννησης της Ελλάδας”) που κυκλοφόρησε στο Παρίσι το 1824.

Αυτός ενέπνευσε τον συμπατριώτη του Auguste Vinchon που φιλοτέχνησε τον αριστουργηματικό πίνακα “Après le Massacre de Samothrace” («Μετά τη σφαγή της Σαμοθράκης”) (1827), που βρίσκεται στο Λούβρο.

Η σφαγή της Σαμοθράκης ήταν και παραμένει άγνωστη στην υπόλοιπη Ελλάδα αλλά και στο επίσημο ελληνικό κράτος για πολλά χρόνια και μόλις το 1980, η Ακαδημία Αθηνών τίμησε τη Σαμοθράκη με το χρυσό μετάλλιο, γιατί «…αυτή κατά τους Αγώνες της Εθνεγερσίας, ολοκαύτωμα υπό βαρβάρου Ασιάτη δυνάστη γενομένη, ουκ επαύσατο και σήμερα δια την αυτής ελληνικότητα αγωνιζομένη».

πηγη hellasjournal.com